Το τελευταίο σίριαλ που είχα παρακολουθήσει ήταν «ο άγνωστος πόλεμος». Χειμώνας, Χούντα, Χαμοζωή. Τρία Χ, τρείς διαγραφές, για έναν έφηβο στα 14 και το σενάριο του Φώσκολου, με τις ερμηνείες του Αντωνόπουλου, της Μαυροπούλου, του Σίσκου, ήταν κάτι σαν αναλγητικό στον πονόδοντο ενός απροσανατόλιστου, ενός χαμένου.
Ήταν αρκετά επίπονη διαδικασία, συνοδευόμενη με τις υπόλοιπες αμαρτίες μιας μαυρόασπρης, τιβί τόσο στενής, τόσο κατευθυνόμενης και άγονης, τόσο καθεστωτικής, που άφησε διάφορα σημάδια.
Το πιο ανέφελο από αυτά, ήταν να μην ξαναδώ σήριαλ. Είχα και επιχείρημα. Αν δεν μπορείς να πείς κάτι σε δυο ώρες, δεν με ενδιαφέρεις. Καταλάβαινα σιγά - σιγά ότι ήταν και αυτά μια δουλειά στη βιομηχανία του θεάματος. Η κατάσταση δεν διορθώθηκε, καθώς ακολούθησε η εποχή της βιντεοταινίας καθώς και η θεαματική είσοδος της ιδιωτικής τιβί. Το σκηνικό άλλαζε γρήγορα και εντυπωσιακά.
Αντιλαμβάνομαι ότι τα σύγχρονα σήριαλ, έχουν αναθρέψει γενιές ηθοποιών, καλλιτεχνών και εργαζομένων εν γένει καθώς και γενιές τηλεθεατών. Είμαι μάρτυρας αυτής της παράκρουσης των τηλεθεατών, θηλυκού κυρίως γένους, που τηλεφωνούσαν στον πατέρα μου, συνώνυμο, συνεπώνυμο και συγγενή με πρωταγωνιστή δημοφιλέστατου σήριαλ στα τέλη της δεκαετίας του ’90, παρακαλώντας για έναν ραντεβού.
Πέρα από το βασικό ερώτημα, «με ποια λογική θα θελήσει ο ηθοποιός να συναντήσει ιδιωτικώς μια θαυμάστρια;» Η κατάσταση θύμιζε, σε κάποια κλίμακα, τις μαυρόασπρες εικόνες από τις περιοδείες των σκαθαριών στα μέσα της δεκαετίας του ’60 που νεαρές θαυμάστριες, αργότερα επινοήθηκε κι ο όρος γκρούπυ, ούρλιαζαν, λιποθυμούσαν, έκλαιγαν με λυγμούς. Στα μάτια ενός νορμάλ ανθρώπου, αυτό είναι παραφροσύνη.
|
Read more...
|
|
Μπορεί να ακούγεται κάπως αυθαίρετο ή βαπτισμένο σε μια υπερβολικά λυρική δόση, αλλά δεν παύει να είναι μια πραγματικότητα, αν υποστηριχθεί, ότι δεν υπάρχουν πολλά τετραγωνικά γης σε αυτόν τον τόπο, χωρίς να είνα ποτισμένα από ανθρώπινο αίμα και καθαρά από αντίστοιχα δράματα.
Η κλεψύδρα της ιστορίας αδειάζει και γεμίζει, εδώ, στην απόληξη της χερσονήσου του Αίμου κάποια 4.000 χρόνια, κι αν το συνδυάσουμε με το, παθιασμένο, συχνά μπερδεμένο, έμψυχο υλικό που έζησε και ζει σε τούτο το γεωγραφικό κομμάτι είναι εύκολα αποδείξιμη η πιο πάνω άποψη.
|
Read more...
|
Ετέθη η απορία, όλως προσφάτως με συγκεκριμένη αφορμή και ετέθη γραπτώς σε ανταλλαγή μηνυμάτων: «Δεν καταλαβαίνω γιατί ο κόσμος αντιδρά στην παγκοσμιοποίηση». Η απορούσα κάθε άλλο παρά άπορη είναι πνευματικώς, αλλά η αντίληψή της δεσμεύεται από την νεότητά της και ενίοτε εγκλωβίζεται στα ψηφιακά δίκτυα.
Δεν θέλω τούτη τη στιγμή, ίσως ούτε μπορώ να υπερασπιστώ τις θέσεις ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, πράγμα που θέλει αρκετή μελέτη και την αντίστοιχη επιμονή για να δομηθεί ένας ισχυρός αντίλογος. Υπάρχει όμως μια κατ’ αρχάς πρώτη αίσθηση, που μπορεί να πνίγεται στα ρηχά νερά του συναισθηματισμού. Ρηχά μεν, καθαρά δε.
Ακολούθως να γίνει ξεκάθαρο ότι η αντίθεση δεν προέρχεται από εθνικιστικές τάσεις. Δεν υπάρχει δηλαδή η εκτίμηση ότι η φάρα μας είναι καλύτερη και δεν γουστάρουμε να ανακατευτούμε με τους υποδέλοιπους παρακατιανούς. Δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Εξάλλου αν όντως το σπέρμα ήταν ισχυρότερο, δεν είχε λόγους να φοβάται. Ούτε και να κομπορρημονεί βεβαίως.
|
Read more...
|
Νέα δεκαετία και νέα χρονιά. Τώρα που έκλεισε αυτή η περίοδος, πως κρατάμε τα περασμένα;
Και τώρα που ανοίγεται μια άλλη, πώς να προσμένουμε τα μελλούμενα;
|
Read more...
|
Τελευταίος μήνας του χρόνου. Πρώτος χειμερινός, φέρνει από το ’44, εδώ στον τόπο μας ένα τραύμα βαθύ, που επηρέασε όσο τίποτα το μέλλον. Γεγονός μοιραίο ότι συντηρήθηκε, ότι κρατήθηκε ανοικτό. Κατόπιν τούτου, ήταν αναμενόμενο ότι, η πυρά του μίσους θα παρέμενε ζωντανή.
Δεκέμβριος του 2019, μήνας γιορτινός, για τους πιστούς του Χριστιανισμού τουλάχιστον, με μια ακόμα δεκαετία να ολοκληρώνεται. Μια ματιά στα τελειώματα των δεκαετιών του ’40, ‘50, ‘60, ’70, στους αντίστοιχους Δεκέμβρηδες, μας θυμίζουν, άλλες εποχές και αδιέξοδα, παρόμοιες ελπίδες και επιθυμίες.
|
Read more...
|
Τι εικόνες για τις τράπεζες, έχει στο μνημονικό του ένας 60άρης; Εικόνες από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, όπου έπρεπε κάθε χρονιά την 31η Οκτωβρίου, παγκόσμια ημέρα της αποταμιεύσεως, να γράψει, τα μύρια όσα για τον εργατικό μέρμηγκα, για τον τεμπέλη τζίτζικα και να εξυμνήσει το πήλινο γουρουνάκι, όπου έκανε τις πρώτες αποταμιευτικές απόπειρες. Ενδεχομένως και τις πρώτες ...παραβιάσεις.
Ήταν σαν προθάλαμος για την μελλοντική, αγαστή, σχέση με τα τραπεζικά ιδρύματα. Τότε που οι τράπεζες ήταν επιβλητικά και απρόσιτα κτίρια για τους περισσότερους των πολιτών. Διότι για να περάσεις το κατώφλι της, έπρεπε να σου περισσεύει κάτι ώστε να καταθέσεις, πράγμα δύσκολο για την πλειοψηφία των πολιτών τότε, ή να αιτηθείς κάποιο δάνειο, περίπτωση ακόμα δυσκολότερη.
Το 1958 ο Γιώργος Τζαβέλας αξιοποιεί το ταλέντο του Τάκη Χόρν και μας δίνει, με το «Μια ζωή την έχουμε», ανάγλυφα, γλυκόπικρα, παραστατικά, τι σημαίνει τράπεζα. Αναδεικνύει τη σκληρή φιγούρα του τραπεζίτη, την ανεξέλεγκτη εξουσία που ασκεί στους φοβισμένους υφισταμένους του, αλλά και την δουλικότητα των εργαζομένων. Μας αφήνει και μιαν ιδέα για το πως υπηρετείται η θεότητα του κέρδους, μπροστά στην οποία, τίποτα δεν είναι ισχυρότερο.
|
Read more...
|
Η ταπεινότητά μου, πίστευε ότι, τράπεζαι και κράτος ήταν δυο διαφορετικές έννοιες, με διαφορετικές δραστηριότητες. Πίστευε, και πιστεύει δε, ότι εφόσον υπάρχουν και τα δυο, το κράτος οφείλει να ελέγχει τις τράπεζες.
Η τρέχουσα πραγματικότης όμως, με οδηγεί εις το συμπέρασμα, πως οι ρόλοι έχουν αλλάξει. Οι τράπεζες συμπεριφέρονται ως κράτος και δη ισχυρόν και το κράτος, λειτουργεί ως τράπεζα και δη χρεοκοπημένη. Μολοντούτο, υπάρχει ακόμα συνεργασία αγαστή.
Ας το ερευνήσουμε.
|
Read more...
|
Άνοιξη του ’76. Στα δεκαεννέα μισό. Τα τελευταία δυο χρόνια ημικαπνιστής, κρυφίως, εννοείται, των γονέων. Κάτι Καρελάκια στο πακέτο των δέκα, κάτι Άσσος στο ίδιο επίπεδο. Στα βαριά σεκλέτια, Τσιγκάνες στα μπλε καθώς και Gauloises, άφιλτρα δε, για ακόμα περισσότερη μαγκιά. Αλλά υπήρχε και η αγωνία της εξερεύνησης. Πολ μολ, Τζεί Πι Ες, Ρότιμανς, Ντανίλ, Astor, αλλά να και κάτι Οld Νavy ή καραβάκι, κάτι 5άρια και Sante δια να τιμηθεί και η γαλανόλεκος. Τουτέστιν, Ότι να ‘ναι. Το ταξίδι στον καπνό είχε πολλές στάσεις.
Aυτό που σε εμπόδιζε τότε, από το να μην φουμάρεις, ήταν να μην το μάθουνε τα γονικά. Οι εικόνες με τους καρκίνους στα πακέτα δεν υπήρχαν ούτε στις πιο νοσηρές φαντασίες, ενώ οι συμφορές που μπορούσε να φέρει το κάπνισμα ήταν μόνο για τους άλλους. Ποτέ για μας, βέβαια, και απόμακρες όσο και μια βόλτα στη σελήνη.
|
Read more...
|
Λες καμιά φορά διάφορα πράγματα. Υπόσχεσαι και κάποια άλλα. Όχι σε άλλους. Στον εαυτό σου. Έτσι, σαν μια υποχρέωση στο παρελθόν. Έρχεται όμως ο χρόνος και αναιρεί τις κουβέντες και κρατά τις υποσχέσεις, πρακτικά, ανεφάρμοστες. Αυτό δεν σημαίνει, ότι μέσα στην μνήμη σου χάνονται ή σβήνουν εκείνα τα οποία είχες υποσχεθεί. Και πρωτίστως όσα τα δημιούργησαν.
Σημαίνει ότι μόνο το τελετουργικό έχει χάσει τη σειρά του. Έχει δώσει τη θέση του σε μια πιο ουσιαστική τοποθέτηση και κάνει το παρελθόν, το οποίο σε κάθε περίπτωση σε δεσμεύει, πολύ πιο παρεμβατικό, από όσο νομίζεις μέσα στην καθημερινότητα σου.
|
Read more...
|
Τριάντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την απρόσμενα εύκολη, και αναίμακτη πτώση του τείχους, που διχοτομούσε το Βερολίνο. Αν υποτεθεί ότι ο Ελληνικός εμφύλιος, ήταν η πρώτη ένοπλη αναμέτρηση της εποχής του ψυχρού πολέμου, χωρίς όμως την άμεση εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων, το Βερολίνο, υπήρξε το πρώτο πεδίο απ’ ευθείας αντιπαλότητας.
Οι Σοβιετικοί για έντεκα μήνες από τον Ιούνιο του ’48 απέκλεισαν τις προσβάσεις στον τομέα της πόλης που έλεγχαν οι Δυτικές δυνάμεις, και η τροφοδοσία της πόλης γινόταν με συχνές, πυκνές αεροδιακομιδές. Στήθηκε μια μόνιμη αερογέφυρα κι η πόλη είχε ότι χρειαζόταν. Τον Αύγουστο του ’61, προκειμένου να αντιμετωπισθεί το μαζικό κύμα φυγής Ανατολικογερμανών, άρχισε η κατασκευή του τείχους, μετατρέποντας το Βερολίνο σε μια διχοτομημένη πόλη. Ένας τεράστιος μηχανισμός ελέγχου στήθηκε, από τον τομέα των ανατολικών, προκειμένου να φυλάσσεται με αυστηρότητα.
|
Read more...
|
|
|