…για την μετάβαση στο θέαμα - (Τρίτη 14 Ιουνίου 2022) |
Τα πρώτα βήματα στον κόσμο του αλλοδαπού motorsport τα έκανα διαβάζοντας ή έστω ξεφυλλίζοντας ξενόγλωσσες εκδόσεις πετρελαϊκών εταιρειών. Εύπεπτα βιβλία, ότι έπρεπε τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ’60 για τον προθάλαμο του σπορ. Αργότερα κατέφθασε σπίτι και μια δίτομη μνημειώδης έκδοση. The Grand Prix Car, του Laurence Henry Pomeroy. Ο συγγράψας δεν ήταν συγγραφέας. Μηχανολόγος ήταν που εκπαιδεύτηκε ως μηχανικός ατμομηχανών, αλλά ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την εισαγωγή ελαφρών κραμάτων στους κινητήρες αυτοκινήτων. Το 1914 ήταν τεχνικός διευθυντής στην Vauxhall, αργότερα βρέθηκε στην Αμερική εργαζόμενος για για την Aluminium Company of America, ακολούθως ανέλαβε διευθυντική θέση στην Daimler και το 1938, εντάχθηκε στην εταιρεία De Havilland Aircraft ως γενικός διευθυντής του τμήματος κινητήρων.
Τρία χρόνια αργότερα στις 27 Μαΐου του 1941, την μέρα που ο στρατηγός Archibald Wavell τηλεγραφούσε στον Βρετανό πρωθυπουργό ότι η Κρήτη «δεν μπορούσε πλέον να υποστηριχτεί», ο Laurence Pomeroy αποχαιρετούσε τα εγκόσμια συνεπεία καρδιακής προβολής. Ήταν 58 χρονών. Περιέργως το 1966, στην ίδια ηλικία, από την ίδια αιτία αποδήμησε και ο γιος του, ο Laurence Evelyn Wood Pomeroy, που εργάστηκε ως τεχνικός συντάκτης στο φημισμένο εβδομαδιαίο περιοδικό «The Motor» από το 1936 έως το 1958. Για να μην κρυβόμαστε, μισός αιώνας και κάτι παραπάνω δεν έφτασαν για να διαβάσω το πόνημα του L.P. Το ξεφύλλισα πολλάκις, χάζεψα τα σχέδια, κάτι επιμέρους τμήματα τα πρόσεξα, αλλά στο σύνολό του παρέμεινε σαν τη ζούγκλα του Αμαζονίου. Ανεξερεύνητο. Μια πρόχειρη αν όχι επιπόλαια δικαιολογία, για αυτό, είναι ότι αναφέρεται στα πρώτα 40 χρόνια του 20ού αιώνα, που παλιότερα δεν μου ασκούσαν ιδιαίτερη έλξη. Ειρήσθω εν παρόδω, με μια ματιά στο διαδίκτυο δεν βρήκα το πόνημα του λιγότερο από 300 δολάρια. Μεταχειρισμένο ασφαλώς. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 την επαφή με το αλλοδαπό motorsport ανέλαβαν τα εγχώρια περιοδικά και λίγα χρόνια αργότερα τα αγγλόφωνα. Από κοντά και οι πρώτες μαυρόασπρες, ζωντανές, τηλεοπτικές αναμεταδόσεις, τότε που το τηλεοπτικό πεδίο ήταν κρατική αποκλειστικότητα με όλα τα θετικά και τα αρνητικά που κόμιζε εκείνη η ευθύνη. Τότε που ο σχωρεμένος Κώστας Σισμάνης, από την Υ.Ε.Ν.Ε.Ρ.Τ. όπως ειρωνικά διατυπωνόταν μεταπολιτευτικά, έκανε λόγο για το 1 - 2 των αδελφών Parmalat. Δεν το ήξερε ο άνθρωπος το αντικείμενο και κάτι έπρεπε να πει καθώς το υλικό φορτώθηκε στα αθλητικά. Από κοντά και ο ειδικός εκδότης που στις ζωντανές μεταδόσεις αποκαλούσε τον Lauda, αλεπού. Όχι και τόσο άστοχο, αν και αγνοούσε επιδεικτικά, δυστυχώς, το foxy lady. Τέλος πάντων, αυτό ήταν το πλαίσιο για όσους από τη γενιά μου ενδιαφέρονταν για τους αγώνες του εξωτερικού. Και όταν λέμε αγώνες εξωτερικού ήταν κυρίως F1, και τα ράλυ λόγω της πετριάς του Δ.Ρ.Α., αλλά και του Monte που ξεκινούσε από το Παναθηναϊκό στάδιο, μαύρα παγωμένα μεσάνυχτα Γενάρη. Να βάλουμε και κάτι από πρωτότυπα, λίγο Ε.Π.Α.Τ., ενώ για τους φανατικότερους η συνταγή ενείχε και ολίγον από Can Am. Όλα τούτα, τα μαθαίναμε κανά 15ήμερο ή και μήνα αργότερα πλαισιωμένα από μαυρόασπρες εικόνες, όταν οι καλοί και νόστιμοι γραφιάδες, όρα τα δυο Πι (Παγώνης Γιάννης – Πιρπιρής Τάκης) έπλεκαν με λέξεις τα όμορφα σενάρια. Δεν μπορώ να προσδιορίσω πότε το πράγμα άρχισε να γίνεται επίπονα κομπλικέ, διότι έγινε γλυκά και προοδευτικά. Ταυτόχρονα δε, γινόταν και άλλη μια μετάβαση. Το σπορ μεταβαλλόταν σε θέαμα. Όσο πιο πολλά χρήματα έπεφταν, τόσο πιο πολύ απομακρυνόταν από τις βασικές αρχές του. Το 1985, π.χ., ακόμα κρατούσε. Τότε που ο Keke φυσώντας την τελευταία τζούρα από κάποιον μπλέντ καπνό, εκτόξευσε τη γόπα με δείκτη και αντίχειρα, αναφώνησε «Let’s do it» δέθηκε στην FW10, αμολήθηκε στις δοκιμές κατάταξης του Silverstone, έβγαλε 259 χλμ/ώρα μουαγιέν και άφησε όλους τους υπόλοιπους από 0.7 έως 5 δεύτερα πίσω του. Για τα τσιγάρα, τα ποτά, τις συνήθειες και τον Αλσατό κύνα του James «the shunt» Hunt, που τον επέβαλε στα πιο σικ εστιατόρια του Λονδίνου, ούτε κουβέντα. Άλλες εποχές, παραδεισένιες. Σήμερα οι οδηγοί ανήκουν αλλού. Η ζωή τους πρέπει να είναι διάφανη, όσα λένε και κάνουν είναι παντού ορατά, ακουστά και πολιτικώς ορθά. Παράλληλα, όροι όπως undercut, graining, blistering, drag reduction system, flat spot και άλλα όπως το όλως προσφάτως porpoising, είναι αντικείμενο πολυμελών επιστημονικών ομάδων που αναλύουν στοιχεία, δημιουργούν σενάρια και εργάζονται πίσω από πολλά μόνιτορ. Ο Ronnie Peterson, και η σειρά του, τα αγνοούσε όλα τούτα όταν δίπλωνε την Lotus έχοντας στην πλάτη του εκείνους τους αρχαϊκούς τρίλιτρους DFV V8. Μα και αργότερα, ούτε ο Ayrton είχε ανάγκη τις τηλεμετρίες. Έβγαινε από την McLaren και έλεγε στους έκπληκτους Γιαπωνέζους, ότι ακριβώς είχαν καταγράψει τα μηχανήματα. Μιλώντας για τον Βραζιλιάνο να πούμε ότι ακόμα και εκείνος ο Ιωάννης Μάριος Βαλέστριος, επιτομή του ξινού, Γαλάτη εθνικιστή που παρά λίγο να του κόψει το σπορ, σήμερα μας φαίνεται συμπαθής και σαν πλούσια σεράνο γλυκός, συγκρινόμενος με τον εκ των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων διάδοχό του. Ο οποίος, διάδοχος, αφού εφόρμησε κατά των κοσμημάτων των πιλότων, έκανε και το πρώτο βήμα να επιβάλει λογοκρισία στις κοινωνικές απόψεις τους. Επικίνδυνες τακτικές. Δεν νομίζω ότι θα έκανε κάτι παρόμοιο ο μικρός το δέμας πρώην συνοδηγός, πρώην επικεφαλής στην Talbot sport, τέως κουμανταδόρος στη Scuderia, Γαλάτης προκάτοχός του. Η Ευρωπαϊκή καταγωγή και παιδεία σε χρεώνει πολλά, αλλά σε γλυτώνει από άλλα τόσα. Δεν είναι μόνο που, από κάποια μέρη του πλανήτη απουσιάζουν ο Διαφωτισμός, η Αναγέννηση. Είναι που όσοι μεγάλωσαν εκεί δεν γνώρισαν Μάηδες, δεν τους δόθηκε το ελάχιστο δικαίωμα αμφισβήτησης, ενώ έξαφνα οι ελίτ τους πνίγηκαν στο χρήμα και το θέμα εκτροχιάστηκε. Να μην λησμονούμε, ασφαλώς, τον ανάμεσά τους πρόεδρο, τον γιο του Oswald Mosley, που γλυκοκοίταξε την πολιτική παρακαταθήκη του πατρός, καθώς τις εργάτριες του έρωτος τας οποίας μίσθωνε τις προτιμούσε με στολές ναζί. Και με πηλήκια παρακαλώ, τουτέστιν και γαμώ τα φετίχ. Μόνο που αυτά μας τα είχε διηγηθεί από το 1974 η Liliana Kavani με τον ύψιστο Dirk Bogarde και την επικίνδυνα γοητευτική Charlotte Rampling, στο ανατρεπτικό «Τhe Νightporter». Ακόμα και τις εποχές του δαιμόνιου Bernie θα νοσταλγήσουμε σε λίγο, με τέτοια υπερέκθεση του σπορ, προς άγραν τηλεοπτικής και όχι μόνον πελατείας. Με τόσο μεγάλο πλήθος αγώνων, και κάτι απονομές επιπέδου Miami αποθέωση του μεγαλόπρεπα παχυλού Αμερικάνικου Κιτς. Συμπέρασμα: Το σπορ υποχωρεί το θέαμα επιβάλλεται και το προϊόν τείνει να μεταβληθεί σε τηλεοπτικό σόου με δόσεις ριάλιτυ, καθώς έτσι συγκεντρώνει μεγαλύτερο κοινό. Από την μια η Αμερικάνικη επιχειρηματικότητα, από την άλλη όλη η απληστία των νιουμόνεϋζ, το στραγγαλίζουν. Εννοείται ότι δεν το περιφρονούμε, ότι το καλοβλέπουμε με όλη την περιέργεια του ηδονοβλεψία, περίπου όπως το είχε τραγουδήσει και ο Τζιμάκος: «μ’ αρέσει στα κρυφά κι ο Μητροπάνος», μα όταν τα πράματα σοβαρεύουν, το παρελθόν παραμένει το καλύτερο καταφύγιο, καθώς το μέλλον φαντάζει λαμπερά ζοφερό. Κάνοντας λόγο για σοβαρότητα, θα ήταν καλή ιδέα να ρίξω μια ματιά ακόμα στο πόνημα του L. Pomeroy, . |