Ο βασιλεύων Αλέξανδρος (1893-1920) - Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014 Print

Γεμάτο πληροφορίες κείμενο από τον Ηλία Καφάογλου, o οποίος τούτη τη φορά, ασχολείται με τον βασιλεύοντα Αλέξανδρο και την σχεδόν φανατική του προσήλωση στον αναδυόμενοο αυτοκίνητο κόσμο, των αρχών του εικοστού αιώνα.

«Κανείς δεν ριψοκινδυνεύει περισσότερο από τον Αλέξανδρο», γράφει για αυτόν ο βιογράφος του, Χρήστος  Ζαλοκώστας. «Η δίψα της ταχύτητας τον κυρίευε μόλις έπιανε τιμόνι στα χέρια. Ήθελε να πηγαίνη από το βράδυ ως τo πρωί ολοένα πιο μακριά και πιο γρήγορα, έξαλλος, ως να εξαντληθή. Κάθε μέρα προσπαθούσε να πετύχη νέα ρεκόρ. Πήγε στο Τατόι σε 24 λεπτά, πήρε τις στροφές του Φαληρικού Δέλτα με 80 χλμ. [70 περισσότερα από το όριο…],  έτρεξε με 120 χιλιόμετρα στο Ποδηλατοδρόμιο με κίνδυνο να σκοτωθή, γιατί ο στίβος ήταν χαλασμένος», τότε στα μέσα της δεκαετίας του 1910.

O βασιλεύων, ατίθασος και ριψοκίνδυνος, τοποτηρητής του θρόνου από τις 11 Ιουνίου 1917,   Αλέξανδρος αγαπούσε να μαστορεύει ο ίδιος το αυτοκίνητο και τη μοτοσυκλέτα του – δεν έχανε την ευκαιρία να το κάνει, είχε, μάλιστα, φέρει τα κατάλληλα εργαλεία από το εξωτερικό. Οι πρώτοι οδηγοί, οι σωφέρ, αδιάφορο αν ήταν ιδιοκτήτες των οχημάτων ή όχι, ήταν και μηχανικοί.

«Κάθε φορά που είχε στενοχώριες, κάθε φορά που απογοητευόταν από την πολιτική», γράφει ο επιστήθιος φίλος του Αλέξανδρου και βιογράφος του, «καβαλούσε την μοτοσυκλέτα του, έβαζε στο πίσω κάθισμα την Ασπασία Μάνου, κι έκανε τρεις φορές τον γύρο του Τατογιού όσο ν’ αποστάση. Συχνά πέφταν από την μοτοσυκλέτα, πότε πότε αιμάτωναν, αλλ’ αυτό ίσα ίσα τους διασκέδαζε» -διασκέδαζε τον Αλέξανδρο η ταχύτητα, πρωτοπόρο μοτοσυκλετιστή στη χώρα μας, σε μια εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του 1910, όταν οι μοτοσυκλετιστές  συναριθμούνταν σε λιγότερους από δέκα, αλλά και η ενασχόληση με τις μηχανές.

«Τον ενθουσίαζαν οι τραχείς χτύποι της βαριάς πάνω στο αμόνι και το ροκάνισμα των μετάλλων στην ατσαλόπλανη», θυμάται πάλι ο βιομήχανος Χρήστος  Ζαλοκώστας, στο σπίτι του οποίου στην Κηφισιά, εξάλλου,  ο Αλέξανδρος συναντούσε την Ασπασία Μάνου. «Είχε τη σιγουράδα στις κινήσεις που δείχνουν οι προκομμένοι χειροτεχνίτες, εκείνοι που φέρνουν σε πέρας τις δυσκολότερες εργασίες παίζοντας», θαυμάζει ο φίλος του βασιλεύοντος, ύστερα από την αναχώρηση του Κωνσταντίνου από την Ελλάδα, μετά από απαίτηση της Αντάντ την 1η Ιουνίου 1917.

«Αλέξανδρος, βασιλόπαις της Ελλάδος, βασίλεψε αντί πατρός αυτού», διαβάζουμε στην επιτύμβια πλάκα στο Βασιλικό Κοιμητήριο στο Τατόι, «τα αυτοκίνητα τα έλυνε και τα έδενε μόνος του», και τα μοναδικά βιβλία που διάβαζε ήταν πρακτικής μηχανικής, αγνοούσε τις Καλές Τέχνες, «ούτε καν αστυνομικά μυθιστορήματα δεν διάβαζε, όμως [… ] ήταν ευτυχής, όταν μάθαινε πώς ο Φορντ πέτυχε να κατασκευάση γυαλί που δεν σπάει ή ο Τύσσεν νέο χάλυβα για τις σούστες, πώς ο Μπος τελειοποίησε τα πηνία του ή ο Μισλέν τα λινά των ελαστικών».

Επισκεύαζε ο Αλέξανδρος αντλίες στο εργοστάσιο του Ζαλοκώστα, τον «Κεραμεικό», ίσως μεταβαίνοντας εκεί επί τροχών της αγαπημένης του δωδεκακύλινδρης Πακάρ, το εργοστάσιο, εξάλλου, της οποίας δεν παρέλειψε να επισκεφθεί και να χωθεί κάτω από ένα αυτοκίνητο, για να παρατηρήσει το κιβώτιο ταχυτήτων, και με την οποία συνήθιζε να κάνει κόντρες με τον Μαρή Εμπειρίκο -ο τελευταίος με Κάντιλακ. Μάλιστα, είχε διαρρήξει νύχτα το γκαράζ του Εμπειρίκου για να «σαμποτάρει» το αυτοκίνητο του εφοπλιστή, γεμίζοντας με τρεις οκάδες πατάτες την εξάτμιση και ρίχνοντας μια οκά ζάχαρη στο ρεζερβουάρ, πριν από μια κόντρα που είχαν οι δύο συμφωνήσει να κάνουν μέχρι την Τρίπολη.

Ο Αλέξανδρος στο τιμόνι του αυτοκινήτου του, μιας δωδεκακύλινδρης Πακάρ, με το αγαπημένο του λυκόσκυλο, τον αχώριστο Φριτς.

Ο ζωηρός δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου Α’ –ο οποίος από τα τέλη του 1900 διέθετε το δικό του αυτοκίνητο, ένα επταθέσιο Ντάρκοπ, το οποίο ανετράπη στο Τατόι και κατεστράφη, και διέσχιζε τα χωριά με την… ιλιγγιώδη ταχύτητα των 50 χλμ. ανά ώρα- και της Σοφίας αλλάζει ο ίδιος λάστιχο –«βγάζει γρήγορα από τη θήκη των εργαλείων μια μπλούζα μηχανικού, σκεπάζει με αυτήν το σμόκιν του και τρυπώνει κάτω από το αυτοκίνητο να τοποθετήσει τον κρίκο», επισκευάζει φίλτρα και καρμπυρατέρ, ανυπομονεί να δοκιμάσει καινούργια αυτοκίνητα -μια Μερτσέντες, λόγου χάριν-, οι σωφέρ του τον λατρεύουν μέχρι αυτοκτονίας, αυτόν τον «Ντελή-φυσέκη», τον «Καβαλάρη-σφαίρα» -αφού πήγαινε σαν… φυσέκι-, ο οποίος το 1920 παρασημοφόρησε τον Πωλ Πανάρ και τον Ρομπέρ Ποστ, «διευθυντή του εν λόγω οίκου», στο πλαίσιο επίσκεψής του.

Ο γεννημένος την 1η Αυγούστου 1893 Αλέξανδρος κληρονόμησε τη λατρεία για την αυτοκίνηση και την ταχύτητα από τα άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, η βασιλική οικογένεια διέθετε τουλάχιστον δύο αυτοκίνητα, που απασχολούσαν και «θερμαστή», ώστε να πηγαίνουν βόλτα στο  Φάληρο, να πηγαίνουν για τένις ή να κατεβαίνουν χωρίς περιττές καθυστερήσεις στην Αθήνα.

«Η Α.Μ. ο Βασιλεύς έχει αναμφισβητήτως το άριστον των αυτοκινήτων. Επίσης, και λαμπρόν σωφέρ Γερμανόν», διαβάζουμε σε εφημερίδα της εποχής. «Διανύει το διάστημα Τατόι διά Κηφισσίας και Αμαρουσίου μέχρις Ανακτόρων εις 38 λεπτά. Αλλά ο επικίνδυνος αντίπαλός του είναι ο πρίγκηψ Ανδρέας, διατρέχων το διάστημα εις 36 λεπτά. Επίσης μανίαν εις την ανάπτυξιν ταχύτητος έχει η Α.Μ. ο πρίγκηψ Πέτρος».

Το 1903 έκανε την εμφάνισή του στην Αθήνα και λίγο αργότερα στο Τατόι το αυτοκίνητο, ένα Γουέσλεϊ, του βασιλόπαιδος Ανδρέα, μανιώδους οδηγού, δώρο του Τσάρου, ενώ, δύο χρόνια αργότερα, τα δικά τους αυτοκίνητα απέκτησαν ο βασιλεύς Γεώργιος και ο βασιλόπαις Νικόλαος.

Δέκα χρόνια αργότερα, ο Γεώργιος παρήγγειλε μια Ντελωνέ Μπελβίλ, όπως και ο πρίγκηψ Ηλίας, ενώ προηγουμένως, το 1906, ο Κωνσταντίνος είχε εισαγάγει ένα Τουρκώφ με κινητήρα μοτοσυκλέτας και προβολείς πετρελαίου, μία χρονιά πριν ο πρίγκιπας Ανδρέας παρασύρει, στις 4 Μαρτίου 1907, την Ευφροσύνη Βαμβακά στη Λεωφόρο Συγγρού και «διαπραχθεί το πρώτον εν Αθήναις ατύχημα».

Παρ’ όλα αυτά,  ήδη από τις αρχές  του 20ού αιώνα, «το αυτοκίνητον εδημοτικοποίησαν κυρίως οι πρίγκιπες, αφού σχεδόν όλοι είχον και από ένα αυτοκίνητον και λατρευόμενοι τότε από την μεγάλην ελληνικήν μάζαν, διασκέδασαν και τις προλήψεις και τους φόβους εναντίον του», όπως, εξάλλου, με έμφαση τόνιζε η Ακρόπολις στις 9 Μαρτίου 1934. \

Δεκατρία χρόνια πριν, στις 25 Οκτωβρίου 1920, ο Αλέξανδρος, ύστερα από το γνωστό δάγκωμα  της μαϊμούς, είχε αφήσει στο Τατόι την τελευταία του πνοή. Λίγο πριν ξεψυχήσει, ζήτησε να δει τον πιστό οδηγό του Μήτσο Φουγάλα. «Μήτσο», τον ρώτησε:, «είν’ έτοιμο το αυτοκίνητο;». «Πάντα έτοιμο είναι, Μεγαλειότατε», απάντησε ο οδηγός. «Έχει καλά φώτα;» ρώτησε ο ετοιμοθάνατος. «Καλά φώτα έχει, Μεγαλειότατε.» «Πήγαινε να το ετοιμάσεις, Μήτσο, θα πάμε μακρινό ταξίδι.»

Και λίγο αργότερα, τρία τέταρτα πριν πεθάνει, ο βασιλεύων με την Ασπασία Μάνου στο πλευρό του,   ζήτησε από τον οδηγό του «να πάρει το τιμόνι».  «Κουράστηκα πια…» ήταν οι τελευταίες του λέξεις, προτού στις 4 και 12 λεπτά ο γιατρός Βλαδίμηρος Μπένσης, εκ των ιδρυτικών μελών της ΕΛΠΑ, βεβαιώσει την ώρα του θανάτου.
Όσο για τον πιστό του οδηγό, έσπευσε στο  σπίτι του και αυτοκτόνησε.