Για το καλοκαίρι (που φεύγει) - Κυριακή 30 Αυγούστου 2015 Print

Μερικές εικόνες και περισσότερες λέξεις, τώρα που o Αύγουστος, κλείνει τον κύκλο του. Τώρα που το καλοκαίρι ημερομηνιακά ολοκληρώνεται. Άλλο θέμα, αν εμείς θα επιχειρήσουμε να το τραβήξουμε όσο μπορούμε.


Στην ακατοίκητη, από δίποδα, βραχονησίδα, συζούν αρμονικά πτερόεντα και τετράποδα. Απολύτως αδιάφορος ο γλάρος στην επίμονη περιέργεια του τράγου, που την προηγούμενη μόλις χρονική στιγμή είχε ξεδιψάσει με θαλασσινό νερό.



Ας προσέξουμε μια εικόνα του Φάνη Τσάκαλου τη στιγμή που ένας τέττιξ  εγκαταλείπει την προνύμφη του.
Οι τζίτζικες λοιπόν, μετά την γέννησή τους στον κορμό κάποιου δένδρου πέφτουν στην γη κι εκεί μένουν εκεί, κρυμμένοι στα σπλάχνα της, αναμένοντας την ενηλικίωσή τους για 3 - 4 χρόνια.

Περιμένουν την στιγμή που θα βγουν στο φως και κ θα εγκαταλείψουν την προνύμφη, θα βγάλουν φτερά πετώντας μακριά για να αρχίσουν το τραγούδι και να ολοκληρώσουν με τον έρωτα τον συντομότατο, επίγειο, κύκλο της ζωής τους.
Κι όπως σημειώνει ο φωτογράφος, ούτε δυό λεπτά δεν κράτησε όλη η τελετουργία. Σε λίγο είχε γίνει σκουρόχρωμος, είχε βγάλει φτερά κι είχε εξαφανιστεί!

 


Ορεινή Κορινθία.
Στο βάθος τα φώτα των Τρικάλων και σε πρώτο πλάνο η πλατεία με το κοινοτικό ιατρείο, το μπαρμπέρικο, τον καφενέ. Γεμάτη ζωντάνια, κάθε ηλικίας. Ευτυχώς που υπάρχει και ο Αύγουστος για να ζωντανεύει η ορεινή Ελλάδα.

Κι ο μπαρμπέρης, ο Δημήτρης στα 77 του όρθιος, λειτουργικός, μου χάρισε ένα σπέσ(ι)αλ ξύρισμα λίγο πριν το μεσονύκτιο, στο μεσοδιάστημα του βραδινού από τις αντικρινές Μουριές.

Εκεί, ανάμεσα στις ζωγραφιές των εγγονιών του, τις φωτογραφίες του Παναθηναϊκoύ του Wembley ανάμεσα σε μπεγλέρια και λευκές πετσέτες για τον πελάτη, ημερολόγια παρελθόντων ετών ξεχασμένα, το ντεκόρ μιας καθαρότερης πατρίδας, και τέλος, μερικές κουβέντες γνωριμίας.

Μάρκασι. Στις πλαγιές της Ζήρειας. Πνιγμένο στις μηλιές. Λίγο δυτικότερα από την Βελίνα, εκεί που τερματίζει το απαιτητικό Κεφαλάρι για τους αμετανόητους ραλυτζίδες. Με μια εξαίρετη, χωμάτινη ορεινή  διαδρομή από το Κλημέντι και το παρακείμενο εκκλησάκι του Α. Κωνσταντίνου.  

 

 

 

 

Παραμονές της Παναγίας.
Κάλεσα φίλο στο κινητό του, μήπως κάναμε κάτι. Δεν απάντησε. Μετά από λίγο κατέφθασε μήνυμα: «Είμαι σε κηδεία.»

Μάριος, ήταν, το όνομα του.
Χρονών 34, σύζυγος, πατέρας δυο μικρών παιδιών και η απώλειά του έκανε τους συναδέλφους του, ένστολα παλικάρια, να κλαίνε σαν δωδεκάχρονα κορίτσια.

Ορφανός μεγάλωσε, δούλεψε, μόχθησε με χαμόγελο, με πίστη. Στάθηκε όρθιος με αξιοπρέπεια έκανε οικογένεια και τώρα,
τον συνάντησε η λευχαιμία, για να τον σβήσει από τα μητρώα των ζωντανών με το χειρότερο τρόπο.

Λίγες ώρες αργότερα κοίταζα το φωτισμένο εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων. Μεγάλη τους η χάρη αλλά, τίποτα δεν έκαναν.
Τίποτα...  

 

 

 

 

 

 

 

 

Στο σύνολο του τέσσερις. Τέσσερις διασκορπισμένοι σωροί από τα σπασμένα πλευρικά κρύσταλλα  αυτοκινήτων στον παλιό δρόμο, στο ελάχιστα αλλαγμένο, εδώ και 60 χρόνια  τμήμα της Κακιάς Σκάλας. Χαραγμένο πάνω στο βράχο των Γερανιών, που ενίοτε γλύφει το Σαρωνικό.
Απρόσεκτοι που αφήνουν εμφανώς φορτωμένα τα οχήματα τους και θρασείς φτωχοδιάβολοι που δεν έχουν σε τίποτα μια στιγμιαία καταδρομική επιχείρηση.
Και στο τέλος αυτοί οι γαλάζιοι σωροί με φόντο το βαθύτερο γαλάζιο της Θάλασσας.



Ανήμερα της Παναγίας. Απόγευμα. Στο δυτικό άκρο της Ύδρας. Ανάμεσα σε Κιβωτό και Ερημονήσι. Μόνος πάνω στο καίκι. Άλλος κάνει συρτή, άλλοι έχουν πάει απέναντι στο μώλο, άλλος κολυμπάει.
Έρχεται αργά το φουσκωτό του Λιμενικού. Πλήρωμα, τρεις κοπέλες νέα και όμορφα κορίτσια στα πενήντα κιλά η κάθε μία. Άοπλες.
Καλησπέρες κλπ.
άδεια να ανέβουν πάνω,
παρακαλώ περάστε, 
τα χαρτιά σας να δούμε παρακαλώ κλπ.
Οσονούπω καταφθάνει κολυπώντας και ο ιδιοκτήτης του καικιού οπότε αναλαμβάνει τα περαιτέρω και ανάμεσα στα άλλα να απαντήσει ευγενικά, στην ερώτηση αν είναι παραδοσιακό το καίκι. Ερώτημα που μάλλον δεν θα έθετε ούτε ένας ανθρακωρύχος από το Μάντσεστερ.
Τέλος πάντων, τα χαρτιά ήταν καθόλα εντάξει όποτε πίπτει και το τελευταίο ερώτημα:
«Έχετε κάποιο ξένο;»
Δόθηκαν οι δέουσες απαντήσεις και το φουσκωτό του Λιμενικού, σαλπάρισε ήσυχα.
Την επόμενη, η παρέα συνέδεσε τον έλεγχο και το ερώτημα με το φονικό που έγινε στην Ύδρα από τους Γεωργιανούς.

Αναρωτιέμαι τι υπηρεσιακός σχεδιασμός είναι αυτός; Που αφήνει τρία κορίτσια, άοπλα, ή έστω χωρίς άμεση πρόσβαση σε οπλισμό, μόνα, χωρίς την συνοδεία, ενός έστω αρσενικού συναδέλφου τους στην θαλάσσια έρευνα και ειδικά την επομένη ανθρωποκτονίας.

Ξεπέρασα το ερώτημα, λίγο αργότερα, αντικρίζοντας την ώρα της δύσης, τούτη την  εικόνα.



Καλοκαίρι και μια νέα γενιά έρχεται. Συχνά ομορφότερη, συχνότερα αποπροσανατολισμένη, κάποτε στοχαστική, ενίοτε και ακατανόητη για τις προηγούμενες γενιές. Όπως πάντα δηλαδή. Μέχρι να αρχίσει να αρχίσει ο χρόνος να τη διαβρώνει κι' αυτή. Ευτυχώς που δεν μπορεί να το καταλάβει. Όπως οι επόμενες, κι οι μεθεπόμενες και ούτω καθεξής...



Μόλις που πρόλαβα την τελευταία ανταύγεια της δύσης, όταν έφθασα στην παραλία. Τέλειωνε η μέρα, τέλειωνε κι΄ο Αύγουστος. Κι όταν βγήκα από το νερό είχε τελείως σκοτεινιάσει. Το φεγγάρι στα μισά του άπλωνε τα ασήμια του, στην ήρεμη θαλασσινή επιφάνεια. Κοίταξα απέναντι. Αυτό που έχω σαν την πιο παλιά γεωγραφική αναφορά στη ζωή μου, αυτόν το βραχίονα Πελοποννησιακής γης. Κατασκότεινο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '90. Από τότε, καθώς τα χρόνια κυλούσαν, κάθε καλοκαίρι τα φώτα, σημάδια δόμησης, ολοένα και πύκνωναν.

Φέτος για πρώτη φορά παρατήρησα, ένεκα η διαύγεια της συγκεκριμένης νύκτας, βαθιά στο μυχό του κόλπου ένα πλήθος από κόκκινα φώτα που αναβόσβηναν. Όπως πάνω στην κοιμωμένη του Πόρου, όπως στα κατηφόρια προς την διασταύρωση του Κάστρου, όπως πίσω από την Αγία Άννα στον Ελικώνα και σε τόσα άλλα σημεία όπου περιστρέφονται οι πελώριες προπέλες των ανεμογεννητριών.  Με λίγες λέξεις: Το πικρό χάδι της ανάπτυξης.  
Τέλειωσε η μέρα,
τέλειωσε και ο Αύγουστος.
Τελειώνει και το καλοκαίρι.
Μα όπως το έχει διατυπώσει και ο Τσέχωφ, ο κόσμος όταν είναι ευτυχής, δεν παρατηρεί αν είναι καλοκαίρι ή χειμώνας.
Συνεπώς δεν είναι (μόνο) το καλοκαίρι που θα μας λήψει...