Ιταλικές ιστορίες ΙΙ - (Δευτέρα 29 Μαίου 2017) Print

Σαν μνημείο. Σαν ένα ζωντανό, λειτουργικό μνημείο. Αυτή θα ήταν η απάντηση στο ερώτημα: Πως  σου φάνηκε το ιστορικό κέντρο του Τορίνο; Αγκυροβολημένος εκεί για 30 ώρες χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς πρόγραμμα, έκαμα μια απόπειρα να καταλάβω κάτι από αυτό. Και κάτι από όσους ζουν κι εργάζονται εκεί.



Πόλη βαριά, επιβλητική, δημιουργημένη με όλη την έπαρση του να παίξει επάξια το ρόλο της βασιλικής πρωτεύουσας, έστω και για πέντε μόνον χρόνια, μέχρι το 1865. Μετά, πρωτεύουσα χρίστηκε η Φλωρεντία αλλά από το 1870 η Ρώμη, δικαιολόγησε πλήρως τον τίτλο της αιωνίας πόλης.

Ύστερα από ένα γενναίο πρωινό, πήρα τους δρόμους και 12 παρά πέντε μπήκα σε ένα κουρείο. Ελάχιστα Ιταλικά, ολίγη παντομίμα και τελικώς συνεννοηθήκαμε. Θα στοίχιζε 20 ευρώ αλλά όχι εκείνη τη στιγμή. Μετά τις μέτζο ντούε, τις 14.30, διότι κλείνει και o κουρεύς θα πάει για φαγητό.

Την επόμενη μια ώρα περπάτησα κατά μήκος της Academica Albertina, η οποία μετά την διασταύρωσή της με την Corso Vittorio Emanuele II, ονομάζεται Madama Cristina. Λαϊκή αγορά, διακριτικές αφίσες πολιτικού αγώνα με ξεχωτιστούς παραλληλισμούς, πάρα πολλά φαγάδικα, παγωτατζίδικα, μικρά καταστήματα λιανικής που ακόμα έγραφαν τις τιμές χειρόγραφα σε ταμπελάκια φλούο, μεσιτικά γραφεία με τιμές διαμερισμάτων υπερβολικές για τα Ελληνικά δεδομένα και μια παρά πέντε μπαίνω σε ένα ακόμα κουρείο.

Κατά τι οικονομικότερος αλλά στην μια έκλεινε και στις μέτζο ντουε θα ήταν πίσω. Μαντζάρε και αυτός, βέβαια. Πολύ μου άρεσε αυτό το ωράριο. Θύμισε τις δικές μας συνήθειες μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ισορροπημένο, ανθρώπινο και χρήσιμο. Υγιεινό δε, για λόγους πολλαπλούς. Μετά πλακώσανε οι αποσύρσεις, τα συνεχή ωράρια, ο εξευρωπαϊσμός και τα ρέστα, κι' αντίο τα οικογενειακά μεσημέρια

Ζέστη που σε ανάγκαζε να διαλέγεις τις σκιασμένες πλευρές των δρόμων και αφού προηγήθηκε ένα μπανάκι στο χοτέλι, στις τρεις στον πρώτο κουρέα, καθώς ήταν πολύ πιο κοντά. Άλλη παντομίμα με τον 60+ ετών μπαρμπέρη και εκεί που σχεδόν έχει τελειώσει μπαίνει μέσα πιτσιρικάς. Ο Γκιουζέπε. Έκανε το διδακτορικό του στην αεροναυπηγική και στη συγκεκριμένη περίπτωση, χρέη διερμηνέα.

«Πες του», λέω, «ότι στην πατρίδα μου με κουρεύουν σχεδόν με τα μισά χρήματα», και για να μην με περάσει για κανένα τσικιρικιτζή, συμπληρώνω χαμογελώντας, με μια δόση κολακείας,: «αλλά βέβαια ίσως να μην είναι καλλιτέχνες όπως αυτός»
«Ε! βέβαια και εδώ μπορεί να κουρευτείς με τα μισά, αλλά είναι Κινέζοι. Κινέζοι», επανέλαβε με μια αποστροφή ο κουρεύς.

Ρώτησα το όνομα του: Σάσα. «Ααα», του λέω, «υπάρχει και ένας συνονόματός σου δημοσιογράφος, συγγραφέας». Κι εκεί με αιφνιδίασε. «Όχι Σάσα, Σάσσα», με διορθώνει προφέροντας με άλλη προφορά, και συνεχίζει: «Ναι Σικελός, δεν ζεί πιά». Και ολοκλήρωσε λέγοντας: «Γκράντε φουμαδόρι». Χαιρέτισα, ευχαρίστησα, και στον Γκιουζέπε ευχήθηκα μια μέρα να γίνει το ίδιο σημαντικός με τον συνονόματο του Τορνατόρε.



Περπατώντας πάνω στους ήπιας κυκλοφορίας δρόμους, αλλά και σε φαρδείς πεζόδρομους, όπως η Via Roma, μέσα από εκείνες τις τεράστιες πλατείες σαν την San Carlo όπου τα πιο ακριβά Ιταλικά προϊόντα, περισσότερο φετίχ παρά χρήσιμα, διατίθενται σε φροντισμένες βιτρίνες. Ντόπιες κυρίες με αστραφτερή εμφάνιση, τουρίστες σε ένα  αδιάκοπο σελφοκυνήγι, νεαροί χαλαροί, αλλά ενίοτε και επαίτες συνθέτουν την ανθρωπογεωγραφία. Το σύγχρονο μωσαϊκό της πόλης.



Οι επόμενες ώρες θα περνούσαν στο Αιγυπτιακό μουσείο, και στο μουσείο Κινηματογράφου. 
Στο πρώτο, καλό θα είναι να πηγαίνουμε, εμείς οι Έλληνες, προκειμένου να μην θεωρούμε αποκλειστικότητα μας το θέμα του πολιτισμού. Χωρίς καμιά εθνικιστική έξαρση βέβαια, εκτιμώ ότι τα Ελληνικά, αρχαιολογικά, μουσεία είναι πιο ενδιαφέροντα. Όπως και να έχει το Museo Egizio είναι το μεγαλύτερο αιγυπτιακό μουσείο στον κόσμο σε αξία εκθεμάτων και το δεύτερο μεγαλύτερο αιγυπτιακό μουσείο σε αριθμό εκθεμάτων.



Κι αυτό δημιουργεί έναν εκνευρισμό, με την λογική ότι είναι παράλογο χιλιάδες αντικείμενα, που φτιάχτηκαν, υπήρξαν, έζησαν πριν τέσσερις, πέντε χιλιετίες πέριξ της κοιλάδας του Νείλου να κοσμούν μουσεία οπουδήποτε αλλού εκτός από την Αίγυπτο. Είναι το ίδιο παράπονο που μπορεί να εκφραστεί για την Νίκη της Σαμοθράκης την Αφροδίτη της Μήλου κλπ.

Άσε που υπάρχουν και εκθέματα από την Ρόδο, γιατί μην ξεχνάμε, μόλις τον Μάρτη του ΄47, εβδομήντα μόνον χρόνια νωρίτερα, ενσωματώθηκαν τα Δωδεκάνησα με την μητροπολιτική Ελλάδα. Τέλος πάντων  στους Ιταλούς μπορεί και να δοθεί ένα, προσωρινό, συγχωροχάρτι. Χάρισαν στην ανθρωπότητα μια Αναγέννηση και αρκετά παλιότερα τις βασικές αρχές του Δικαίου. Και στους Γάλλους. Κάτι η Γαλλική επανάσταση, κάτι η Παρισινή Κομμούνα, από κοντά και οι Monet, Degas, Pasteur, Bresson, Rodin, και ο κατάλογος είναι ατελείωτος, για να μην λησμονούμε βέβαια και τον Μάη.

Έτσι μπορεί, υποθέτω, να μας ενοχλούν κάπως λιγότερο τα Ελληνικά εκθέματα στο Λούβρο. Αλλά για τους Βρετανούς με την ζωοφόρο του Παρθενώνα να βρίσκεται από το 1804 στο Βρετανικό Μουσείο,  και για τους Γερμανούς με τον Βωμό του Ναού του Διός της Περγάμου στο Βερολίνο από 1886, δεν βρίσω εύκολα ελαφρυντικά. Άσε τις πίκρες που μας πρόσφεραν.



Το μουσείο του κινηματογράφου στεγάζεται στο Mole Antonelliana, ένα επιβλητικό κτίριο, που χτίστηκε για συναγωγή αλλά στην πορεία έπεσε εντελώς έξω ο προϋπολογισμός, συνέβαιναν και το 1889 αυτά, που ολοκληρώθηκε η κατασκευή του. Με ύψος 168 μέτρα διεκδικεί τον τίτλο του πιο ψηλού μουσείου του πλανήτη. Εντυπωσιακό στο εξωτερικό και στο εσωτερικό με έναν ανελκυστήρα που ανεβάζει τους επισκέπτες, στην εξωτερική βεράντα όπου αντικρίζουν την πρωτεύουσα του Πεδεμοντίου από ψηλά.

Ανάμεσα σε αφίσες, μονταζιέρες, μηχανές προβολής και λήψης, αντικείμενα και σκηνικά, δυο οθόνες προβάλουν κάτι συνέχεια. Αρκετά τυχερός έπεσα πάνω σε ντοκιμαντέρ με συρραφή από 15 περίπου ταινίες, όλες Ιταλικές παραγωγές, που είχαν αντικείμενο αποκλειστικά τον χορό. Εκπληκτική δουλειά, ατυχώς λησμόνησα τον δημιουργό της, με κορυφαίες στιγμές το χορό της Anita Ekberg στο Dolce Vita του F. Fellini αλλά και το ζευγάρι M. Brando M. Schneider στο τελευταίο τανγκό στο Παρίσι του Β. Bertolucci.


Αααχ το Μαράκι πόσο μας είχε στεναχωρήσει με την αποκάλυψη των τραυματικών της εμπειριών από εκείνη την ταινία. Αργότερα τα πράγματα πήγαν χειρότερα, παρατούσε τα γυρίσματα στην μέση, έμπλεξε  με ναρκωτικά, έκανε ακόμα και απόπειρα αυτοκτονίας. Δεν άντεχε την ιδέα που είχε σχηματίσει οι κόσμος για αυτήν από την ταινία του Bertolucci, ούτε την δημοσιότητα. Έκλεισε τον κύκλο της πολυτάραχης ζωής της στα 58 της χρόνια.Τουλάχιστον ο Ιταλός σκηνοθέτης δήλωσε τις ενοχές του. Όχι όμως και μετάνοια για ότι συνέβη στο πλατό.

Η δύση με παρέλαβε στην Piazza Vittorio Veneto. Αν και αχανής για κάποιον που οι παιδικές παραστάσεις του, φθάνουν μέχρι την πλατεία Συντάγματος,  είχε κάτι το γοητευτικό λουσμένη στα χρώματα της Δύσης. Εκατοντάδες τουρίστες ζούσαν το όνειρό τους δειπνώντας εκεί. Στα τραπεζάκια έξω, εκείνο το ζεστό απόγευμα.



Προτίμησα την μοναξιά της εσωτερικής αίθουσας μιας ταπεινής πιτσαρίας στην Via Po. Στα έξω τραπέζια κάποιοι άλλοι τουρίστες βολεύονταν με πιο οικονομικές τιμές από ότι τα εστιατόρια της πλατείας.
Χάζευα που και που τον τελικό του Europa League. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν χωνεύω τον Μουρίνιο.

Ως καλύτερη στιγμή του, κρατώ το κλάμα του με τον Ματεράτσι μετά τον τελικό του 2010. Αν είχε διαλέξει κι άλλον παίκτη να κλάψει στον ώμο του θα ήταν καλύτερα. Ο κλασσικός προβοκάτορας αμυντικός είχε στερήσει από τον καλλιτέχνη Ζιζού, διότι τέτοιος είναι ο Αλγερινός, αρτίστας και όχι ποδοσφαιριστής, μάγος κι όχι αθλητής, ένα Μουντιάλ. Οι αληθινοί εραστές του ποδοσφαίρου πρέπει να βρουν πολύ χριστιανοσύνη για να συγχωρέσουν τον Ιταλό.  Διότι όταν κυλά το τόπι ανάμεσα στα παιδικά πόδια, όλοι Ζιζού ή Νέτβεντ, ονειρεύονται, να γίνουν. Όχι Ματεράτσι. Άλλο αν η πραγματικότητα ισοπεδώνει τα όνειρα.



Κι έτσι, εξαφανίζοντας το τελευταίο κομμάτι πίτσας, εκεί στην καρδιά του Τορίνο, μοναχός σε μια άδεια αίθουσα εστιατοιρίου, πίσω από ένα πολύβουο πλήθος σκέφτηκα, ότι η επιλογή μου για το φετινό Ch. L. είναι μαυρόασπρη. Χίλιες φορές να το σηκώσει ο «χοντρός» Αργεντίνος, παρά ο νάρκισσος Πορτογάλος με το μεζ μαλί. Χίλιες φορές το πρώτο στον σχεδόν σαραντάρη Τζίτζι, που στην δίνη του Καλτσιόπολι έμεινε πιστός, όπως και το πρώτο στο πονηρό μουτράκι του Ντιμπάλα, παρά στον εριστικό Ράμος.
Στην παρατήρηση ότι αυτά δεν είναι ποδοσφαιρικά κριτήρια, η απάντηση είναι: αλίμονο αν αφήναμε τα ποδοσφαιρικά κριτήρια να επικρατήσουν στο ποδοσφαιρικό συναίσθημα.

Και στο φινάλε η Γιούβε έχει πληρώσει τις αμαρτίες της. Άλλοι όχι.
Italia! ε;