Είναι ...μια άλλη χώρα - Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016 Print

Μια λαμπρή μέρα, μερικά ευχάριστα χιλιόμετρα, κάποια αναπόφευκτα μηνύματα, που ήρθε η ώρα τους να δοθούν και μια ακολουθία από σκέψεις. Όλα απότοκα ημερήσιας εξόρμησης, όπου αναμειγνύονται εικόνες από το παρελθόν, συνειδητοποιούνται απώλειες, καλύπτονται από τα χρώματα της δύσης και ζωντανεύει ο Σιούλας ο ταμπάκος, του Δημήτρη Χατζή.


Ο τελευταίος, δίνει και το τίτλο τούτης της ιστορίας μέσα στο κρύο εργαστήρι του, το μόνο που κρατά ακόμα από αυτό που ο Χατζής περιγράφει στις πρώτες κιόλας αράδες του, από τα μακρινά Γιάννενα του μεσοπόλεμου, ως:  «ένας κόσμος ξεχωριστός και κλεισμένος. Τελειωμένος.»

Από τότε που πρωτοκυκλοφόρησαν, στην Ρουμανία, τα σπαραξικάρδια επτά διηγήματα του μέσα στο: «Τέλος της μικρής μας πόλης», έχουν κυλήσει 63 σχεδόν χρόνια και όπως εμπειρικά αλλά και προφητικά γράφει στο τέλος ο δημιουργός τους στον «Σιούλα τον ταμπάκο»: «οι σάλπιγγες των νέων καιρών γκρέμιζαν από θεμέλια τα τείχη της ταμπάκικης Ιεριχώς μέσα σε πανδαιμόνιο απ' ουρλιαχτά μηχανών.»

Μόνον που τόσα χρόνια από τότε και παρά τα όσα που έχουν συμβεί, υπάρχουν ακόμα νησίδες παρελθόντος, κομμάτια που στέκουν ακόμα όρθια. Για αυτά, εν μέσω άλλων, θα πω.

Η μέρα είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες των προδιαγραφών. Χειμωνιάτικη μεν, ηλιόλουστη δε. Παρέα καλή, όχημα Ιαπωνικόν, υπηρεσιακόν, καινουργές, οικονομικόν. Δοχείον καυσίμων σχεδόν πλήρες. Υγεία αρίστη και το μνημονικό μακριά από οτιδήποτε καθημερινό. Οι δρόμοι ήταν άδειοι και στο λιμάνι της Ιτέας, θα ανέμενε φίλος εκλεκτός.

Λίγο νωρίτερα, βαθιά μέσα στο βοιωτικό κάμπο η καθιερωμένη στάση για τα αγαπημένα αεριούχα αναψυκτικά. Από τα μέσα της δεκαετίας του '50, στημένη η τοπική βιοτεχνία, αντέχει ακόμα στον καταιγισμό των ισχυρών ντόπιων και εισαγόμενων προϊόντων. Δεν άντεξε όμως ο ιδρυτής της, ο κύριος Νίκος.

Γεννημένος το '30, προσηλωμένος στα παλιά, με την μπλε του ρόμπα εργασίας, λιγομίλητος, έχοντας ζήσει όλα τα ζόρια του παρελθόντος. Με ανθρώπους που δεν γνώριζε ήταν αυστηρά  υπηρεσιακός, ακολουθώντας, ως οδηγό, το απόσταγμα της ζωής που έζησε. Είχε πάντα αντίρρηση στο να πάρω ένα καφάσι και με τίποτα δεν έδινε δύο. «Είναι εργαλείο αυτό» έλεγε, και εννοούσε ότι επειδή η επιστροφή δεν θα ήταν σύντομη, θα του στερούσα δυο καφάσια από την παραγωγή και την διακίνηση. Στα 85 του ήταν ζωτικός, μαχητικός, εργαζόταν.

Κι' έτσι, όταν έφτασα, ρώτησα τα δυο παιδιά του, τον Γιώργο και τον Δημήτρη, τι κάνει ο πατέρας τους, η απάντηση ήταν ότι τον έχασαν. Πριν λίγες εβδομάδες, ένας ποδηλάτης τον έριξε κάτω, ένα αιμάτωμα που έπρεπε να απορροφηθεί, μια σειρά από ατυχίες, ίσως και ιατρικές αβλεψίες, η κατηφόρα στα νοσοκομεία με τις λοιμώξεις, νεφρική ανεπάρκεια, κολπική μαρμαρυγή και ο άνθρωπος εγκατέλειψε τον μάταιο κόσμο μας.

Κι έτσι θα πρέπει να αφαιρέσω άλλο ένα ενδιαφέρον κομμάτι από παρόν, που αμετάκλητα μετακόμισε στο παρελθόν. Κάτι που δεν μου αρέσει. Κάτι, που έχει λάβει σχεδόν επιδημικές διαστάσεις τον τελευταίο καιρό, στενεύοντας το παρόν μου. Το καλό της υπόθεσης είναι ό,τι τα παιδιά του εκλιπόντος θα συνεχίσουν να παράγουν αυτό που θεωρώ ως ποιοτικότερη τυποποιημένη πορτοκαλάδα που υπάρχει στον τόπο μας. Δεν αναφέρω επωνυμίες, ώστε μην θεωρηθεί ότι επιδιώκω προβολή ανθρώπων και δραστηριοτήτων.

Ιτέα λοιπόν, ακολούθως Γαλαξίδι, κάτω από έναν απαστράπτοντα χειμωνιάτικο ήλιο και η παρέα στο γεύμα παρ' θιν λιμένος ήταν πλέον τετραμελής. Χήνες που επισκέπτονται απαιτητικά και θορυβωδώς το εστιατόριο γυρεύοντας προσοχή και τροφή, κόσμος πολύς. Η ναυτική πολιτεία στις ομορφιές της.

Στην επιστροφή, με φως απογευματινό πια, με τη θάλασσα σε μια αταλάντευτη, ενίοτε λιπώδη, μπουνάτσα, ο κόλπος της Ιτέας απόκτησε μια ακόμα μεγαλύτερη γοητεια έστω και πρόσκαιρη. Όλα τα στοιχεία παρόντα. Τα νησάκια, τα περισσότερα με ονόματα αγίων (Κωνσταντίνος, Γεώργιος Αθανάσιος), τα βαπόρια που κουβαλούν το μετάλλευμα στην πρώην PECHINEY. Η Ιτέα στην αχλή της δύσης. στο βάθος ο ομφαλός της γης να στοιχειώνει το παρόν και το Χρυσό, Χρυσό ένεκα ώρας, τω όντι.


Με το τελευταίο φως της χειμωνιάτικης μέρας, βρεθήκαμε στη Χάρμαινα, την παραδοσιακή συνοικία των βυρσοδεψών στην Άμφισσα. Το στέκι που έχει νοικιάσει ο Δήμος, ανοικτό αλλά έρημο. Στα στενά δεν κυκλοφορεί ψυχή. Ο ντόπιος ιχνηλάτης μας,  ανοίγει ένα ξύλινο παραπέτι που φιλοδοξούσε να είναι πόρτα και βάζει μια φωνή: «Σπύρο!»


Και τότε, μαζί με το παραπέτι, ανοίγεται ένας ξεχασμένος κόσμος. Ο ταμπάκικος. Ξεχασμένος από το χρόνο, την τεχνολογία και τις συνήθειες, μα ο παραδοσιακός βυρσοδέψης να στέκει εκεί ορθός, ζωντανός, ενεργός. Οι μεγάλες βαρέλες, τα λιγοστά αρχαϊκά εργαλεία του, ο πάγκος, να φωτίζονται από έναν γυμνό γλόμπο. Θα μπορούσε η εικόνα να είναι του '50, αν δεν υπήρχε ένα μικρό λάπ τοπ ακουμπισμένο χάμου. Χώρος ταλαίπωρος από το χρόνο, ποτισμένος με έργο βαρύ. Υγρασία, κρύο, ανοίγματα παντού και ο πρωταγωνιστής επι σκηνής.


Και τότε, μαζί με το παραπέτι, ανοίγεται ένας ξεχασμένος κόσμος. Ο ταμπάκικος. Ξεχασμένος από το χρόνο, την τεχνολογία και τις συνήθειες, μα ο παραδοσιακός βυρσοδέψης να στέκει εκεί ορθός, ζωντανός, ενεργός. Οι μεγάλες βαρέλες, τα λιγοστά αρχαϊκά εργαλεία του, ο πάγκος, να φωτίζονται από έναν γυμνό γλόμπο. Θα μπορούσε η εικόνα να είναι του '50, αν δεν υπήρχε ένα μικρό λάπ τοπ ακουμπισμένο χάμου. Χώρος ταλαίπωρος από το χρόνο, ποτισμένος με έργο βαρύ. Υγρασία, κρύο, ανοίγματα παντού και ο πρωταγωνιστής επι σκηνής.

«Πως τον βλέπεις τον τόπο μετά από όλα αυτά;»

«Είναι ...μια άλλη χώρα» απάντησε χωρίς δισταγμό.

Είπαμε ότι είπαμε, τον αφήσαμε στην ησυχία του, μόνο του, κάτω από το γυμνό γλόμπο να παλεύει στον υγρό, κρύο χώρο.


Ο επίλογος δόθηκε στο Γυαλί Kαφενέ, η ξυλόσομπα του οποίου σκόρπιζε τη γλυκιά θέρμη του μαντεμιού. Κοιταχτήκαμε, σχολιάσαμε ότι οι μη έχοντες χειρονακτική εργασία δεν πρέπει να διαμαρτύρονται για κόπωση.

Όλα αυτά κάτω από το μπερντέ που κρύβει το πάλκο, όπου έδιναν τις παραστάσεις τους τα μπουλούκια που περιδιάβαιναν την Ελληνική επαρχία. Στο ίδιο πάλκο εγκαταστάθηκε, για πέντε μερόνυχτα το συνεργείο του Θόδωρου Αγγελόπουλου για το Θίασο, σαράντα χρόνια νωρίτερα.

Στο σήμερα, ο Θανάσης Μαστρονικολόπουλος είναι πάντα εκεί, πανταχού παρών, όπως και η παρέα των ηλικιωμένων γύρω από την πράσινη τσόχα, ορίζοντας το καφενείο της επαρχίας, αν και η Άμφισσα, όπως οι περισσότερες επαρχιακές πόλεις είναι λιγότερο επαρχία από ποτέ.

Με μια διαφορετική λογική όμως, από αυτή που η Αθήνα είναι λιγότερο Αθήνα από πότε!

Πήραμε το δρόμο του γυρισμού με τις τέσσερις λέξεις του Σπύρου, να κάθονται επίμονα στη σκέψη μου.

«Είναι ...μια άλλη χώρα»

Και σε αυτήν την άλλη χώρα κάποιοι αμετανόητοι θα είμαστε οι απάτριδες, χωρίς μάλιστα την πιθανότητα να γυρίσουμε πάλι στις ρίζες μας. Γιατί δεν θα υπάρχουν.  Γιατί, θα είναι, ένας κόσμος τελειωμένος.