Τρία ...Αχ - Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016 Print

Οι Μ. Ρασούλης, Τζ. Πανούσης, Ο. Περίδης,  έγραψαν τους στίχους και συντάσσουν τρία μελοποιημένα Αχ. Ξεκινώντας κατά χρονολογική σειρά εμφάνισης έχουμε το «Αχ Ελλάδα» του Μανώλη, από το '84. Την επόμενη χρονιά έρχεται δια χειρός Τζίμυ το «Αχ Ευρώπη» και το '96 ο Ορφέας μας παραδίδει το «Αχ να σε δώ».



Ο Μανώλης Ρασούλης και ο Νίκος Παπάζογλου εγκατέλειψαν τα εγκόσμια την ίδια χρονιά, την ίδια εποχή, στον ίδιο τόπο. Ήταν άνοιξη του 2011 στην Θεσσαλονίκη. Κάποια 27 χρόνια νωρίτερα είχαν αφήσει ένα ιδιαίτερο καλλιτεχνικό στίγμα. Ο Μ.Ρ. έγραψε τους στίχους, η Βάσω Αλαγιάννη συνέθεσε τη μουσική και ο Ν.Π. ερμήνευσε.
Το «Αχ Ελλάδα» έγινε μια σημαντική δημιουργία όχι μόνον διότι, ευθυγράμμισε τις πολύ καλές στιγμές, τριών

ταλαντούχων καλλιτεχνών, αλλά γιατί και οι τρείς κατάφεραν να τονίσουν τα αμφίσημα στοιχεία της υπόθεσης.

«Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ
και βαθιά σ’ ευχαριστώ
γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μη σε υποφέρω»

Βάσω Αλλαγιάννη Μανώλης Ρασούλης Νίκος Παπάζογλου

Είναι οι έννοιες της πατρίδας, της ρίζας, του έθνους, συχνά κακοποιημένες από κάθε λογής σκοπιμότητες. Σπαραξικάρδια το επισημαίνει ο Θάνος Φιλικός, πολύ νωρίτερα, τον Μάρτιο του 1971,της στρατιωτικής δικτατορίας μεσούσης, στο περιοδικό «Δημιουργίες» (τ. 11 – 12) γράφοντας:
«…άδειασαν την πατρίδα και την ελευθερία της τόσο, που καμιά φορά, Θεός συγχωρέσει μας, μισούσαμε και την πατρίδα και την ελευθερία.»

Ήρθαν έτσι, το '84, οι παραπάνω συντελεστές να μας πουν, ανάμεσα σε άλλα:

«Αχ Ελλάδα θα στο πω
πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι
μ’ εκβιάζεις μου κολλάς
σαν το νόθο με πετάς
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι»


Την επόμενη χρονιά, είναι η σειρά του Τζίμυ Πανούση να δώσει το στίγμα του. Με τις Μουσικές Ταξιαρχίες, στο άλμπουμ Hard Core σε ζωντανή ηχογράφηση από το Κύτταρο, όπου στο «Αχ Ευρώπη» μας δίνει μια την άλλη άποψη για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Τότε που φάνταζε σαν την φωτισμένη λεωφόρο του Ελληνικού πεπρωμένου και λίγοι, πολύ λίγοι είχαν αντίλογο, ήρθε ο Τζιμάκος με στίχο απλό αλλά άμεσο, με χιούμορ, ειρωνεία, σαρκασμό να μας δώσει το δικό του στίγμα. Έβαλε το στίχο του πάνω σε ένα μοτίβο και το ερμήνευσε με το γνωστό του, ιδιαίτερο τρόπο.

«Αχ Ευρώπη, αχ Ευρώπη
εσύ μας μάρανες, εσύ μας μάρανες
Μας τη φέραν οι βάρβαροι
Μας θαμπώσαν με δώρα
Με χαντρούλες πολύχρωμες
και κουτιά κόκα κόλα

Μας τη φέραν οι βάρβαροι
μας φλομώσαν στο ψέμα
μας τρελάναν στα πέναλτι
και δεν έχουμε τέρμα

Δεν μπορώ δεν μπορώ δεν μπορώ να τη βρω
με κομπιούτερ και με κουμπάκια
New Wave, Jazz, Rοck, Sex, Drugs, Rοck `n’ Rοll
με τζατζίκι και με σουβλάκια»

Τριάντα χρόνια αργότερα, γίνεται περισσότερο αντιληπτός και δυστυχώς, αντίστοιχα δικαιωμένος.
Η ενορχήστρωση και το χρώμα και η ποικιλότητα της φωνής του κάνουν ακόμα πιο δυνατό το μήνυμα, ακόμα πιο έντονη την αίσθηση της αποτυχίας. 

«Αχ Ευρώπη, Αχ Ευρώπη
εσύ μας μάρανες, εσύ μας μάρανες
Γερμανίδες τουρίστριες
που διψάνε για σπέρμα
Γιαπωνέζοι βρικόλακες
με καλώδια στο αίμα
Ξεχυθήκαν στο Σύνταγμα
από Δούρειο Ίππο
με καπνούς και με λέιζερ
και μας πιάσαν στον ύπνο»



Μετά από άλλα έντεκα χρόνια, το '96, ήρθε ο Ορφέας Περίδης με τους στίχους, την μουσική και την πρώτη εκτέλεση δικά του, σε ένα καταθλιπτικό ερωτικό τραγούδι, όπου περιγράφει τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης,

«Από τα βάθη της ψυχής
κι από του νου τα ύψη
απ’ το βυθό της θάλασσας
ως τις βουνοκορφές
ψάχνω να σε βρω»

Ερμηνευμένο με ψυχή, ενορχηστρωμένο με φροντίδα και με τα πνευστά (τσαμπούνα; γκάιντα;)  να χοροστατούν, αποτελεί ένα ξεχωριστό κομμάτι που χωρίς να είναι ευχάριστο σαν μήνυμα, ποτέ δεν θα σε κουράσει και πάντα θα σε συγκινήσει. 

«Αχ, να σε βρω, αχ, να σε βρω
μόνο για λίγο να σε δω
ν’ ακούσω τη σκιά σου
να μου φωνάζει γεια σου»


Αποκαλύπτει το μεγαλείο, αλλά και το αδιέξοδο του έρωτα, τις αδυναμίες που γεννά, το δράμα του χωρισμού και στο τέλος, ο θάνατος. Πάντα ο θάνατος.

«Στα βάθη των ωκεανών
ακούω τον ήχο των σεισμών
κι από την γη που άνοιξε
περνάω στον κάτω κόσμο
να βρω όλα τα χαμένα
ίσως να βρω κι εσένα»

Αχ, μια λέξη με δυο γράμματα, σαν στεναγμός, σαν άλυτο πρόβλημα, σαν τις χαμένες ευκαιρίες. Ένας  αναστεναγμός που, όπως μας είπε Ηλίας Πετρόπουλος, χτίζει παρηγοριά.