p.s.11: …φάση Πρίπριατ, σου λέω – (Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017) Print

Με τον κίνδυνο να φανώ, αν δεν έχω ήδη φανεί, κουραστικός επανέρχομαι, δια ενδέκατη φορά στο θέμα Πήγασος. Πολύ φοβούμαι δε, ότι μέχρι να συμπληρώσουμε δεκαοκτάδα, ώστε να έχουμε και τις αλλαγές μας, δεν θα σταματήσω.



Είχε περάσει ο γίγας ο Πανούλης από εκεί, την πρώτη εβδομάδα του Σεπτέμβρη, που μαζί με τους άλλους συντρόφους, πολεμούσαν να κουβαλήσουν τμήμα του αρχείου. Οπότε:

- «τι είδες δικέ μου;» τον ερώτησα
- «Τι να δω; φάση Πρίπριατ» ήταν η απάντηση. Συνεννοηθήκαμε, καθότι έχουμε περάσει στο τουγκέδερ το θέρος του ’12, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες αποστολές της ζωής μας στην απαγορευμένη ζώνη του Τσέρνομπιλ και του παρακείμενου Πρίπριατ.

Αυτή  την εγκαταλελειμμένη πόλη των 50.000 (πρώην) προνομιούχων, (πρώην) Σοβιετικών πολιτών. Με τις κούκλες παρατημένες στα σκαλιά, ποτισμένες από ραδιενέργεια, με τον πληθυσμό να εγκαταλείπει εκτάκτως τα σπίτια του, με την προοπτική να επιστρέψει σε λίγες μέρες. Μα να μην επιστρέφει ποτέ.
Και ο χρόνος να αφήνει κάθε τόσο τα σημάδια του, μέσα σε μια πόλη φάντασμα. 

Εννόησα λοιπόν την παρομοίωση και χθες την βίωσα κιόλας. Επισκέφτηκα το χώρο, avec Βανζέλ, για να φορτώσουμε το ψυγειάκι μας. Πρέπει να το έχουμε καμιά 20αριά χρόνια, στα οποία υπηρέτησε πιστά τις ανάγκες μας και όχι μόνον τις δικές μας, αλλά και αλλότριων, καθότι δέχτηκε πολλάκις επιθέσεις και καταληστευόταν από αγνώστους δράστες.

...το ψυγείο περί ού ο λόγος

Έπεσε η ιδέα να το κλειδώνουμε, απορρίφτηκε όμως παμψηφεί, με το σκεπτικό ότι κάποιος πεινάλας έβρισκε καταφύγιο. Μας κακοφαινόταν βέβαια διότι ποτέ, μα ποτέ, δεν αναπληρώθηκε τίποτα από αυτά που βουτήχτηκαν.

Έτσι συχνά με μια διάθεση περιπαιχτικά τιμωριτική, αφήναμε άδεια κουτιά από γλυκά, με σημειώματα του επιπέδου: «tsiba ena archidi». Καμιά φορά το ζωγραφίζαμε κιόλας, έτσι για να μην υπάρχουν αμφιβολίες.

Μολοντούτο, επαναλαμβάνω μολοντούτο, ουδέποτε συνετισθήκαν οι βουτηχτές. Η πρόταση να αφήναμε κάποια τρόφιμα με ολίγον από καθάρσιο, απερρίφθη κι αυτή παμψηφεί, για λόγους ανθρωπιστικούς. Πέραν αυτών, του κάναμε απόψυξη, το φροντίζαμε, το καθαρίζαμε. Το πονάγαμε.

Αυτή είναι ολίγοις η μικρά ιστορία του μικρού ψυγείου μας. Στην λογική λοιπόν που μας έμαθαν οι Αμερικανιές του Χόλυγουντ, δεν αφήνουμε κανέναν πίσω μας, πως θα παρατούσαμε το αντικείμενο που μας δρόσιζε τόσα χρόνια.

Επήγαμε λοιπόν με τον Βανζέλ το πήραμε και το φορτώσαμε. Τότε συνειδητοποίησα τη φάση Πρίπριατ. Ένα κτίριο χιλιάδων τετραγωνικών, χωρίς σημάδια ζωής, δίχως ηλεκτρικό, άνευ παροχής ύδατος, χωρίς τηλέφωνο ή άλλη επικοινωνία.

Τα τασάκια με αποτσίγαρα, οι κάλαθοι των αχρήστων μισογεμάτοι, υπολογιστές πάνω στα γραφεία, διάδρομοι σκοτεινοί. Το βασίλειο της νέκρας. Κούτες σε ντάνες, έτοιμοι να ταξιδέψουν σε άλλα κτίρια, σε άλλες εγκαταστάσεις. Με ετικέτες.

Ο Έντσο Αράντες ντο Νασιμέντο, γνωστότερος ως Πελέ, έχει εκφράσει την άποψη ότι το πιο θλιβερό πράγμα είναι μια μπάλα ξεφούσκωτη. Προσωπικά διατηρώ την εντύπωση ότι ακόμα πιο θλιβερό είναι ένα σκασμένο πίσω λάστιχο από μια μοτοσυκλέτα εκτός δρόμου. Τέλος πάντων δεν έχω πρόθεση να διαφωνήσω με τον Βραζιλιάνο, αλλά μαζί με αυτά ας προστεθεί και η καταθλιπτική εικόνα ενός γιγάντιου κτιρίου, που κάποτε είχε φως, νερό, τηλέφωνα. Που κάποτε απασχολούσε μια χιλιάδα ανθρώπους, αλλά πρoσέφερe και κέρδη σε αυτούς που το έχτισαν. Πού κάποτε είχε ζωή.

Τώρα σιωπή, θλίψη και λίγο από ντροπή.

«...φάση Πρίπριατ, σου λέω»