Ο άνθρωπος του τραίνου – Τρίτη 6 Αυγούστου 2013. Print

Η πρώτη ατάκα της ταινίας; “Χορεύει περίφημα αυτή κυρία” Την εκφέρει η Άννα Συνοδινού, (Μαντώ) για την Μάρω Κοντού (Τζένη). Ασφαλώς και χόρευε περίφημα, καθότι η 23χρονη τότε Κοντού είχε ολοκληρώσει των κύκλο σπουδών της στο χορό. Με μια ομορφιά ακραιφνώς Ελληνική, μύτη περήφανη, μαλλιά τραβηγμένα πίσω και κίνηση πλαστική, λικνίζεται γύρω από τις νότες, κλέβοντας χαμογελαστά βλέμματα και εντυπώσεις. Όλα τούτα, σε ένα περιβάλλον αστικό, πλούσιο ειδικά συγκρινόμενο με το μέτρο της εποχής, Ευρωπαϊκό σε ακούσματα σε ντυσίματα και σε λούσα. Ο Δυτικός τρόπος ζωής έχει εισχωρήσει βαθιά στην μεταπολεμική Ελλάδα, για όσους τουλάχιστον, αφού τον ποθήσουν, μπορούν οικονομικά να τον αντέξουν.

“Μπορώ να μπω;” ακούγεται λίγο αργότερα, η φωνή του Γιώργου Παππά (Δημήτρης), που υπακούοντας στο ηθικό κώδικα της εποχής ζητά άδεια από τη σύζυγό του, Μαντώ, να περάσει στο υπνοδωμάτιό τους.

Η πλοκή αυτής της ταινίας του Ντίνου Δημόπουλου είναι μια, ή καλύτερα δύο ιστορίες αγάπης. Η παρελθούσα που όλοι την λογίζουν ως πεθαμένη, αλλά από μια συγκυρία της τύχης ανασταίνεται και η τρέχουσα, που τελικά αντέχει υποστηριζόμενη κυρίως από τη λογική.

Ο ρυθμός είναι κάπως αργός, εκνευριστικά αργός για όσους δεν έχουν άλλες παραστάσεις πέραν της σύγχρονης ολοένα επιταχυνόμενης κινηματογραφικής γραφής, αλλά τα 55 χρόνια που μας χωρίζουν από την εποχή που γυρίστηκε “ο άνθρωπος του τραίνου” είναι πάρα πολλά, για την κρίνουμε με αυτό που θεωρούμε σήμερα ως πάγιο κινηματογραφικό, εμπορικό γίνεσθαι.

Με μια μουσική επένδυση, εύστοχη, γλυκιά και όπου χρειάζεται απειλητική, η οποία σε πολλά σημεία θυμίζει τα μοτίβα του Franz Wachsmann από την διαβόητη Rebecca, του A. Hitchcock με τους sir L. Olivier & J. Fontaine.

Πέρα από την ερμηνεία των ηθοποιών, όπου έχουμε να κάνουμε με τα μεγέθη, κυρίως των Παππά, Συνοδινού, αλλά και των Νικολινάκου, Σταρένιου, Σαρρή, Γαβριηλίδη καθώς και άλλων, βρισκόμαστε μπροστά σε μια μοναδική εικονογράφηση της Αθήνας, του Ναυπλίου και της Κακιάς Σκάλας των τελών της δεκαετίας του '50. Πολλά εξωτερικά εξαίσια γυρίσματα που μας αποκαλύπτουν τον πλούτο των ελληνικών σκηνικών μέσα από τη φτώχεια της πατρίδας που τότε δεν μετρούσε ούτε δέκα χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου.


Πλάνα μαυρόασπρα, από του Φιλοπάππου, από την πλατεία του Συντάγματος του Ναυπλίου, όπου και η τελική σκηνή, από την Ακροναυπλιά, το Μπούρτζι, που τότε ήταν ξενοδοχείο, από το θέατρο της Επιδαύρου και τον περιβάλλοντα χώρο του, από τις πλατείες και τα σοκάκια της πόλης του Αργολικού. Έτσι, πέρα από την κινηματογραφική πλοκή, λειτουργεί και σαν σημαντική και γνήσια ντοκουμενταριστική αφήγηση.

Εξαιρετικά τολμηρή (πάντα για το μέτρο της εποχής) η εμφάνιση της Συνοδινού στο λουτρό, χρήσιμα τα πλάνα στο πάρκιν της Επιδαύρου για τη συμβολή της Χωροφυλακής στην ευταξία του χώρου, γοητευτικές οι εικόνες από την ερημιά στην επαρχία, από τα Αθηναϊκά προάστια με τους χώρους και τα ψαράδικα καρέ από την παραλία του Ναυπλίου.

Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 20 Ιανουαρίου του ’58 και έκοψε 37.259 εισιτήρια. Ήταν η 9η πιο εμπορική ανάμεσα σε 31 ταινίες της περιόδου ’57 – 58. Τεσσερισήμισι μήνες μετά την πρεμιέρα, στις 3 Μαίου του ’58, πέθανε ο Γιώργος Παππάς, υποκύπτοντας στον καρκίνο που τον ταλαιπωρούσε επί πενταετία. Ήταν η τελευταία από τις μόλις πέντε ταινίες που γύρισε, αλλά ο ιδιαίτερα καλλιεργημένος αυτός ηθοποιός είχε μια πλούσια και ποιοτική θεατρική πορεία. Ήταν 55 ετών.