Τα X(L)R της ζωής μου - Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015 Print

Το πρώτο Χ από την Honda αντικατέστησε το πρώτο Χ από την Yamaha. Ένα ΧΤ 250 ήταν, που πολύ με ταλαιπώρησε. Το είχα αγοράσει μεταχειρισμένο σε άθλιο χάλι, κατά το κοινώς λεγόμενον «χρέπι». Δεν κατάφερα ποτέ να το συμμαζέψω. Όταν η αναλογία των χιλιομέτρων που διήνυα δίπλα του, σπρώχνοντας, και όχι πάνω του ρολάροντας έγινε ανυπόφορη, ενώ ταυτόχρονα οι συνεχείς και άνευ αποτελέσματος εκταμιεύσεις για επισκευές δεν τελεσφορούσαν, έφυγε έναντι πινακίου φακής. Αντικαταστάθηκε από ένα μεταχειρισμένο XLR 600. Έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια από τότε.

Κι' από το λευκό ΧΤ, στο κόκκινο XLR άλλαξαν πολλά κι' άνοιξαν τόσοι νέοι δρόμοι. Το κακόμοιρο ΧΤ με άφηνε εν μέση οδώ, μέσα στην πόλη, οπότε που να βρω το θάρρος να πάω πιο μακρυά. Δεν είχε να κάνει με την συμπαθή τάξη των δικύκλων με σήμα το διαπασών, αλλά  με το συγκεκριμένο δίτροχο. Απόδειξη ότι μετά από 5 χρόνια ξαναβρέθηκα με ΧΤ και μάλιστα μεταχειρισμένο, μπλε 600, και περάσαμε καλά. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Kάποιες ατέλειες, όπως οι μικροδιαρροές στο καπάκι του XLR μαζεύτηκαν και κάτι άλλα, επουσιώδη, διορθώθηκαν. Έγινε σύντροφος για όλες τις χρήσεις. Καθημερινή υπηρεσιακή εξυπηρέτηση, τούτο σήμαινε μίνιμουμ 50 χιλιόμετρα στο κλεινόν άστυ αλλά και το μοναδικό εργαλείο για αποδράσεις. Nα θυμηθούμε όμως, ότι το 600 μαζί με την pro link ανάρτηση και το ξηρό κάρτερ, έφερε την πλήρως ανανεωμένη κυλινδροκεφάλη με τα χαρακτηριστικά Radial Four Valves Combustion. Ήταν, είναι η τεχνολογία που τοποθετούσε τις βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής ακτινικά.

Η νέα σχεδίαση επέτρεπε την τοποθέτηση μεγαλυτέρας διαμέτρου βαλβίδων.  Συνεπώς αυξανόταν η αποδοτικότητα της εισαγωγής και της εξαγωγής. Ταυτόχρονα όμως επέτρεπε, ρηχό ημισφαιρικό θάλαμο καύσης και την τοποθέτηση του μπουζί στο κέντρο. Η όλη διάταξη προσέφερε υψηλή σχέση συμπίεσης, γρήγορη καύση που μεταφραζόμενα σε απόδοση, κόμιζαν καλύτερες ροπές και ιπποδυνάμεις.

Τον Αύγουστο του '89, το 600 XLR με την Ninja. Έξοχη συντροφιά.

Κι επειδή μιλάμε για το παρελθόν, μιλάμε για άλλο τόπο. Έτσι, τα 591 μονοκύλινδρα κυβικά της, κύλισαν τους τροχούς του XLR, εκεί που τότε υπήρχε χώμα και τώρα όχι. Γύρισαν την Παρνασσίδα και την Γκιώνα, έφτασαν μέχρι την Ρόδο και την Κύπρο. Ανέβηκαν γλυκό Φθινοπωράκι στο Τρόοδος, βράχηκαν από απογευματινές, καταρρακτώδεις βροχές στη Λεμεσό. Χάθηκαν σε Ελληνικά ελατοδάση και πάτησαν τις λαμαρίνες κάμποσων ferry διαπορθμευόμενα. Άξιζαν σχεδόν κάθε λίτρο καυσίμου που μετέτρεψαν σε καυσαέριο.

Γενάρης του '89. Υπό χιονόπτωση με την Cota, άλλη μια σχέση σε ισχύ από τη δεκαετία του '70.


Το θεωρούσα και ήταν δυνατό, για την εποχή, του μηχανάκι. Μια μόνο φορά το ένιωσα αδύναμο. Ανήμερα 15αύγουστο του ΄88. Επέστρεψα με την 900άρα, Νίντζα  φίλης, τινός από την Τσαγκαράδα. Δροσερό πρωινό λοιπόν, αφήνω την Kawa, κι' αμέσως ανεβαίνω στο XLR. Στην πρώτη γκαζιά νόμιζα ότι είχε «χαλάσει». Στα επόμενα 10 λεπτά όταν συνήθισα πάλι, εννόησα ότι αυτό που έφταιγε ήταν η αναπόφευκτη, άνιση σύγκριση.

Αύγουστος '89. Στο ferry από Αίγιο για Αγ. Νικόλαο (αριστερά) και σταματημένη πριν την ορθοπλαγία της Συκέας. Χώμα τότε (δεξιά).


Τον πόλεμο όμως, τον έχασε σχετικά σύντομα, καθώς με την δυνατότητα που είχα να διαθέσω αρκετά περισσότερα, για μοτοσυκλέτα, αντικαταστάθηκε με μια Transalp. Περισσότερα για αυτή εδώ: Η αφέλεια της νιότης και τα Transalp της ζωής μου. Γινόταν εμφανές ότι, τότε, επεδίωκα πιο πολλά και άνετα ασφάλτινα χιλιόμετρα, ότι οι αστικές διαδρομές γίνονταν πιο εύκολες με την μίζα και ότι ο δικύλινδρος σε διάταξη V κινητήρας εξασφάλιζε πιο ήσυχα, πιο πολιτισμένα δρομολόγια.

Με την ανακατασκευασμένη R25 του θείου Γιώργου. Ιούλιος 1989.

Θα περνούσαν τρία καλοκαίρια, με αυτό το κάπως ιμιτασίον Χ στη δίτροχη ζωή μου. Διότι και η Translalp ΧL V είναι. Μέχρι που στο τέλος του καλοκαιριού του ΄92, ήρθε  λευκό, κατακαίνουργο και απολύτως ερωτεύσιμο το 600 XR. Είχα την πολυτέλεια, όλη τη δουλειά στην πόλη να την διεκπεραιώνω με μια «πάπια» και το XR παρέμενε άσπιλο. Μόνον δια Κυριακάς, εορτάς και σχόλας γενικώς. Σπανίως κυκλοφορούσε στην πόλη.

Δεκέμβριος '92. Το 600 ΧR στους πρώτους μήνες συμβίωσης.


Ψηλό, λεπτό, δυνατό και γρήγορο χωρίς να χάνει σε ευελιξία, ήταν ένα όνειρο. Τόσο καλό που με ώθησε και σε δυο συμμετοχές σε αγώνες scrable, στο Γραμματικό, τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς. Από τους οποίους πέρα από τη χαρά των συμμετοχών, μου προσέφερε, τη χαρά των τερματισμών και, σε έναν από τους δύο, την κατάκτηση της 5ης θέσης στα μεγάλα τετράχρονα, που συνοδευόταν με ένα μετάλλιο.

Είχα, εξ' αρχής, τοποθετήσει ένα τελικό της  Αrrow που υποτίθεται του έδωσε λίγη ζωή ακόμα, και σίγουρα έναν πιο όμορφο, αλλά όχι ενοχλητικό ήχο. Τα 128 κιλά, ούτε ήταν, ούτε φαίνονταν πολλά, ενώ οι 45 ίπποι που απέδιδαν τα 591 κ.εκ. του, ήθελαν πολύ υψηλό επίπεδο αναβάτη για να μην αρκούν και το πίσω δισκόφρενο, σε σύγκριση με το ταμπούρο του 600 ΧLR, έκανε μεγάλη διαφορά.

Νοέμβριος '93. Με το μεγάλο ρεζερβουάρ και φόντο την πρωτεύουσα, επιστρέφοντας  από τα Βασιλικά.


Τα μεγαλύτερα εύσημα όμως έλαβε στις περιηγήσεις ανά την Ελλάδα. Δίπλα στο κανάλι του Μόρνου. Στα ορεινά της Φωκίδας. Πλάι σε απόκρημνες γραμμές τραίνου. Παράλληλα με όχθες ποταμών. Πάνω σε ακροθαλασσιές. Όλες τις εποχές του χρόνου. Για το λόγο αυτό, φορέθηκε ένα μεγάλο ρεζερβουάρ, ώστε να μην αγχώνομαι με το θέμα της αυτονομίας. Ε! δεν ήταν τόσο όμορφο, η σιλουέτα του χόντρυνε, αλλά ήταν πιο βολικό.

Γενάρης '94. Στο χιονισμένο δάσος.


Δεν αποφύγαμε τις πτώσεις, σε μεγάλο βαθμό, γεγονός αναμενόμενο ή μάλλον αναπόφευκτο. Μια στο χώμα και μια στην άσφαλτο. Από τύχη, ήταν άνευ συνεπειών. Και στις δυο περιπτώσεις έχασα το μπροστινό. Απολύτως αιφνιδιαστικά. Στο χώμα, συνέβη στα τελειώματα, στα καλά ανοιχτά κομμάτια των «Βασιλικών». Χτύπησε σε κάποια φυτεμένη, ούτε κιχ, ούτε να φοβηθώ δεν πρόλαβα. Έπεσα άτσαλα και για ένα μικρό χρονικό διάστημα είχα πόνους στο στήθος και στα πλευρά. Η πτώση στην άσφαλτο ήταν τόσο ξεχωριστή που κράτησα και σημειώσεις. Ιδού λοιπόν, τι συνέβη το πρώτο Σάββατο του Μαίου, του μακρινού 1994.


Μάιος '94. Δίπλα στην κοίτη του Μόρνου, λίγο πριν τις εκβολές στη τεχνητή λίμνη.


Έβρεχε πολύ, γλιστρούσε ανάλογα. Από τις σπάνιες εισόδους στην πόλη. Λεωφόρος Καλλιρρόης. Τα κρύσταλλα των αυτοκινήτων με  χνώτο, οι συνθήκες ορατότητας  περιορισμένες και οι απαιτήσεις για  προσοχή, μεγάλες.  Στο  φανάρι της Φραντζή, έχει κίνηση, φεύγω από αριστερά και αναγκάζομαι να  μπω  σε μια μεγάλη γούρνα με νερά.
Από  την μεγάλη  υγρασία επανέρχεται ένα μικροπρόβλημα, να κολλάει ελαφρά το γκάζι και να γίνεται δύσχρηστη με  σκαλοπάτια και σφικτή η περιστροφική κίνηση του σκριπ.
Αμέσως  μετά το φανάρι  του  Αγ.  Παντελεήμονα  μόλις  ευθυγραμμίζομαι  στο  μικρό ευθύγραμμο κομμάτι μέχρι το φανάρι,  με την Βούρβαχη, εκεί  που η  άσφαλτος  είναι γυαλί,  βρίσκομαι στο αριστερό  μέρος  της μεσαίας λουρίδας και επιχειρώ  με  μια ήρεμη  επιτάχυνση  να  περάσω ένα προπορευόμενο  αυτοκίνητο.  Οδηγώ  με όχι  περισσότερα από  55 -60 χλμ/ώρα.


Μέσα Ιουνίου του '95 όπως μαρτυρά η εικόνα. Πάλι με το μικρό ρεζερβουάρ.


Βγαίνω ευγενικά, αλλά με οδύνη διαπιστώνω ότι δεν μπορώ να κλείσω το γκάζι γιατί κόλλησε. Η απόσταση με το μπροστινό γαλάζιο στέισον Καντέτ τού 70 μικραίνει επικίνδυνα. Προσπαθώ στο ελάχιστο  κομμάτι χρόνου  που περισσεύει  (πριν σκάσω στη πίσω  του πόρτα)  να επιβραδύνω με  κάθε  τρόπο. Αναποφάσιστος ανάμεσα στο να αμπραγιάρω ή να επιβραδύνω, ή και τα δυο μαζί, φρενάρω σχεδόν  ενστικτωδώς όσο πιο  γλυκά  μπορώ. Εις Μάτην. Είναι εκείνο το συναίσθημα που νιώθεις ότι είσαι επιβάτης. Δεν ορίζεις τίποτα.

Χάνω ακαριαία το μπροστινό προς τα αριστερά. Νομίζω ότι  προσπάθησα, επίσης ματαίως,  να  το  συγκρατήσω  βάζοντας   τα  πόδια  κάτω. Πέφτω με  τα  δεξιά μου. Γυρίζω ίσως τυχαία, ίσως συνειδητά ανάσκελα. Σέρνομαι. Συνειδητά πια σηκώνω την πλάτη μου. Σέρνομαι κοιτώντας μπροστά με την  φορά του δρόμου. Όλος ο κόσμος είναι πιο ψηλά από το κεφάλι μου.  Με την περιφερειακή  όραση διακρίνω το ΧR  να  ζβουράει  στο όριο  μεταξύ  δρόμου και πεζοδρομίου.


Φλεβάρης '95. Λάκκα Καλογήρου. Απέναντι η Σαλαμίνα.

Σέρνομαι  γλυκά,  αλλά γρήγορα. Πιο  γρήγορα  από  το μπροστινό Καντέτ.  Το πλησιάζω ευχόμενος να μην επιβραδύνει ή τουλάχιστον μην σταματήσει ώστε να χωθώ από κάτω και δεν ξέρω τι κάνει ο οδηγός του αυτοκινήτου που ακολουθεί. Σέρνομαι χορευτικά, ευθύγραμμα, παράλληλα. μαζί με τα αυτοκίνητα. Φτάνω το Καντέτ.  Έχω σηκώσει τα πόδια, με λυγισμένα τα γόνατα, έχω καλιμπράρει τις πατούσες στο ύψος του προφυλακτήρα. Έφτασα το Καντέτ και ένιωσα τη σύνδεση στον χρωμέ προφυλακτήρα του με έναν ανάλαφρο γδούπο.  Πιέζω, πιέζω ακόμα πιο δυνατά, επιβραδύνω και όταν είμαι έτοιμος να σταματήσω, σηκώνομαι πάνω στην κίνηση,  και αρχίζω να τρέχω χωρίς να κοιτώ  πίσω. Κάνω μερικά μέτρα φτάνοντας στην διασταύρωση με την Βούρβαχη, βγαίνοντας από την λουρίδες κυκλοφορίας της Καλλιρρόης. Σταματώ. Όλα καλά.

Βρέχει.  Σηκώνω το ΧR.  Το περνάω αμέσως μετά την  διασταύρωση. Ο παππούς με  το  Καντέτ,  έχει σταματήσει  μπροστά.  Με κοιτάει. Με νοήματα με ρωτά τι έγινε;  Με τον ίδιο τρόπο του απαντώ: «τι ψάχνεις τώρα!» Με  ξαναρωτά: «εντάξει;»  Όλα εντάξει.  Χαιρετιόμαστε. Ανεβαίνω στην ατίθαση ράχη του XR. Όλα μπουκωμένα.  Καμιά  δεκαριά μανιβελιές κι’ ήρθε  στη  ζωή.  Φεύγω. Η αναπνοή ακανόνιστη, δεν μου φτάνει, έχει βραχεί η μπαλακλάβα, που φορούσα για να μην με πονούν οι στάλες της βροχής και ο αέρας περνά δύσκολα. Το τιμόνι θεόστραβο.

Μάρτης '96. Λίγες εβδομάδες πριν χωρίσουν οι δρόμοι μας.


Το  επόμενο φανάρι  πράσινο,  το  μεθεπόμενο  κόκκινο. Επιθεώρηση.  Σκέψεις ανάμεσα στο μοιραίο και στο καλαμπούρι. Από την μια ένας  αναβάτης  να σέρνεται,  ανάμεσα από ανυποψίαστους  χειριστές τετράτροχων,  με  την επιφάνεια  του δρόμου γυαλί σκέτο.  Θαύμα που δεν έγινε κιμάς από  τους μπλοκαρισμένους τροχούς  του  προηγούμενου   πάνω  στον  επόμενο,   θαύμα  πού  η μοτοσυκλέτα δεν χτύπησε αμέτοχους πεζούς στο πεζοδρόμιο.

Από την άλλη η πλάκα, ένας κοκκινοντυμένος αδιάβροχος αναβάτης να σέρνεται και να φρενάρει την ορμή του με το διπατουσόφρενο του σε χρωμέ προφυλακτήρα. Στο σπίτι μερικά λεπτά αργότερα  πλήρης  αποτίμηση. Ζημιές λίγες. Το ηθικό καλό.  Ο αριστερός βραχίονας ελαφρά πρησμένος.  Σε τρεις μέρες θα ήταν καλά.

...τα πλαστικά της ουράς κακοποιημένα από την πτώση και η μανέτα του φρένου λιμαρισμένη από την άσφαλτο. Κατ΄αυσίαν τίποτα.

 

Μείναμε μαζί μέχρι τον Απρίλιο του ’96. Τότε το αντάλλαξα. Το έδωσα και πήρα ένα λευκό 620 LC4. Όμορφο ήταν, περάσαμε πέντε χρόνια καλά μαζί, ανεβήκαμε μόνοι μας στη Γράμουστα, ίσως τα πούμε κάποτε, αλλά μακροπρόθεσμα, σαν, να το μετάνιωσα. Και σε αυστηρά δικυκλιστικό επίπεδο και σε συναισθηματικό. Είχα κάποιες ενοχές που άφησα το XR, για κάτι πιο λαμπερό, που γίνονταν πιο έντονες επειδή μπορούσα να το κάνω. Το εισέπραττα σαν ένα είδος αλαζονείας. Στο χρονικό διάστημα που περάσαμε μαζί δεν θυμάμαι να «χάλασε» κάτι. Στο τέλος του καλοκαιριού του '95 ένα ρουλμάν τιμονιού που με τις ταλαιπωρίες μάγκωνε κάπως στα κλειστά κομμάτια και ήθελε αντικατάσταση. Τίποτα άλλο.

Περίπου επτά μήνες πριν φύγει, τον Σεπτέμβριο του '95, διοργάνωσε το περιοδικό «2τροχοί», για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μια 24ωρη δοκιμή δυο μοτοσυκλετών. Ήταν μια Honda ΧR 600 και μια KTM 620. Την πατρότητα της ιδέας είχε ο Στάθης Βεντουρής που τότε είχε και το γενικό πρόσταγμα στο έντυπο. Δούλεψε όλο το επιτελείο για την πραγμάτωσή του, οδήγησαν 18 οδηγοί για 24 συνεχείς ώρες σε μεγάλη, κλειστή, χωμάτινη διαδρομή. Ότι συνέβη, δημοσιεύτηκε με μεγάλη και εμπεριστατωμένη σε κάθε επίπεδο κάλυψη στο τεύχος 52 (Νοέμβριος 2015) με τίτλο: «24 Ώρες στο χώμα». Συμμετέχοντας και οδηγώντας είχα κάτι και ΄γω να καταθέσω. Ξαναδιαβάζοντας μετά από 20 χρόνια το ίδιο κείμενο το βρίσκω, επιτρέψτε μου, προφητικό, όσο και επίκαιρο. Έφερε τον τίτλο: «Μικρό Νυκτερινό Παραλήρημα» και ανέφερε τα κάτωθι:

«Με το χώμα ήδη σκαμμένο από τη λύσσα των προηγούμενων, έφτανες σε εκείνη την αριστερή, στο χάσιμο, στην κορφή του λόφου και μόλις ξεπρόβαλες ψάχνοντας για μια καλύτερη γραμμή, σου χάριζε ο Θεός της Ελλάδας το καλύτερο δώρο του. Την ανταύγεια μιας σελήνης 20 ημερών, στα υπήνεμα νερά του κόλπου του Σχοινιά. Μόνος μέσα στην Αττική, νύχτα, ξεδιπλωνόταν μπροστά σου άλλο ένα μεγαλείο, από εκείνα που συνήθως γλιστρούν σαν νεράκι από την παλάμη μέσα στη φούρια της καθημερινότητας.

Το Σάββατο είχε ξεκινήσει πριν από μερικά λεπτά και το ζευγάρι που ταλαιπωρούσε εαυτούς και δίτροχα ήταν ο Γιάννης Μιχάλης και ο Ν.Σ.Ζ. Γνωστοί μεταξύ τους από τις καλοκαιρινές εξορμήσεις στα όρη και τα ποτάμια της πατρίδας, του ίδιου περίπου -χωμάτινου- επιπέδου, ένιωθαν περίεργα. Τα πρώτα χιλιόμετρα δύσκολα, βαριά. Το χώμα μπόσικο, τα φωτιστικά στοιχεία ελλιπή, τα μονοπάτια αόριστα, το σκοτάδι αντίπαλος, οδηγείς αδρανιακά, δηλαδή ό,τι χειρότερο. Μετά το δεύτερο γύρο βάζεις κάποια σημάδια, μαρκάρεις χασίματα, αργά, γρήγορα κομμάτια, αρχίζεις να το ντριφτάρεις, η αναπνοή σου επανέρχεται στα φυσιολογικά επίπεδα, οι καρποί λύνονται και αρχίζεις τη μικρή επίθεσή σου στο χρόνο.

H όραση συνηθίζει στο σκοτεινό περιβάλλον, που το σκίζει αυτή η τρελή φωτεινή δέσμη και η σκληρή γη δεν αργεί να μεταβληθεί σε μαλακό πέπλο που πάνω του το δίτροχο γλιστρά με χάρη. Με μια περίεργη συνθήκη ό,τι σε ενοχλούσε πριν από λίγο, τώρα σε ευχαριστεί. Το κορμί ησυχάζει, το μυαλό χωρίζεται στα δύο. Το ένα κομμάτι ελέγχει τις λειτουργίες της οδήγησης ενώ το άλλο εγκαταλείπει τον τόπο και το χρόνο, αρχίζοντας το ταξίδι του.
Κύματα αλλεπάλληλα, έρχονται οι μνήμες, οι σκέψεις, τα ευχάριστα, τα δυσάρεστα, το παρελθόν κωδικοποιημένο, συμπιεσμένο σαν σε κάρτα Εμπέγκ. H αγχώδης πλευρά ξεπροβάλει απειλητική. Καπελώνει γοργά το σύστημα και σε βυθίζει σε σκοτεινή θλίψη.
Σαν υψηλή τάση χτυπά την ψυχή σου...
O πόλεμος για την επικράτηση, την εξουσία, τη δύναμη, (κάποτε το λέγαν χρήμα). H διαφθορά, H αλητεία. Δημόσια σχέση η ζωή, συναλλαγή το συναίσθημα. Το χειρότερο; Αδυναμία αντίστασης. Από πού να ξεκινήσεις την εξέγερση; Από την ουρά της τράπεζας; Ή μήπως στους μποτιλιαρισμένους δρόμους; Ολημερίς στο κάμπριο, το βράδυ κλάμπιν!

Με το Γιώργο πριν την βάρδια μου στο 24ωρο και το εξώφυλλο του περιοδικού.

O χώρος για τους ατίθασους, για τους απείθαρχους μειώνεται δραματικά. Σπρώχνονται, απομονώνονται,  απομακρύνονται. Οι επόμενες γενιές, θα πάψουν να έχουν ασύμβατους χαρακτήρες. Συμπαθή δίποδα που χρωστούν δόσεις καταναλωτικών δανείων θα έχουν!

H θλίψη μεταμορφώνεται σε οργή. Θα σηκώσω μπαϊράκι, θα βγω στο κλαρί, θα ανέβω στο βουνό...
Ματαιότητα. Λιωμένος, αλοιφή από το περιβάλλον. Αυτοκτονία ηλιθίου. Θα σε πολεμήσουν με παγερή αδιαφορία, με ψυχραιμία χειρούργου. Ούτε καν θα σε μισήσουν. Συνήθως μισούμε τους ίσους και τους ανώτερους. Ούτε οι κολλητοί σου δεν θα το εννοήσουν. H οργή μεταμορφώνεται σε μελαγχολία.


Κάτι σαν δάκρυ. Όχι κλάμα ή δάκρυα. Δάκρυ. Λαμπερό μαργαριτάρι! Βαθύς αναστεναγμός! Σαν το αναφιλητό του μωρού μετά τον κολικό. Σύνελθε!
Κράτα τα καλά και μην αφήσεις τίποτα να εξαγοράσει. Κι όταν δεν πάει άλλο, ντύσου, ανέβα στο εργαλείο, σκαρφάλωσε σε μια αληθινή βουνοκορφή και άφησε τον αέρα να κάνει τη δουλειά του. Να καθαρίσει όσο μπορεί τις πληγές.

H ώρα πέρασε! O Μάστορας αναβοσβήνει το φακό. Αλλος ένας γύρος και τέλος βάρδιας. Κιόλας; Πάνω που άρχισα να συνηθίζω; Πιτ στοπ. Το XR δεν χρειάζεται τίποτα, το παραδίδω σε έναν τύπο με μια γυαλάδα στο βλέμμα.

Κάθιδρος απλώνομαι σε μια καρέκλα κοιτάζοντας τον Κουτσουμπό στα μάτια. Του το έχω ξαναπεί στο αγωνιστικό του υπόγειο. Θα έδινα αρκετά να ήμουνα 20 χρόνια νεότερος και να γυρνάγαμε με το φορτηγό του, παίζοντας πάνω στις σέλες των καθαρόαιμων. Βλέποντας τον κόσμο από περίεργες γωνίες, μετρώντας τα νοήματα της ζωής διαφορετικά. Όχι ότι αυτό θα ήταν θεραπεία! Παυσίπονο μόνον... Το είπαμε εξ άλλου και πιο πάνω!

Σύνελθε! Κράτα το καλά και μην αφήσεις τίποτα να εξαγοράσει... Κι όταν δεν πάει άλλο, ντύσου ανέβα στο εργαλείο, σκαρφάλωσε σε μια αληθινή βουνοκορφή και άφησε τον αέρα να κάνει τη δουλειά του. Να καθαρίσει όσο μπορεί τις πληγές.»

Κάπως έτσι μείναμε μαζί το Φθινόπωρο και τον χειμώνα του '95 - '96 και κατόπιν χωρίσαμε. Για δυο οχήματα έχω μετανοιώσει που έδωσα. Για εκείνη την XR και για το μοναδικό MKII της ζωής μου. Είχαν αρκετά κοινά στοιχεία μάλιστα. Λευκά και τα δύο, πουλήθηκαν στην μισή από όσο αγοράστηκαν, τα κράτησα το ίδιο περίπου χρονικό διάστημα και τα δύο.

Μάρτης '07. Στο Σχινιά με κάργα Σοροκάδα

 

Έντεκα χρόνια μετά το χωρισμό μας με το 600  XR έτυχε να βρεθώ με έναν μικρό εξάδελφό του. Την 400 ΧR. Μετά από πέντε χρόνια, σχεδόν αποκλειστικής χωμάτινης δίτροχης αποχής, μου ξαναζωντάνεψε την επιθυμία, να ξαναμυρίσω σκαμμένο, χώμα, να επιστρέψω εκεί που μόνο δίτροχα περνούν. Όπερ και εγένετο και μάλιστα ταχύρυθμα. Από το Φθινόπωρο του ’06, άρχισαν οι έξοδοι και από Γενάρη του ’07 πύκνωσαν, τόσο ώστε οι αλλαγές των ελαστικών να είναι συχνές. Κατηγορούσα τον εαυτό μου γιατί είχα στερηθεί πράγματα που μου αρέσουν, αλλά η αθωωτική απόφαση βγήκε με συνοπτικές διαδικασίες καθώς το αμάρτημα, το φορτώθηκε αποκλειστικά η Καθημερινότητα. Αυτή η ισχυρή  πραγματικότητα, που σε απομακρύνει με τρόπο ύπουλο από τόσα και τόσα.

Μάιος '07. Στους Αγ. Ασώματους. Πεντέλη.


Απόκτησα λοιπόν τον μικρό εξάδελφο, οποίος είχε ήδη τουλάχιστον έξι χρόνια ζωής σε κάποια άλλα χέρια, έφερε τα τραύματα μιας πτώσης, χαραγμένα στα πλαστικά του. Διέθεσα και μερικά χρήματα για διάφορα περιφερειακά όπως, ποδιά, ωρόμετρο, άλλες χούφτες, άλλο φωτιστικό σώμα, αυτό που λένε customazing. Τότε μου άρεσε, έτσι όπως έγινε. Αργότερα το προτιμούσα στην μητρική του μορφή.

Ιούνιος '07. Κόμητο, Σύρος.


Ιούλιος '07.Λιμάνι Ανάφης, με εκλεκτή, αλλά κάπως βαριά παρέα.


Όπως και να 'χει, μέχρι το τέλος του ’11, όταν η ύφεση όχι απλώς χτύπησε την πόρτα της ζωής μου, αλλά την γκρέμισε κιόλας, είχα την τύχη να βάλω πολλές ώρες, να γράψω αρκετά χιλιόμετρα. Από τους κοντινούς ορεινούς όγκους, Πεντέλη, Πάρνηθα, στους σχετικά κοντινούς, Ελικώνα, Κιθαιρώνα, Παρνασσίδα. Κι από τις κοντινές ακρογιαλιές, του Σχοινιά και της Ψάθας, σε πιο μαγεμένες,  στο Κόμητο της Σύρας, στον Αγ. Παύλο της Αμοργού, στις Πρασιές της Ανάφης, στην Παλαιοχώρα της Κρήτης.

Λίγη ώρα πριν την Πρωτοχρονιά του 2008. Στο βάθος η ανταύγεια της συνεφιασμένης πόλης.


Το XR πανταχού παρόν, είτε με σόλο τον αναβάτη είτε μετά του εταίρου ημίσεος αυτού. Χωρίς προβλήματα, χωρίς δισταγμούς. Δεν με γκρέμισε ποτέ, αντίθετα έριξε δυο περιστασιακούς αναβάτες του. Σαν μια δίτροχη Christine που έντονα διαμαρτυρήθηκε για την  απόφαση του ιδιοκτήτη του, να παραχωρηθεί έστω και για λίγο σε άλλον.

Απρίλιος '08. Στο φόντο η πρώην Πεσινέ και στο μοιχό του κόλπου η Αντίκυρα.


Μέχρι που άρχισε να δείχνει τα χρόνια του. Η κόπωση ήταν εμφανής. Στο τέλος του ’13 ήταν πια 12 ετών. Έκαιγε λίγο λάδια, έδειχνε κουρασμένο, ίσως και αδύναμο, τα λάστιχα ήταν τελειωμένα, ήθελε περιποίηση, έληξε η ασφάλεια. Απαιτούσε κάποια προσοχή που ούτως ή άλλως θα μπορούσε να την έχει, μα και κάποια χρήματα που δεν μπορούσα να διαθέσω. Το οδόμετρό του έγραφε κάποια 26.000 χλμ από τα 13.000 που βρέθηκε στην κατοχή μου, πάντα με την επιφύλαξη αν ήταν πράγματι τόσα.

Απρίλιος '09. Κόκκινο στο πράσινο. Η ιεροτελεστία της Άνοιξης.


Έτσι η απόφαση ελήφθη  και τέθηκε σε προσωρινή αποστρατεία. Κατέθεσα πινακίδες και πέρασε, μήνους 20 περικαλώ, διαχειμαζόμενο. Σε αυτή την απόφαση βοήθησε και η κατοχή για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ενός ΤΕ 610 Husqy, φίλου τινός που το είχε σφόδρα παραμελήσει. Λίγα περισσότερα για αυτό το δίτροχο εδώ: Δίτροχα (χωμάτινα) μονοπάτια

Ιούνιος του '10. Ξημέρωμα κάτω από τη Χοζοβιώτισσα. Τα  αυτοκόλλητα το ομόρφυναν. Eίναι σαφές, πως η γαλή αριστερά κάτω, ρέπει ανενδοίαστα προς ναρκισσισμόν.

 

Μάρτης του '12. Λαμπρή Δύση


Η απομαχία του έλαβε τέλος νωρίς φέτος το Φθινόπωρο. Υπέστη μια γενική επισκευή από το Γιώργο Κουτσουμπό. Οι κυβερνήσεις πέφτουν, τα μνημόνια σχίζονται, αλλά ο Γιώργος όρθιος, κι οι σχέσεις μας αναλλοίωτες εδώ και 40 σχεδόν χρόνια. Ρεκτιφιέ λοιπόν το XR, καινούργια μέταλλα, κι' όλη τη φροντίδα που απαιτείται σε έναν κινητήρα. Ταυτόχρονα ξηλώθηκαν από πάνω του όλα τα after market, τοποθετήθηκαν τα δικά της πράγματα,  παρέλαβα τις πινακίδες του, το ασφάλισα, τοποθετήθηκαν φλας για να μπορέσει να περάσει Κ.Τ.Ε.Ο. και ξανακύλισε τους τροχούς του.

Φορέθηκε το μεγάλο ρεζερβουάρ, από το 600 φυλαγμένο χρόνους 20, στο οποίο προσάρμοσα τα αυτοκόλλητα από το  δικό του μικρό κόκκινο για να σπάσει την ασπρίλα και ελπίζω να κρατήσουν λίγο. Πρώτη διαπίστωση ότι ζωντάψε. Δεύτερη πόσο μου έλειψε. Αυτή η, γενικά, σωστή ρήση  ότι μόνον όταν χάνεις κάτι καταλαβαίνεις την αξία του, σπάνια συνοδεύεται και από το επίσης σωστό συμπέρασμα πως όταν το επανακτήσεις ξανακαταλαβαίνεις πόσο σου έλειψε. Συνήθως μέχρι τότε το έχεις απωθήσει. Έτσι σαν αυτοάμυνα.

Νοέμβριος 2015


Συνειδητοποιήμενος από το σφάλμα του 600 και του ΜΚΙΙ δεν έχω καμιά πρόθεση να το δώσω, όχι μόνον διότι δεν αντέχω σε μια «αναβάθμιση», αλλά επί της ουσίας δεν θα λύσει κανένα πρόβλημα. Εξ άλλου το ΜΚΙΙ και το 400 συνδέονται από άλλο ένα κοινό στοιχείο. Ήταν αγορασμένα από από γνωστούς. Και για τους δυο γνωστούς έχω άλλη γνώμη απ’ ότι είχα. Οι εμπειρίες της ζωής σπανίως έρχονται (και απέρχονται) αβρόχοις ποσίν.

Νοέμβριος 2015


Θέλει ακόμα κάποιες, λίγες λεπτομέρειες, κάτι θέματα με τα ηλεκτρικά, ένα ζευγάρι λάστιχα, χρόνο και οπωσδήποτε λίγο κέφι για να βρεθεί εκεί που πρέπει και να προσφέρει τη χαρά που μπορεί. Μέσα στη ζωή μου, παραμένει ως ένα αγαπημένο αντικείμενο που έχει τη δύναμη να προσφέρει ψήγματα ελευθερίας, να χαρίσει δόσεις χαράς και καθαρές ανάσες. Κι όλα αυτά δεν είναι καθόλου λίγα, καθόλου συνηθισμένα, ειδικά αν συνυπολογίσουμε τις εποχές που βιώνουμε.