Στην εποχή του Κωνσταντίνου - Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2016 Print

(του και Β' αποκαλούμενου, ή τέως, ή Γλύξμπουργκ, ή Constantine de Crecia)

Από τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη (που από το τέλος του Δεκέμβρη του 2009 και τον θάνατο του Χρήστου δεν έχει τίποτα από Λαμπράκη και θα έπρεπε να ονομαζόταν Δ.Ο.Ψ.) κυκλοφόρησε προσφάτως, μια σειρά από τρεις εκδόσεις, κάτι σαν ιστορική καταγραφή, ή σαν εκπλήρωση ευθύνης του πρώην ανώτατου πολιτειακού άρχοντα του Ελληνικού κράτους.

Φροντισμένες, σε καλό χαρτί  με την συγγραφική αρωγή του Γεωργίου Π. Μαλούχου, με πλούσιο και σπάνιο φωτογραφικό υλικό, με μεγάλα στοιχεία, ώστε να μπορούν να διαβάσουν και οι υπερήλικες, μα και για να δώσουν τον απαιτούμενο όγκο, ώστε να βγουν οι τρεις τόμοι και να τραβήξει η προσφορά του «Βήματος», εβδομάδες τρεις.

Ξεκινά με το «Βλέμμα στους προγόνους», όπως τιτλοφορείται το πρώτο κεφάλαιο, του πρώτου τόμου, όπου κάνει τη γέφυρα με το παρελθόν, περιγράφει τις συνθήκες της εποχής.

Mας λέει, πως όταν ο Κάιζερ πίεσε τον παππού του, στον πρώτο Μεγάλο πόλεμο,  να πάρει το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων, διότι διαφορετικά θα του αφαιρούσε τη ράβδο του Στρατάρχη, ο Κωνσταντίνος του απάντησε εις άπταιστον αγγλικήν: «You can stuff it up your ass» όπερ μεθερμηνευόμενον «βάλτη στον κώλο σου».

Κυρίαρχη γλώσσα ανάμεσα στους διαδόχους του Γεωργίου του Α' ήταν η αγγλική, κοινή πρακτική των βασιλικών οίκων της εποχής όπως  (σ. 28 Α') μας ομολογεί.

Λίγο πιο κάτω, μας δίνει έναν ακόμα λόγο που μπήκε στο κόπο να συγγράψει το πόνημά του, καθώς ο Κωνσταντίνος Α΄,  βαριά άρρωστος από καρκίνο δεν πρόλαβε να γράψει την άποψη του για τα αίτια της Μικρασιατικής καταστροφής και οι λίγες πληροφορίες που φθάνουν από την πλευρά του στέμματος για εκείνη την περίοδο, είναι από το ημερολόγιο του πρίγκηπος Ανδρέου. Έτσι εκλαμβάνει ως καθήκον του, την αποτύπωση των γεγονότων όπως αυτός τα έζησε.

Αποκαλεί τον Καβάφη «μεγάλο σοφό Έλληνα», πλέκει το εγκώμιο του πατέρα του Παύλου, όπου σύμφωνα με την αφήγησή του ήταν πιανίστας παγκόσμιας κλάσης, γνώριζε άπταιστα πέντε γλώσσες, ενώ αναγκάστηκε να εργαστεί, απένταρος ον, στην αυτοκινητοβιομηχανία Ford στην Αμερική και σε βιομηχανία αεροσκαφών στην Βρετανία ως μηχανικός.

Μας λέει επίσης, πως αν ο Παύλος δεν έλειπε για τους Ολυμπιακούς του '36 στο Βερολίνο, ο Μεταξάς θα είχε δυσκολότερο έργο στο να πείσει τον Γεώργιο για την εκτροπή της 4ης Αυγούστου, διότι ο Παύλος δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο.

Περιγράφει τον γάμο των γονέων του, και την αγάπη που ένιωσε η μητέρα του άμεσα για τον ελληνικό λαό, αλλά και όλο το σύγχηση των βασιλικών οίκων, όπου συγγενείς έρχονταν αντιμέτωποι μεταξύ τους στην έναρξη του Β' Π.Π.

Ακολούθως αναφέρεται στα χρόνια της σύρραξης και πως τα πέρασε η οικογένεια, στην Αίγυπτο και στην Νότιο Αφρική, στην επιστροφή στην Πατρίδα, στο θάνατο του Γεωργίου του Β' και την συνειδητοποίηση ότι ο πατέρας του έγινε βασιλεύς και ότι κάποια μέρα, αυτή θα ήταν και η δική του τύχη, ενώ στην ταφή του Θείου του, κατάλαβε τη βαθιά σχέση βασιλέως - λαού.

Προβαίνει σε ιστορική ανάλυση γράφοντας ότι τον Εμφύλιο τον αποκαλούσαν συμμοριτοπόλεμο, χαρακτηρισμός που σήμερα ηχεί άσχημα αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα και πως ουσιαστικά τον ξεκίνησαν οι Σοβιετικοί. Αυτό καταγράφει.

Στη συνέχεια, προβάλει το ρόλο της μητέρας του στην εμπλοκή των Αμερικανών μετά την αποχώρηση των Βρετανών, ενώ η περιγραφή των εφηβικών και γυμνασιακών χρόνων στα Ανάβρυτα, ένα εσωτερικό σχολείο που ιδρύθηκε για να πάει ο ίδιος, αλλά στέγασε παιδιά από κάθε κοινωνική τάξη, είναι ενδιαφέρουσα.

Αντιτίθεται στην θανατική ποινή, έρχεται στο θέμα της εκτέλεσης του Μπελογιάννη όπου ο Πλαστήρας με την σύμφωνη γνώμη του πατέρα του είχε δεσμευτεί δημόσια ότι δεν θα εκτελεστεί. Δεν μας ερμηνεύει όμως τι συνέβη και εκτελέστηκε όταν βασιλιάς και πρωθυπουργός είχαν συναινέσει στην δέσμευση περί μη εκτέλεσης.

Διάκειται θετικά απέναντι στον Παπάγο, αφήνει ακάλυπτο τον Μαρκεζίνη, αποκαλεί τον Καραμανλή ευθυνόφοβο (σ.242) και αλαζόνα (σ.288) ενώ: «θα διαπιστώσει κανείς ότι πάντα είχε δεσμούς με ανθρώπους της εξτρεμιστικής δεξιάς» (σ.291), αφού βεβαίως πρώτα,  απορρίπτει κάθε σενάριο περί επιβουλής του Καραμανλή από το εξωτερικό, μετά τον θάνατο του Παπάγου. Αποκαλύπτει, επίσης, πρόταση του Τίτο στον Παύλο να τεμαχίσουν την Αλβανία.

Βγάζει καθαρό τον Δόβα, τον Ποταμιάνο και το παλάτι γενικότερα για τις εκλογές του '61 και προχωρά στο ερώτημα: «Αν όμως μιλάμε για νοθεία το '61 δεν πρέπει να μιλήσουμε και για το δημοψήφισμα του '74;».

Απομακρύνει απολύτως το παλάτι από το παρακράτος και την δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη και προσθέτει: «...υπήρχε μηχανισμός και αυτός ήταν του Καραμανλή. Και ο Νάτσινας και ο Καρδαμάκης ήταν εκεί... Αυτοί είχαν στα χέρια τους τον μηχανισμό.» (σ.376).

Αναφέρεται συχνά στις επιπολαιότητες των πολιτικών και στο πως άλλαζαν τα λόγια τους δίνοντας ένα παράδειγμα από το κολακευτικό επικήδειο που εκφώνησε ο Γ. Παπανδρέου για τον Σ. Βενιζέλο, ενώ λίγες μέρες πριν αναφερόταν στον εκλιπόντα με βαρύτατους χαρακτηρισμούς.

Πάντως τον Γ. Παπανδρέου τον περιγράφει ως συμπαθή και αφήνει να εννοηθεί ότι είχαν μια αγαστή συνεργασία. Αναγνωρίζει το σφάλμα του να του στείλει τις περίφημες επιστολές που είχαν συντάξει ο Χοϊδάς και ο Π. Κόκκας: «Δεν έπρεπε ποτέ να είχα απευθύνει στον Πρωθυπουργό αυτές τις επιστολές» (σ.122 Β').


Στο μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου τόμου επισύρει τις ευθύνες για την ταραγμένη σχέση του με τον «Γέρο», στον Ανδρέα, ο οποίος σύμφωνα με την αφήγησή του εκβίαζε τον πατέρα του όποτε δεν υπάκουε στις πολιτικές του επιθυμίες: «...αν μπεις σε οικουμενική κυβέρνηση, τα εγγόνια σου να τα ξεχάσεις. Δεν θα τα ξαναδείς ποτέ» (σ.203 Β')

Αποποιείται των ευθυνών της μητέρας του και του σημείου που υποστηρίζεται γενικότερα, ότι δηλαδή η δική της παρεμβατικότητα τον έσπρωξε σε λανθασμένες επιλογές.

Αναφέρεται και στο ρόλο των ξένων: «...ήξερα πολύ καλά ότι οι Αμερικανοί και οι Εγγλέζοι επέλεγαν μεμονωμένα και κατ' ιδίαν να μιλάνε με αυτόν που τους εξυπηρετούσε περισσότερο, λέγοντας μάλιστα άλλα στον έναν και άλλα στον άλλον» (σ.192)

Περιγράφει αναλυτικά το τι συνέβη εκείνη την μοιραία νύχτα της 20ης προς την 21η Απριλίου, του '67, επαναλαμβάνει τα γνωστά επιχειρήματά του, τα οποία διανθίζει με ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, που έχουν να κάνουν με τους πρωταγωνιστές γνωστούς και λιγότερο γνωστούς εκείνης της νύχτας.

Κάνει την αυτοκριτική του: «το δικό μου λάθος και η αφέλειά μου ήταν ότι είχα τέτοια πίστη στο στράτευμα και στη δημοκρατία ώστε δεν μου περνούσε από το το μυαλό ότι θα μπορούσαν να συμβούν όλα αυτά» (σ.259).

Ταυτόχρονα αρνείται κάθε φήμη περί του ότι συνταγματάρχες πρόλαβαν τους στρατηγούς που είχαν την έγκριση του παλατιού για πραξικόπημα.


 

O τρίτος τόμος ξεκινά με το κεφάλαιο: «Το τίμημα της ελευθερίας: Η 13η Δεκεμβρίου 1967», όπου σε 41 σελίδες επιχειρεί να μας διαφωτίσει για τους λόγους του αντικινήματος και τα αίτια της αποτυχίας του. Όσοι πάντως στέκονταν απέναντι και όχι δίπλα του, εκείνη την εποχή, το βάφτισαν «οπερέτα».

Στη συνέχεια περιγράφει το δικό του δύσκολο δρόμο που τον περίμενε ακριβώς από την αποτυχία του Αντικινήματος, αλλά και τη γνωριμία του με τον Πάπα, την παρουσία του στην κηδεία του Αιζενχάουερ, όπου εκφράζει τον αντιαμερικανισμό του, και δικαιολογεί τον αντιαμερικανισμό ο οποίος  στην Ελλάδα βρισκόταν εν τη γενέσει του.

Αποδέχεται την εμπλοκή τμήματος των Αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών στο πραξικόπημα, αποκαλύπτει τρεις απόπειρες δολοφονίας του, όπως και την επαφή Καραμανλή – Μακαρέζου, αλλά και το πισωγύρισμα του αυτοεξόριστου πολιτικού για μια κοινή δήλωση τους τις μέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.

Περιγράφει τον τρόπο που ο Καραμανλής τον απέτρεψε να επιστρέψει στην Ελλάδα, μετά την πτώση της χούντας και δικαιολογεί τη στάση του να μην επιστρέψει με δική του πρωτοβουλία, με το κλασσικό επιχείρημα ότι δεν ήθελε να προκαλέσει διχασμό και αιματοχυσία.

Στο ίδιο μοτίβο μιλά για το Δημοψήφισμα, κατηγορεί ανοικτά τον Καραμανλή και εκτιμά ότι διενεργήθηκε κάτω από συνθήκες που προδίκασαν το αποτέλεσμα.

Αναφέρεται στον εκδικητικό τρόπο που τον αντιμετώπισε ο Καραμανλής στο θέμα της ταφής της μητέρας του, για την οποία κάνει μια συγκινητική περιγραφή, ενώ λίγο αργότερα γράφει για την γνωριμία του με την Θάτσερ και τον Ρήγκαν.

Αρνείται τη φημολογία περί σχέσης με την Αλίκη και διατυπώνει με επιχειρήματα τα παράπονά του για τη στάση της Ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στο νομικό θέμα της περιουσίας του και στην αφαίρεση της Ελληνικής ιθαγένειας.

Ανάμεσα σε δεκάδες ταξίδια και πρωτοβουλίες, γράφει για τις συναντήσεις του με τον Κάστρο, τον  Μαντέλα, τον Κίσινγκερ. Τις ενέργειές του για την ανάθεση των Ολυμπιακών του ’04 στην Ελλάδα, τις μοχλεύσεις και τα παιχνίδια που γίνονται στην διεκδίκηση, και την όχι θετική άποψή του για την Αγγελοπούλου, με το σύζυγο της οποίας, Θόδωρο,  ήταν συμμαθητές στα Ανάβρυτα.

Κλείνει με ένα κείμενο που επιχειρεί να ερεθίσει το θυμικό των αναγνωστών του. Η μεγάλη του αγωνία, εστιάζεται στο να καταφέρει να πείσει ότι κινήθηκε πάντα για το καλό του τόπου, ότι μπορεί να έκανε σφάλματα, αλλά ποτέ με δόλο, ότι θυσίασε το στέμμα, τον μέλλον του και το μέλλον των παιδιών του σε μια προσπάθεια να κρατήσει τον τόπο ενωμένο.

Είναι μια εκδοτική προσπάθεια που αξίζει να διαβαστεί για όσους θέλουν μια προσωπική άποψη ενός πρωταγωνιστή, μια καταγραφή από τη σκοπιά του στέμματος. Γραμμένα απλοϊκά τα τρία αυτά βιβλία, διανθισμένα ενίοτε ευχάριστα με ανέκδοτα περιστατικά, δεν μπορούν να αλλάξουν ότι συνέβη, μπορούν όμως να δώσουν μια ακόμα ερμηνεία.

Με τις λέξεις μοναρχοφασίστας και κομμουνιστοσυμμορίτης, αργότερα και βασιλοχουντικός, να δεσπόζουν στο μετεμφυλιακό κλίμα, κάθε καταγραφή είναι χρήσιμη. Ο τέως έδωσε τη δική του. Από το πρωτοχρωνιάτικο διάγγελμα του ’66 έως αυτά τα βιβλία έχουν περάσει 60 χρόνια. Τόσο αυτός, όσο και εμείς κάτι μάθαμε, κάτι καταλάβαμε.

Αν ο πρώην ανώτατος πολιτειακός άρχοντας της Ελλάδας τα έγραψε για να είναι εντάξει με την ιστορική κληρονομιά του, καλοδεχούμενα αν και θα μπορούσαν να είναι πληρέστερα, πιο συμπαγή, πιο βαθιά, μα και πιο ειλικρινή. Αν τα συνέταξε με σκοπό να ελπίζει σε μια επιστροφή του στέμματος, στο θρόνο και στα ανάκτορα είναι αφελές. Όσοι εναπομείναντες πιστοί στο στέμμα (μια τελευταία δημοσκόπηση τους υπολογίζει στο 10%), είναι βέβαιο ότι θα νοσταλγήσουν και θα συγκινηθούν. Οι ευρισκόμενοι απέναντι θα τα θεωρήσουν θεατρικά, πολύ λίγα και πολύ αργά. Όλοι οι υπόλοιποι θα τα αντιμετωπίσουν ως μια ακόμα ευχάριστη, παραμυθένια αρωγή στον πολυσύνθετο ιστορικό μας καμβά.