Συλλογικός φανατισμός & συλλογική ευθύνη. (24.07.2010) Print

Το καλοκαίρι που η ποδοσφαιρική κίνηση είναι μηδαμινή, το κέντρο του ενδιαφέροντος στρέφεται στα μεταγραφικά θέματα. Οι ομάδες προσπαθούν να ενισχύσουν το έμψυχο υλικό τους, οι managers να αποσπάσουν την καλύτερη τιμή για την πελατεία τους και οι παίκτες να εξασφαλίσουν πιο πλούσια συμβόλαια.

Όλα, ή σχεδόν όλα, υπόκεινται στις νόρμες της ελεύθερης αγοράς. Η περίφημη αγάπη για τη φανέλα, η συλλογική προτίμηση από την πλευρά των παικτών είναι ένα γράμμα κενό ή καλύτερα εξαγοράσιμο. Θα μπορούσαμε στο σημείο αυτό, να εξάρουμε την περίπτωση του Δημήτρη Σαλπιγγίδη, ο οποίος πιθανότατα είχε τη δύναμη να διεκδικήσει μια καλύτερη μεταγραφή, ή να παραμείνει στον νταμπλούχο, αλλά αυτός προτίμησε την επιστροφή στην ομάδα της καρδιάς του. Αν δεν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη αιτία, που γύρισε τον συμπαθή ως άνθρωπο και διακεκριμένο ως ποδοσφαιριστή Δημήτρη στην νύμφη του Βορρά, η περίπτωσή του είναι πράγματι μοναδική. Αν υπάρχει κάτι άλλο, παραμένει απλώς ξεχωριστή.

Όπως και να έχει το θέμα του, η μεταγραφική περίοδος είναι εξ’ ίσου ενδιαφέρουσα, σε ότι αφορά την παρατήρηση συμπεριφορών, όσο και η αγωνιστική περίοδος.

Αφορμή για το  σημείωμα που ακολουθεί έδωσαν οι διάφορες θριαμβευτικές υποδοχές των αστέρων του διεθνούς ποδοσφαιρικού στερεώματος, που έρχονται δίκη Μεσσία στην Ελλάδα.

Παλιότερα ο Rivaldo, ένα παιδί μεγαλωμένο στις φαβέλες της Βραζιλίας που έχασε τα δόντια του από υποσιτισμό, αλλά το ποδόσφαιρο του έδωσε τη δυνατότητα να γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής και να υπογράφει ετήσια συμβόλαια εκατομμυρίων €. Πέρσι ο Cisse, φέτος ο Riera έδωσαν με την παρουσία τους την ευκαιρία σε χιλιάδες οπαδούς να συγκεντρωθούν στο αεροδρόμιο και γίνουν οι πρωταγωνιστές μιας θριαμβευτικής υποδοχής. Αυτό που ενδεχομένως αγνοούν είναι ότι οι σημερινοί ήρωες εύκολα μετατρέπονται σε αυριανούς αποδιοπομπαίους τράγους και οι εκδηλώσεις λατρείας στο δέος των κορνέδων.

Σε σημειολογικό επίπεδο αυτό που έχει αξία είναι η πάνδημη συμμετοχή, τόσο στις εκδηλώσεις υποδοχής, όσο και στις πρώτες προπονήσεις που διεξάγονται με τα χαρακτηριστικά τελετής. Το λαϊκό ένστικτο ψάχνει εναγωνίως εκδηλώσεις που παράγουν αισιοδοξία, την υποψία της νίκης, το κυνήγι της επιτυχίας. Προδομένο από το πολιτικό πλαίσιο, τις μάταιες και ψευδείς υποσχέσεις πάσης φύσεως διαχειριστών της εξουσίας, αποτελεί το καλύτερο υλικό, τους πλέον εύκολους πελάτες των φιλόδοξων προέδρων των ποδοσφαιρικών σωματείων που εδώ και τριάντα χρόνια μεταβλήθηκαν σε Π.Α.Ε. Η ελπίδα της διάκρισης στοιχειοθετείται ολοκληρωτικά μέσα από τη συλλογική προτίμηση, και ο σύλλογος αποκτά μοναδική διάσταση στη ψυχή και στις συμπεριφορές των οπαδών.

Ένα κλασσικό παράδειγμα των ανωτέρω είναι η φιέστα παρουσίασης του Ούγγρου Lajos Detari στο δημαρχείο του Πειραιά. O τότε δήμαρχος της πόλης, γνήσιος απόγονος της παραδοσιακής οικογένειας των Ανδριανοπουλαίων, χρυσή ελπίδα της συντηρητικής παράταξης, με έγκριτες σπουδές και «φρέσκιες» νεοφιλελεύθερες ιδέες δεν δίστασε να παρουσιάσει τον «μάγο» μαζί με τον τότε περιστασιακό ιδιοκτήτη της ομάδας και αργότερα καταδικασθέντα για σωρεία απατών από το μπαλκόνι του Δημαρχείου, ενώπιον δεκάδων χιλιάδων αλαλαζόντων οπαδών σε μια προκλητική, τουλάχιστον στο αισθητικό τμήμα της, φιέστα. Ήταν μέσα Ιουλίου του ’88, η Ελλάδα βουτούσε βαθιά στα σκάνδαλα και λίγους μήνες αργότερα το TIME θα κυκλοφορούσε με τίτλο «The looting of Greece», με τις εικόνες του νεαρού χονδρού τραπεζίτη και του ασθενούς γηραιού πολιτικού να βάλουν κατ’ εξοχήν ενάντια στην αξιοπιστία της Ελληνικής δημοκρατίας, δεκαπέντε μόλις καλοκαίρια μετά την ανάδυσή της από την περιπέτεια της στρατιωτικής δικτατορίας. Ιστορικά, η απόκτηση - αγορά του Ολυμπιακού από τον φιλόδοξο αλλά και χρησιμοποιηθέντα τραπεζίτη - απατεώνα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αποτέλεσε το σημείο χωρίς επιστροφή στην καταστροφική του ρότα.

Περισσότερα από 22 χρόνια από εκείνη την ταραχώδη εποχή, με τα τρέχοντα δεδομένα να είναι περισσότερο δυσμενή, ακόμα πιο πιεστικά, οι στάσεις των ποδοσφαιρικών φυλών δεν έχουν αλλάξει σε τίποτα. Τρεις χιλιάδες οπαδοί υποδέχτηκαν τον Ισπανό Riera στο διεθνές αεροδρόμιο El. Venizelos κραυγάζοντας εν μέσω άλλων: «Δώστε στον Βαγγέλη λίγο ούζο, να μας φέρει τον Γκατούζο», δημοσιοποιώντας έτσι τις επόμενες επιθυμίες τους, στον νέο πρόεδρο της Πειραϊκής Π.Α.Ε.

Για τις γεμάτες αυτοπεποίθηση εμφανίσεις των πρώην, των νυν και των υποψηφίων προέδρων, των παραγόντων και πάσης φύσεως αξιωματούχων με τα ευμεγέθη πούρα, τις θυμόσοφες δηλώσεις, την προκλητική περιφορά του πλούτου τους και τις ηγετικές, ενίοτε και πέραν του ποδοσφαίρου επιθυμίες, δεν χωράνε πολλά σχόλια, από τη στιγμή που η ποδοσφαιρική οικογένεια όχι μόνον το ανέχεται αλλά και το επιθυμεί, σχεδόν το επιδιώκει. Παλαιότερα ο διάδοχος του τραπεζίτη στον προεδρικό θώκο της Πειραϊκής Π.Α.Ε. αποκαλούμενος και «βασιλεύς των ρουμπινιών» βιαιοπράγησε προσωπικά εναντίον του κάμεραμαν της κρατικής τηλεόρασης, ενώ αρεσκόταν να αποκαλεί επιστήμονες τους οπαδούς της ομάδας. Για να μην κάνουμε λόγο για το αντίπαλο δέος, της εποχής εκείνης, που προσερχόταν στο γήπεδο οπλισμένος, κερδίζοντας και το παρανόμι «Ρίνγκο».

Η εξέλιξη των ειδών όμως, επέβαλε προσαρμογή και στους παραπάνω ρόλους. Έτσι οι πρόεδροι των κορυφαίων, σε ότι αφορά τη συγκομιδή των τίτλων, συλλόγων εγκατέλειψαν τέτοιου είδους συμπεριφορές και περιορίζονται σε εμφανίσεις κύρους, επιδιώκοντας να αποδεικνύουν το μέγεθος της οικονομικής τους ισχύος δανείζοντας ο ένας στον άλλον τα lear jet τους ώστε να φέρουν στα πάτρια εδάφη τους νέους ποδοσφαιρικούς αστέρες. Παρ’ όλα αυτά, σε όλη τη μακρά και συνάμα θυελλώδη πορεία της Ελλάδας, λίγα πράγματα φαίνεται να έχουν αλλάξει επί της ουσίας, σε σχέση τουλάχιστον με το ποδόσφαιρο.

Παραμένει το καταφύγιο των απέλπιδων, τον τόπο ανάδειξης άλλων πόλων εξουσίας, μια γκρίζα ανεξέλεγκτη περιοχή χωρίς υποδομές, με άδεια γήπεδα, μεταγραφές αεροδρομίου, με μεγάλο παρασκήνιο, μεγαλύτερο φανατισμό φονικά ξεσπάσματα βίας και την τεράστια χαίνουσα πληγή της στοιχηματικής. Αν το ζητούμενο είναι ο αποπροσανατολισμός μιας μεγάλης, σθεναρής, δυναμικής μάζας και η απομάκρυνση μιας μεγαλύτερης από τα γήπεδα, όλα δείχνουν ότι έχει πετύχει. Αν είναι έτσι, οι κοινωνιολόγοι του μέλλοντος δεν θα διστάσουν να το περιγράψουν ως ένα ακόμα ακριβές εργαλείο χειρισμού των μαζών και είναι τόσο κρίμα, αφού αποδομήθηκε το πιο λαϊκό σπορ, όσο και επικίνδυνο καθώς ταυτίστηκε με μια ευρύτερη, σημαντική παρακμή.

Για το αποτέλεσμα αυτό όμως, η ευθύνη είναι συλλογική. Βαρύνει τους πολιτικούς φορείς, την αθλητική ηγεσία, τις διοικήσεις των σωματείων και ασφαλώς τους οπαδούς των ομάδων. Υπάρχει συνενοχή και όποιος δεν το βλέπει αυτό, δεν αντικρίζει την πραγματικότητα.