Mισή ζωή σε 12 χρόνια και 69 εικόνες - (Κυριακή 23 Ιουλίου 2023) Print

Βρέθηκαν τυχαία στα χέρια μου, χωρίς να το προκαλέσω ή να το ζητήσω, πριν από περίπου τριάντα χρόνια. Τις κόμισε άνθρωπος που πίστευε ότι θα έβρισκαν ασφαλές καταφύγιο και ενδεχομένως την τύχη που τους άξιζε. Το πρώτο αποδείχτηκε. Το δεύτερο επίσης. Ήταν μια σειρά από διαφάνειες που χρονολογικά ξεκινούσαν από τα τέλη της δεκαετίας του ‘50 και έφθαναν στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Πολύ τακτικά αρχειοθετημένες, μέσα σε μεταλλικές κασετίνες, με το ονοματεπώνυμο του καλλιτέχνη στη χειρολαβή, χτυπημένο σε γραφομηχανή.


Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν, μέχρι να έρθουν στην κατοχή μου, τις είχαν πλήξει οι υγρασίες του χώρου που ήταν αποθηκευμένες. Οι μεταλλικές κασετίνες είχαν σκουριάσει, αλλοιώνοντας τμήμα του περιεχομένου. Κάποιες διαφάνειες μπορούσαν να επανέλθουν, άλλες όχι. H θεματολογία τους ξεκινούσε  από το θέρος του ’59 με το «φεστιβάλ ταχύτητας» όπως περιγραφόταν τότε, στη Ρόδο. Είναι απορίας άξιο πως ένα παιδί 14 χρονών βρέθηκε εκεί με καλό φωτογραφικό εξοπλισμό, φορτωμένο με έγχρωμο, θετικό φιλμ κάτι εξαιρετικά σπάνιο και ακριβό για την εποχή. Παρών τόσο στη Φιλέρημο για την ανάβαση, όσο και στον αγώνα ταχύτητας μέσα στην πόλη φωτογραφίζοντας τα δρώμενα.

Όποια και αν είναι η απάντηση στην απορία, αυτό το παιδί μεγαλώνει ακολουθώντας κατά πόδας τα Πανελλήνια πρωταθλήματα αυτοκινήτου φωτογραφίζοντας πλήθος αγώνων. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους βρίσκεται στο Τατόι και κάνει εξαιρετική δουλειά. Εικόνες δράσης με πρωτοποριακές τεχνικές, με στιγμιότυπα από τους ανεφοδιασμούς, αλλά και άλλες πιο στατικές με περίφημα κάδρα. Επανέρχεται στο Τατόι τον Απρίλιο του ’60 και πάλι στη Ρόδο τον Ιούλιο του ’61.

Λίγους μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του  ’62 παίρνει το βάπτισμα του πυρός εκκινώντας ως συνοδηγός στο Εαρινό ράλυ. Είναι αδύνατον να είχε συμπληρώσει το 18ο χρόνο της ηλικίας του, συν ένα ακόμα που απαιτείτο τότε για να εκδοθεί αγωνιστική άδεια. Μια πιθανή εικασία είναι, να είχε δίπλωμα από τις Η.Π.Α. Η συμμετοχή δηλώνεται ως «Vertigo» - «Mini» και το αυτοκίνητο ήταν μια σκούρα Octavia με το 33 στις πόρτες της. Οι τρεις γραμμές κατά τον διαμήκη άξονα ήταν αρκετές, ώστε να χαρακτηριστεί το τσεχοσλοβάκικο όχημα αγωνιστικό. Ο οδηγός, που προτίμησε ως ψευδώνυμο τον ομώνυμο τίτλο της ταινίας του Alfred Hitchcock, ήταν ο Νίκος Μαστοράκης.

Η γαλανόλευκη με τους θυρεούς στο κέντρο, ένεκα «Βασίλειον της Ελλάδος» τότε, πέφτει. Το πλήρωμα εκκινεί. Δίπλα στον οδηγό, κοστουμαρισμένος ο γραμματέας του αγώνα, Παύλος Ραλλίδης

 

Την άνοιξη του ‘63, ο δηλωμένος ως «Μini» συνοδηγός, ξαναβρίσκεται στο Τατόι, φωτογραφίζει το ΙΑ’ Δ.Ρ.Α. κυρίως από το εσωτερικό του νότιου πέταλου, και τον επόμενο Μάρτιο, το '64, ξεκινά πάλι συνοδηγός στο Εαρινό ράλυ, σε μια κόκκινη Giullieta Sprint Veloce με το νο 2. Είναι η πρώτη φορά που αναγράφεται με το ονοματεπώνυμό του στον πίνακα συμμετοχών και αποτελεσμάτων. Θα ήταν και η τελευταία, καθώς στη συνέχεια θα χρησιμοποιούσε ψευδώνυμα. Οδηγός ήταν ο Ανδρέας Κασιμάτης, γνωστός εις τους παροικούντας της τότε αγωνιστικής Ιερουσαλήμ και ως «μπάρμπα Βασίλης». Συνοδηγός, ο Ιωάννης Μεϊμαρίδης.

Σκυμμένος στις σημειώσεις του ετοιμάζεται για την εκκίνηση. Στην πόρτα του οδηγού ο, πάντα κοστουμαρισμένος διευθυντής του αγωνιστικού τμήματος της Ε.Λ.Π.Α., Παύλος Ραλλίδης παραδίδει στο πλήρωμα έγγραφα του αγώνα.


Έτσι όπως ξεκίνησαν οι πρώτες του επαφές του με το σπορ εκείνο το καλοκαίρι του ΄59 στη Ρόδο, φωτίζοντας σε προεφηβική ηλικία αλλά με ωριμότητα και ευαισθησία έγχρωμες διαφάνειες, έτσι συνεχίστηκε φωτογραφίζοντας, αντικρίζοντας την πρώτη μεταπολεμική περίοδο του Ελληνικού μότορσπορ, μα και έτσι εδραιώθηκε καθώς συνέχισε συμμετέχοντας και κερδίζοντας τον πρώτο του αγώνα, εκεί στο ίδιο νησί, επτά χρόνια αργότερα.

Ήταν το πρώτο εμφατικό βήμα, για να κατοχυρώσει τρεις μήνες αργότερα τον πρώτο του πανελλήνιο τίτλο, στο Τατόι στα 22 του χρόνια. Στη Ρόδο θα κάνει τρεις σερί νίκες, ’66, ’67, ’68. Στη Ρόδο θα τραυματιστεί θανάσιμα το ’71, επικεφαλής του αγώνα. Θα καταλήξει 48 ώρες αργότερα στην Πολυκλινική Αθηνών. Ήταν 27 ετών.

Όλα αυτά ήταν άδηλα μια μέρα σαν σήμερα, την  Κυριακή 24 Ιουλίου του ’66 όταν περνούσε πρώτος την γραμμή τερματισμού για πρώτη φορά. Πενήντα επτά χρόνια αργότερα από την πρώτη του νίκη, έρχεται αυτό το μικρό αφιέρωμα για να θυμίσει εκείνο το μακρινό, γοητευτικό αλλά τελικά τόσο δυσάρεστο, λόγω του αδόκητου θανάτου του, παρελθόν. Μέσα από μια επιλογή 50 δικών του εικόνων και 19 από το αρχείου των Φώτη Φλώρου Γιώργου Κακολύρη, αποκαλύπτεται ένα τμήμα της πορείας του ελληνικού μότορσπορ, εμφανίζονται πρόσωπα λησμονημένα, αλλά και η Ελλάδα εκείνης της εποχής.


Φιλέρημος, Σαββάτο 14 Ιουλίου του ’59. Η Ρόδος μετρά 11 μόλις χρόνια που προσαρτήθηκε στην Ελλάδα.

Εστιάζει στη λευκή Sprint Veloce με το νο 1 και τις Αμερικάνικες πινακίδες κυκλοφορίας του Άλκη Μίχου. Είναι το αυτοκίνητο που μοιράστηκε στο Δ.Ρ.Α. εκείνης της χρονιάς με τον Χάρη Θεοδωρακόπουλο. Στο τέλος της χρονιάς θα χαρίσει στον Άλκη, τόσο το πρωτάθλημα Ταχύτητας όσο και Τουρισμού. Ήταν ο πρώτος διπλός πρωταθλητής.

 

Σε ένα άλλο καρέ φωτογραφίζει την προσπάθεια του Μίχου, στην τελευταία γρήγορη δεξιά της Φιλερήμου, καθώς το Ιταλικό όχημα διέρχεται με αρκετή κλίση.

 


Παρόμοια προσοχή επιδεικνύει για την λευκή Giulietta Sprint Speciale του Ιταλού Dore Letto di Priolo που εικονίζεται να επεμβαίνει στο χώρο του κινητήρα, αφού νωρίτερα έχει διασχίσει την μικρή ευθεία πριν τον τερματισμό, της δοκιμαστικής προσπάθειας αν κρίνουμε από τις σκιές των κωνοφόρων που σκιάζουν το δρόμο, συνεπώς είναι πολύ νωρίς το πρωί.

 

Ο νικητής, ο Massimo Letto di Priolo στο χώρο αφετηρίας της ανάβασης.


Εδώ καθώς περνά την γραμμή του τερματισμού με το μικρό, ελαφρύ, αλλά θαυματουργό 750 Abarth.


Η συμμετοχή τριών μονοθέσιων εκείνη τη χρονιά στην Φιλέρημο και στο σιρκουί της Ρόδου μοιραία τράβηξε τα βλέμματα. Σε αυτή την εικόνα, κοντά στην γραμμή εκκίνησης της ανάβασης αντικρίζουμε μια σπάνια καταγραφή της εποχής.

Με το νο 11 το D.K.W. Volpino του J. Baggio που σημείωσε την αργότερη επίδοση από τα μονοθέσια, καθώς πλαισιώνεται από αλλοδαπό και ημεδαπό στοιχείο. Ο γυμνόπους διοπτροφόρος δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για την καταγωγή του, για την φτώχεια εκείνης της εποχής, καθώς και για την αντοχή του πάνω στη ζεστή άσφαλτο του Ιουλίου.

 


Όχημα και οδηγός φωτογραφίζονται από τον νεαρότατο φωτογράφο, που έχει στηθεί στο εσωτερικό της τελευταίας δεξιάς της διαδρομής.

 


Στο επόμενο καρέ η λήψη γίνεται από το εξωτερικό, καθώς το κλείστρο ανοιγοκλείνει την ώρα που περνά το νο 106 το οποίο στις συμμετοχές  αναφέρεται ως  Lancia Ntacortha με τον οδηγό τον J. Basseti.

 


Ιδού και μια λεπτομέρεια που μας προσφέρει την πληροφορία για το μέγεθος των ελαστικών που φορούσαν εκείνα τα μονοθέσια την ώρα που ελέγχεται η πίεση τους. Όπως αναγράφεται στο προφίλ, οι 155 Χ 15 είναι ολοκληρωτικά ασυνήθιστες  διαστάσεις  τη σήμερον ημέρα ειδικά για αγωνιστική χρήση.

 


Δυο ολότελα διαφορετικά σε φιλοσοφία και σχεδιαστική αντίληψη αυτοκίνητα της δεκαετίας του '50. Η μικρών διαστάσεων λευκή Giulietta Sprint Speciale από το Μιλάνο της Ιταλίας και η γαλάζια ογκώδης PV 444 από την Τορσλάντα της Σουηδίας. Στην γραμμή εκκίνησης της Φιλερήμου με οδηγούς τους Dore Letto di Priolo και Αλέξανδρο Βασιλειάδη, αντίστοιχα.


Την επόμενη μέρα, Κυριακή ανήμερα της Παναγίας, ο Ι.Μ. είναι παρών στον αγώνα ταχύτητας και αποθανατίζει τα συμβάντα.


Η Sprint Veloce του Μίχου και η Giulietta Sprint Speciale του di Priolo κεντρίζουν το ενδιαφέρον του, προοικονομώντας την μελλοντική, στενή  αγωνιστική εμπλοκή του με την αυτοκινητοβιομηχανία του Μιλάνου.


Δεν παραλείπει να εστιάσει στην λευκή Giuletta του A. Nicosia και στην γαλάζια του Κώστα Αποστολίδη.



Ταυτόχρονα όμως, έλκεται και από την παρουσία της ογκώδους two ten του Τζώνυ που εδώ προηγείται των Βασιλειάδη, Nicosia, Αποστολίδη. Αλλά αλήθεια ποιος το περίμενε;  Ότι λίγα καλοκαίρια αργότερα, παρά το ηλικιακό σκαλοπάτι των 30 ετών που χώριζε τον Τζώνυ και τον Γιάννη, θα έδιναν έντονες μάχες πάνω στους δρόμους του νησιού, αλλά και στους υπόλοιπους  αγώνες των ελληνικών πρωταθλημάτων. Τότε που sir John πίεζε στο όριο την Vette και ο «Μαύρος» χειριζόταν με τέχνη την κόκκινη GTA.


Περπατά σε όλο το μήκος της διαδρομής και σε μια πόλη πολύ διαφορετική από σήμερα, προσέχει το μονοθέσιο Fiat Weiner (νο 10) με οδηγό τον A. Laurenti που τον απαθανατίζει τόσο με φόντο τα Ροδίτκα πάρκα,

όσο και στα pits, ενώ προσέχει και την πράσινη Jag του Κ. Ηλιόπουλου.


Ο Massimo Letto di Priolo θα επικρατήσει και στον αγώνα ταχύτητας αποδεικνύοντας στην πράξη τις δυνατότητες του 750 που έφερε τις υπογραφές, του Ugo Zagato για την καροσερί, και του Abarth για τον κινητήρα. Στα ελληνικά περιοδικά της δεκαετίας του ’50 αναγραφόταν ως 750 Αμπάρτη ή Αβάρτη.


Οκτώ  εβδομάδες μετά τη Ρόδο,  βρίσκεται στο Τατόι όπου διεξάγεται ο τελευταίος αγώνας ταχύτητας εκείνης της χρονιάς. Επικρατεί ο Τζώνυς με τη Two Ten που πιέστηκε μόνον από την Spritn Veloce του Χάρη Θεοδωρακόπουλου.

Κατά τη διάρκεια των 2,5 ωρών του αγώνα επιχειρεί και πετυχαίνει μερικά εξαιρετικά πάνινγκ, όπως εδώ με την λευκή «γουρούνα» του νικητή,


αλλά  και με το MG του Αμερικανού S. Kingsley.

 


Βρίσκεται και στο πίσω μέρος της «πίστας» όπου φωτογραφίζει τον Χ. Θεοδωρακόπουλο, την στιγμή που ετοιμάζεται να ρίξει γύρο στην Jag του Α. Κουλεντιανού, στο σημείο όπου λίγα χρόνια αργότερα θα κτιζόταν οίκημα, το οποίο η αγωνιστική κοινότητα αποκαλούσε ως «σπιτάκι του αξιωματικού».


αλλά και στα pits όταν καταφθάνει ο Γιάννης Κανάρογλου με πληγωμένο το MG του.


Την επόμενη άνοιξη, στις 10 Απριλίου του ’60, βρίσκεται πάλι στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Δεκέλειας.

Την  προσοχή του έχει η λευκή Corvette του Αμερικανού S. Kingsley που, καθώς κατεβαίνει με ταχύτητα την μεγάλη ευθεία, ο αέρας από το ανοικτό παράθυρο  φουσκώνει την μαλακή οροφή της.


Λίγο αργότερα, θα σταματήσει για ανεφοδιασμό, και όση ώρα το πλήρωμα βάζει καύσιμα στο μεγάλο χωνί για να συντομέψει την διαδικασία, ο οδηγός ακούει τις πληροφορίες που του μεταφέρονται.


Μόλις ολοκληρωθεί ο ανεφοδιασμός ο Αμερικάνος με το αμερικάνικο όχημα σπεύδει να ξαναβγεί στην πίστα, από τα αδιαμόρφωτα ακόμα pits.

 

Νικητής εκείνου του δεύτερου τρίωρου Τατοίου, καθότι το '59 είχε διάρκεια 2,5 ωρών, ήταν ο Ηλίας Μεταξάς που αγωνιζόταν με το ψευδώνυμο «Σπέσιαλ» μέσα στη λευκή ΧΚ 150 με το νο 2. Ο Τύπος της εποχής χαρακτηρίζει την κούρσα του ως «επική», ενώ αποκαλεί την Jag «Τίγρη της Βεγγάζης».


Μια άλλη λευκή 2,4 Jag με το νο 4 και οδηγό τον Κωνσταντίνο Παπαγιαννόπουλο δεν κατάφερε να αντικρίσει την καρώ σημαία, υποκύπτοντας σε τεχνικά προβλήματα.


«Στροφές θανάτου παίρνει ο Αλ. Βασιλειάδης» σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής. Η εικόνα, σε κάποιο βαθμό, το επιβεβαιώνει.

 

Ιδού άλλη μια Giuletta GTI, με οδηγό τον Σ. Βαχάρη, φωτογραφημένη στο πίσω κομμάτι του Τατόι σε δυναμικό κάδρο.

 

Άλλη μια πολύ προσεγμένη εικόνα με αντίστοιχα ενδιαφέρον κάδρο όπου πέρα από ταμπλώ του MG του Γιάννη Κανάρογλου, διακρίνεται μέσα από το παρ - μπριζ το πανώ των διοργανωτών που σηματοδοτεί το σημείο εκκίνησης και τερματισμού της διαδρομής.

 

Με κοινό φόντο τον πύργο ύδρευσης του στρατιωτικού αεροδρομίου απαθανατίζει από διαφορετικές γωνίες, την νο 22 κόκκινη Octavia του Λεωνίδα Αναγνώστου και την Giulietta του Κώστα Αποστολίδη.

 

Στα τέλη της δεκαετίας του '50 τα D.K.W. είχαν την τιμητική τους στην Ελλάδα. Ο Νίκι Φιλίνης που τότε τα αντιπροσώπευε, είχε πετύχει μερικές πολύ υψηλές διακρίσεις σε επίπεδο Δ.Ρ.Α. αλλά ταυτόχρονα βοηθούσε και όσους συμμετείχαν με τα δίχρονα μοντέλα 3=6. Έτσι πολλοί συμμετείχαν στη συγκεκριμένη κλάση και αρκετοί σημείωσαν εξαιρετικές επιδόσεις. Ας αναφερθούν, οι Στέφανος Ζάννος, Δημήτρης Κωδούνης, Χάρης Λυμπερόπουλος, Αλέξης Ακριθάκης (ναι για το καλλιτέχνη ο λόγος). Στην εικόνα οι Μ. Λιούγκας (νο 25),  Σ. Λαζαρίδης (νο 27) πιέζουν τα «χιλιάρια» τους ταλαιπωρώντας τις αναρτήσεις. Την επόμενη δεκαετία η ελληνική αντιπροσωπεία πέρασε στα χέρια της «Βιαμάξ» του Μιχάλη Φωστηρόπουλου και τα Auto Union έμελλε να γνωρίσουν ακόμα μεγαλύτερες διακρίσεις κυρίως με τον Γιώργο Ραπτόπουλο, που κέρδισε δυο Πανελλήνιους τίτλους αλλά και με τον Μανώλη Κοτσώνη. Ο Νίκι Φιλίνης στράφηκε εμπορικά και αγωνιστικά στην Βρετανική Rootes.

 

Τελευταία Κυριακή του Ιουλίου του 1961 ξαναβρίσκεται στη Ρόδο, όπου τον περιμένουν ευχάριστες και σπάνιες εκπλήξεις που φροντίζει να τις απεικονίσει.

Η αγωνιστική παρουσία μια Testa Rossa 500 σε ελληνικό αγώνα, ήταν το αναπάντεχο γεγονός για όλους τους παρόντες. Από κοντά η Osca Lotus 1000 και η Osca 1500 με οδηγούς αντίστοιχα τους Gino Munaron, την δεσποινίδα Ada Pace και τον V. Osella. Έτσι, τη στιγμή που η 500 ΤR περνά μπροστά από τον χώρο των pits μας χαρίζει μια όμορφη εικόνα, ενώ ο νεαρός Γιώργος Πεσμαζόγλου κινηματογραφεί την εξέλιξη του αγώνα. Στο βάθος διακρίνεται η διαδρομή παράλληλα με τα Ενετικά τείχη, και οι αχυρόμπαλες που την οριοθετούν.


Με το νο επτά στις πόρτες της Alfa Zagato, ένα επίσης ζηλευτό αυτοκίνητο της εποχής, ο Χ. Θεοδωρακόπουλος.

 

Εύκολη λεία για την 500 ΤR, το λευκό MG. Με το νο 4 ο Έλλην jeune premier της εποχής Ανδρέας Μπάρκουλης.

 

Ο οποίος, απ΄ότι μαρτυρά η εικόνα, αντιμετώπισε τεχνικά προβλήματα και αναγκάστηκε να επισκεφτεί τα pits. Σε κάποιους αγώνες συμμετείχε και με το ψευδώνυμο «Μπαρκάν» μια συντετμημένη σύνθεση του ονοματεπωνύμου του.


Στις 22 Απριλίου του '62, διοργανώνεται δεξιοτεχνία μεγάλης αναπτύξεως στην ευθεία του στρατιωτικού αεροδρομίου της Δεκελείας με πολλούς συμμετέχοντες. Ο Γιάννης είναι παρών.

H λευκή 300 SL με πινακίδες zoll που οδηγούσε ο Φ. Κατραμόπουλος ήταν δίχως άλλο μεγάλη ατραξιόν. Μολοντούτο τον αγώνα θα κερδίσει ένα ταπεινό Sunbeam με οδηγό τον Τάκη Τσερκάκη.

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ακόμα και οι δεξιοτεχνίες όμως έχουν τα αναπάντεχα. Ο χειριστής του μικρού 500 με το σήμα Abarth στο καπώ ολίγον υπερέβαλε, το μικρό Ιταλικό όχημα ανετράπη και οι παρόντες το επαναφέρουν στην φυσική του θέση.


Χωρίς να είναι εύκολο να προσδιοριστεί ούτε ο ακριβής τόπος, ούτε και η χρονολογία, κάποια στιγμή βρίσκεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και δεν χάνει την ευκαιρία να παρακολουθήσει έναν αγώνα ταχύτητας.

Η D - type  και η E- type μοιραία έλκουν την προσοχή του, κάτω από τον νεφοσκεπή ουρανό.

 

Μάιος 1963 και ΙΑ'  Δ.Ρ.Α. Βρίσκεται στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Δεκέλειας, καταπιάνεται με λεπτομέρειες, αλλά και με τη αγωνιστική δράση.

Το ταμπλώ του Saab σε μια αποκαλυπτική, για τον αγωνιστικό εξοπλισμό της εποχής, εικόνα. Το στροφόμετρο με τις χρωματιστές περιοχές λειτουργίας, τα μουαγενόμετρο απαραίτητο τότε εργαλείο, το χρονόμετρο και η πρωτόλεια μπαλαντέζα για την νυχτερινή πλοήγηση, συνθέτουν ένα διαφορετικό εσωτερικό, για να αντιμετωπίσει το πλήρωμα τις δυσκολίες ενός επίπονου αγώνα.

 

Το λασπωμένο από την περιπέτεια Olympia φέρει πάνω του τις μεταλλικές πλακέτες, σύμβολα σχεδόν απαραίτητα τότε και για την πιστοποίηση των πεπραγμένων.

 

Με το νο 65 στη λευκή 122 o Karl Magnus Skogh θα τερματίσει τέταρτος στην δοκιμασία ταχύτητας στο Τατόι και στην τρίτη θέση της γενικής κατάταξης του αγώνα.


Δύσκολη και λίγο επίφοβη λήψη, καθώς έγινε σε πολύ κοντινή απόσταση από την λευκή DS του Γάλλου I. Ζολύ. Μια από τις πέντε DS 19 που αντίκρισε την καρώ σημαία από τις έξι που ξεκίνησαν.

 

Κάπου εδώ, λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας του '60, έρχεται το πλήρωμα του χρόνου όπου θα φωτογραφίζεται ολοένα και περισσότερο απ΄ όσο θα φωτογραφίζει. Οι εικόνες από το αρχείο των Φώτη Φλώρου & Γιώργου Κακολύρη μας το πιστοποιούν.

Ιούλιος '64. Ρόδος. Πρώτη συμμετοχή στην ανάβαση Φιλερήμου. Αγωνίζεται με το ψευδώνυμο «Μπασμπαγιάν». Ντουμπλάρει το 700αράκι του φίλου του Παύλου Κανελλάκη. Οι δυο τους εικονίζονται στο πλάτωμα μετά τη γραμμή τερματισμού της ανάβασης. Ο αδελφός του Γιάννη, ο Γιώργος συμμετείχε με το νο 17 700αράκι με το ψευδώνυμο «Vulcan» και ο Π. Κανελλάκης με το ψευδώνυμο «Ναυτίλος». Οι τρεις τους τερμάτισαν διαδοχικά στην 8η θέση ο «Ναυτίλος», στην 9η ο «Vulcan» και στη 10η θέση ο «Μπασμπαγιάν», μέσα στο ίδιο δευτερόλεπτο.

 

Την επόμενη μέρα, Κυριακή 26 Ιουλίου, συμμετέχει για πρώτη φορά σε αγώνα ταχύτητας. Ντουμπλάρει το 700αράκι του αδελφού του. Πετυχαίνει τον 13ο χρόνο στις δοκιμές κατάταξης και στον αγώνα τερματίζει στην 7η θέση, πίσω από τον «Ναυτίλο» με όμοιο αυτοκίνητο. Στην εικόνα λίγα δευτερόλεπτα μετά την εκκίνηση, προηγείται ο Γιάννης «Λαίλαψ» Ψύχας, έπεται ο Σπύρος Τσινιβίδης. O Γιώργος Ραπτόπουλος και ο Γιάννης Χρονίδης που είχαν σημειώσει τους ταχύτερους χρόνους στις δοκιμές κατάταξης δεν μπόρεσαν ξεκινήσουν λόγω μηχανικών προβλημάτων. Η γραμματεία του αγώνα βρίσκεται κάτω από τη σκιά της τέντας που καλύπτει  το πλαγιοδετημένο στην προκυμαία καΐκι. Αθάνατοι ελληνικοί αγώνες.

 

Δυο χρόνια αργότερα. Ρόδος, Κυριακή 24 Ιουλίου 1966. Με το ψευδώνυμο «Μαύρος» ξεκινά με τη λευκή Giulia στο δεύτερο αγώνα ταχύτητας της χρονιάς, δίπλα στον Σταύρο Ζαλμά έχοντας σημειώσει ακριβώς τον ίδιο χρόνο στις δοκιμές κατάταξης.

Οι δυο τους εικονίζονται, καθώς έχοντας ήδη φορέσει τα κράνη τους ανταλλάσσοντας λίγες κουβέντες, στιγμές πριν την εκκίνηση του αγώνα. Στο μέσον, ο αδελφός του Γιώργος που συμμετείχε με το ψευδώνυμο «Κόκκινος». Στο φόντο πίσω από τη λευκή Giulia, το λιμάνι και τα τείχη.


Έτσι, ενενήντα λεπτά αργότερα, μετά από μια μελετημένη εμφάνιση υπομονής και ωριμότητας διεκδίκησε και κατέκτησε την πρώτη του νίκη, οδηγώντας αλάνθαστα σε ένα άκρως επικίνδυνο και δύσκολο περιβάλλον όπου συναντούσε μόλις για δεύτερη φορά ως αγωνιζόμενος.


Θα περάσουν άλλοι τρεις μήνες και ο τελευταίος αγώνας ταχύτητας της χρονιάς, στις 23 Οκτωβρίου το τρίωρο Τατόι, θα έκρινε το τίτλο του πρωταθλητή του 1966, ανάμεσα από τέσσερις διεκδικητές. Αυτός που θα κατακτούσε τη νίκη στο Τατόι που είχε διπλάσια διάρκεια από τους υπόλοιπους αγώνες ταχύτητας, θα είχε τις περισσότερες πιθανότητες ανάλογα και με την επίδοση των άλλων, σε ένα πιο σύνθετο και δίκαιο τρόπο βαθμολόγησης που ίσχυε τότε.

Μόλις έχει τερματίσει στο τρίωρο Τατόι. Με την δεύτερη, μετά τη Ρόδο, νίκη του κατοχυρώνει το Πρωτάθλημα ταχύτητας. Ποζάρει πάνω στο αριστερό φτερό της λευκής με πινακίδες από την Brescia, Giulia, προετοιμασμένη από το φημισμένο μοτερίστα Carlo Facetti. Είναι ο νεότερος πρωταθλητής Ελλάδας. Σχεδόν 57 χρόνια αργότερα, ο πιτσιρικάς που στηρίζεται στο άλλο φτερό με το χρονόμετρο κρεμασμένο και το λευκό κασκέτο, θα έγραφε τούτες τις αράδες.


Σαββάτο 22 Ιουλίου 1967, Φιλέρημος, λίγο μετά το πέρας της ανάβασης. Σε πρώτο πλάνο φλού, με τα γυαλιά ηλίου, ξεδιψώντας. Ο Φώτης Φλώρος εστιάζει στον γητευτή των πτηνών, Μηνά Βουρδουμπάκη.

Εκείνο το αγωνιστικό διήμερο, οδηγεί την GTA που θεωρείται το πρώτο αυθεντικό αγωνιστικό αυτοκίνητο που ήρθε στην Ελλάδα. Επικρατεί με άνεση σε Φιλέρημο και στο σιρκουί της πόλης, θέτοντας τα θεμέλια για τον δεύτερο τίτλο του.


Ρόδος 28 Ιουλίου 1968.

Με την πλευρική εξάτμιση, το παράθυρο ανοικτό και το πράσινο τετράφυλλο της Autodelta να ξεχωρίζει στην κόκκινη GTA, στο καθαρά αστικό κομμάτι της διαδρομής. Σημείωσε την τρίτη διαδοχική του νίκη εκεί.

 

Στιγμές μετά τον τερματισμό, δέχεται τον εναγκαλισμό του Νίκου Μαστοράκη. Είχαν περάσει έξι χρόνια από τότε που, ο Γιάννης, είχε κάνει το αγωνιστικό του ντεμπούτο δίπλα στον γνωστό, τότε, δημοσιογράφο.


Τελευταίος αγώνας της δεκαετίας στη Ρόδο. Ιούλιος 1969. Και η πρώτη φορά που συναντιέται αγωνιστικά στη Ρόδο με τον «Σιρόκο» ο οποίος ξεκινά την εμπλοκή του στο ελληνικό μότορσπορ με το κόκκινο Kadett, αποσπώντας άμεσα θετικά σχόλια.

Ήταν ένας αγώνας που ο Γιάννης θα μπορούσε, ίσως, να είχε επικρατήσει, καθώς σημείωσε τον ταχύτερο γύρο από τους τερματίσαντες. Μολοντούτο η επίσκεψη στα pits λόγω προβλημάτων στο σύστημα πέδησης τον έριξε στην έβδομη θέση.

 

Στην εικόνα από τις δοκιμές κατάταξης, προηγείται του Κώστα Ιωακειμίδη ο οποίος την επόμενη μέρα κάνοντας έναν τολμηρό και ταχύ αγώνα θα περνούσε δίκαια πρώτος την γραμμή τερματισμού, αποτέλεσμα που λίγοι θα πόνταραν πριν την εκκίνηση.

 

Μετά το πέσιμο της καρώ σημαίας, καπνίζοντας και ξεδιψώντας συνομιλεί με τον Σταμάτη Κόκκοτα που αγωνίστηκε με μια 1800 Τι από την Βαυαρία ενώ στη φόρμα του υπήρχε το σήμα με το Cavallino Rampante. Εκείνη την ημέρα ο λαϊκός τροβαδούρος με τις μεταξένιες φαβορίτες θα εγκατέλειπε, αλλά τρεις μήνες αργότερα θα στοιχειοθετούσε την μεγαλύτερη αγωνιστική έκπληξη της δεκαετίας καθώς θα κέρδιζε το τρίωρο Τατόι με μια καλή «δύο - δύο».

 

Κυριακή 5 Ιουλίου 1970, Ρόδος. Η δεκαετία για τον Γιάννη, σε αγωνιστικό επίπεδο, δεν είχε αρχίσει αισιόδοξα. Πέμπτη θέση στην ανάβαση στο Σούλι Κορινθίας, πέμπτη και στην μήκους 4 χλμ Πάρνηθα.

Τα προβλήματα με την λευκή «Αμερικάνα» τον στέλνουν συχνά στη λίστα με τους εγκαταλείψαντες. Στην εικόνα εδώ, ενώ έχει παραιτηθεί της προσπάθειας στη Ρόδο, σηκώνει το ταμπλώ με τις πληροφορίες για τον Περικλή Φωτιάδη που οδηγεί την κόκκινη GTA. Τελικά, ο Έλληνας αντιπρόσωπος της Μιλανέζικης φίρμας και στενότατος φίλος του Γιάννη θα τερματίσει δεύτερος.

 

Στρατιωτικό αεροδρόμιο Δεκέλειας. Απόγευμα Σαββάτου 21 Αυγούστου 1971. Δοκιμές κατάταξης για τον αγώνα της Κυριακής


Στην εικόνα συνομιλεί με τον Χάρη Θεοδωρακόπουλο. Πριν 12 χρόνια, στον ίδιο χώρο, τον φωτογράφιζε ως αγωνιζόμενο. Τώρα ανταγωνίζονται. Μέχρι τότε, ο Γιάννης μετρά εκείνη τη χρονιά, εγκατάλειψη στον εκτός πρωταθλήματος αγώνα στη Ν. Σμύρνη, εγκατάλειψη στην Κέρκυρα, εγκατάλειψη στα Χανιά. Στις δοκιμές σημείωσε τον τρίτο χρόνο ενώ ο Χάρης οδηγώντας μια 914 προετοιμασμένη για  πίστα και όχι για το σκληρό Τατόι κατέστρεψε την ανάρτηση της και αποσύρθηκε. Στον αγώνα με επίδοση που άλλοτε θα του χάριζε την νίκη, ο Γιάννης περιορίστηκε στην 4η θέση.


Κυριακή  3 Οκτωβρίου 1971. Πρώτη φορά που τελείται στη Ρόδο ο αγώνας τον Οκτώβριο λόγω της τουριστικής πίεσης κατά τους θερινούς μήνες. Θα ήταν και ο τελευταίος αγώνας ταχύτητας σε δρόμους πόλης στην Ελλάδα.

Κανείς δεν το φαντάζεται εκείνο το ζεστό Κυριακάτικο φθινοπωρινό πρωινό, αλλά η κλεψύδρα της παρουσίας του Γιάννη στον επίγειο κόσμο, αδειάζει γοργά. Φορώντας κάτω από το λαχούρι το αγαπημένο του μακώ με τις μπλε μπορντούρες στο λαιμό και στα μανίκια έχει μια ευχάριστη συζήτηση με τον Γιώργο Μοσχού βαδίζοντας στο χώρο των pits. Στο κέντρο ο μηχανικός της πορτοκαλί Electronica «δυο - δύο» του Γιώργου, Τζιοβάνι Ραγκούζα.


Λίγα δευτερόλεπτα μετά την εκκίνηση, στο πρώτο τρίτο της διαδρομής. Η «δύο - δύο» του Γιώργου Μοσχού έχοντας πάρει ήδη λίγα μέτρα, στρίβει οριακά και δαντελένια τη δεξιά πριν τα βενζινάδικα, ο Γιάννης ακολουθεί κατά πόδας, μικρό κενό και η λευκή 911 του «Άστεριξ» ηγείται των υπολοίπων συμμετοχών. Πολλά δυνατά αυτοκίνητα σε μικρό χώρο. Όταν ο Γιώργος θα εγκαταλείψει θα περάσει επικεφαλής ο Γιάννης. Είναι μια διάκριση που την θέλει πολύ, καθώς έχει δεχτεί ένα περίεργο κύμα αμφισβήτησης. Ενώ υπολείπονται περίπου 30 λεπτά για την  πτώση της καρώ σημαίας, μια επαφή, ένα αγωνιστικό συμβάν χωρίς να ευθύνεται κάποιος, που σε οποιαδήποτε πίστα θα ήταν χωρίς καμιά συνέπεια τον στέλνει με περίπου 130 χλμ/ώρα σχεδόν μετωπικά πάνω στα τείχη της παραλίας.

 

Η σφοδρότατη σύγκρουση στα ενετικά τείχη μόλις έχει συμβεί. Το περιεχόμενο των πυροσβεστήρων μαζί με τους ατμούς από το συντετριμμένο ψυγείο είναι ορατά. Ο αγώνας διακόπτεται. Ο Γιάννης ανασύρεται ζωντανός, με θωρακικές, κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και κατάγματα στα άκρα, αναίσθητος.

 

Ήταν πολύ δύσκολο να επιζήσει, ειδικά με τα μέσα εκείνης της εποχής, από τη βιαιότητα αυτής της σύγκρουσης. Η παραμόρφωση του ιταλικού κουπέ το μαρτυρά. Δεξιά ο φωτογράφος Αλέξης Σοφιανόπουλος. Δυο 24ωρα αργότερα και ενώ είχε μεταφερθεί με ειδικά διασκευασμένο αεροπλάνο της Ολυμπιακής στην πρωτεύουσα, ο Γιάννης Μεϊμαρίδης θα άφηνε την τελευταία του πνοή, στην Πολυκλινική Αθηνών, Σωκράτους & Αγίου Κωνσταντίνου. Είχαν περάσει δώδεκα χρόνια, κάτι λιγότερο από την μισή συνολικά ζωή του, από τότε που παιδί σχεδόν φωτογράφιζε σχεδόν στο ίδιο σημείο της Ρόδου όπου τραυματίστηκε θανάσιμα, τα αυτοκίνητα και τους αγωνιζόμενους εκείνης της εποχής.

Ο θάνατος του Γιάννη, σήμανε το τέλος των street circuits του ελληνικού μότορσπορ. Ρόδος, Κέρκυρα, Χανιά, Ν. Σμύρνη, Βέροια πέρασαν στο παρελθόν αμετάκλητα. Οι αγώνες ταχύτητας για μεγάλο χρονικό διάστημα βολεύτηκαν στο Τατόι, ενώ αργότερα γύρεψαν την τύχη τους στο Τυμπάκι της Κρήτης, στην βιομηχανική περιοχή του Βόλου, στην Τρίπολη, στο Αιγίνιο, στα Μέγαρα, στας Σέρρας.

Στις μέρες μας, 52 χρόνια μετά την απώλεια του Γιάννη, ο τόπος βίωσε απίθανα σενάρια. Από κοντά και το ελληνικό μότορσπορ με μια σημαντική, κατ' αρχήν, ώθηση  και ακολούθως μια αλλόκοτη, μεγάλη παρακμή μέσα στο πρώην λαμπερό και ενίοτε κενό πλαίσιο του, όπως είχε σμιλευτεί από τα πρώτα μεταπολεμικά βήματα. Μοιραία, οι εικόνες του μακρινού παρελθόντος αποκτούν μια δυσπρόσιτη υπεραξία. Αυτές οι διαφάνειες που σώθηκαν προσφέρουν σωρεία χρήσιμων πληροφοριών, αναδύουν χαμένα στο χρόνο πρόσωπα και πράγματα αποτελώντας γέφυρα νοσταλγίας.

Όσες διασώθηκαν στις οξειδωμένες μεταλλικές κασετίνες, μαζί με εκείνες του αρχείου των Φ.Φ/Γ.Κ. συγκροτούν ένα ελάχιστο τμήμα της εξέλιξης του ελληνικού μότορσπορ αλλά και ένα μικρό φόρο τιμής για την παρουσία του Γιάννη στο χώρο.