Nine elevens (08.02.2010) Print

Στην ελληνική αυτοκινητική παράδοση και φιλολογία,

η 911 έχει δικαίως κατακτήσει τον τίτλο του απωθημένου, του εν πολλοίς, ανεκπλήρωτου έρωτα. Ο λόγος βεβαίως για καθημερινό όχημα, διότι η χρήση 911 για αγωνιστικούς σκοπούς και λόγους ήταν κάτι εξόχως σπάνιο. Εξ’ άλλου οι καλές 911 που πέρασαν από το εγχώριο αγωνιστικό γίγνεσθαι ήσαν τόσο ελάχιστες όσο και ξεχωριστές.

Ολίγη Ιστορία.

 

Στον Ελληνικό χώρο, η πρώτη επίσημη εμφάνιση 911, έλαβε χώρα την άνοιξη του ’68, στο ΙΣΤ΄ ράλυ «Ακρόπολις». Οι Πολωνοί S. ZasadaT. Dobrzanski έφεραν την 911 L στη 2η θέση (πίσω από το Escort T.C. των R.ClarkJ. Porter) ενώ οι Φιλανδοί P. ToivonenM.Colari τερμάτισαν στην 3η θέση με την 911Τ.

Κατεβαίνοντας την Τσούκα, μετά τον εφιάλτη του Κέδρου, ο Paoli Toivonen οδηγώντας την 911 Τ, μάχεται με τα στοιχεία της φύσης και το χρόνο στο ΙΣΤ΄ «Ακρόπολις» τον Μάιο του ’68. Θα περιοριστεί στην 3η θέση

 

Την επόμενη χρονιά το Φιλανδικό ζευγάρι έφθασε σχετικά εύκολα στη νίκη με μια 911 S, ενώ το 1970 ο B.Waltegaard προηγείτο άνετα μέχρι τον Όλυμπο όπου και εγκατέλειψε καθώς ανέτειλε η εποχή των Α 110 και το άστρο του J.L.Therier. Σε ότι αφορά τους Ελληνικούς αγώνες, η πιο πετυχημένη, κρίνεται η «ψυχεδελική», η πρώην tour de France, η ex Gerard Larousse 911, που έκανε την παρθενική της εμφάνιση στην Ελλάδα, στις 12 Μαρτίου του 1972 στο Τατόι. Τότε, στα χέρια του νεαρού Άρη «Άστεριξ» Λουμίδη επικράτησε, μπροστά από τη 2002 του μαχητικού Σπύρου Τσινιβίδη. Λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1973 ο Άρης, με τη νίκη του στο τρίωρο Τατόι κατέκτησε τον τίτλο του Πανελλήνιου πρωταθλήματος ταχύτητας, κατορθώνοντας μάλιστα να νικήσει, εκείνη τη χρονιά, την εμβληματική φυσιογνωμία των ελληνικών αγώνων, τον Τάσο «Σιρόκο» Λιβιεράτο.


Μάιος 1969. Ο P.Toivonen, με καλύτερο εξοπλισμό, (911 S), δεν άφησε περιθώρια στον ανταγωνισμό και μετά το πέρασμά του κάτω από τις χιονισμένες ακόμα βουνοκορφές, επέστρεψε στην Ακρόπολη, επικεφαλής

Κορυφαίος συλλέκτης αγωνιστικών εμπειριών, αλλά όχι και αντίστοιχων αποτελεσμάτων με 911, ήταν ο Αλέκος «Υψηλάντης» ή «Λεωνίδας» Μανιατόπουλος. Η κίτρινη «Zenith», η μαύρη Carrera και πρωτίστως η λευκή - μπλε Metaxa RSR ήταν κορυφαία, σε διεθνές επίπεδο, οχήματα στην εποχή τους. Να μην λησμονήσουμε βεβαίως και τη γαλάζια 911 του Αλέξη «Προύχοντα» Μακρόπουλου, τη λευκή του «Άστεριξ» που πρωταγωνίστησε το ’71, σε Τατόι (2ος) και Ρόδο (3ος), (αργότερα την οδήγησε ο Γιώργος Ραπτόπουλος με υποστήριξη από τον Ο.Τ.Ε.) και την μουσταρδί του Γιώργου Ανέστη (4ος στα Χανιά το ’71). Τέλος ο Βρετανός Paul Vesty μας ήρθε τον Ιούλιο του ’69 στη Ρόδο, πέτυχε τον ταχύτερο χρόνο δοκιμών, προηγήθηκε για 4 γύρους αλλά εγκατέλειψε με έξοδο. Έκτοτε ο στριγκός ήχος του επίπεδου 6κίλυνδρου κινητήρα των 911 σίγησε στο στενό, αλλά και ιδιαίτερο περιβάλλον των ελληνικών αγώνων.

Πανέμορφη στην όψη, παντοδύναμη αλλά και πραγματικά δύσκολη στους χειρισμούς, η ψυχεδελική 911 του «Άστεριξ» στρίβει την παρακαμπτήριο στο Τατόι της 7ης Απριλίου του 1974. Μονομάχησε με το Grac του «Σιρόκο», με την Alfetta του Γ. Μοσχού, κρατήθηκε επικεφαλής, αλλά εγκατέλειψε. Ήταν το κύκνειο άσμα της στην Ελλάδα.










Όλως εσχάτως

όμως, με την αγωνιστική σκηνή να αναζωογονείται επαρκώς με τις διοργανώσεις των αποκαλούμενων και ιστορικών αυτοκινήτων, τόσο σε επίπεδο racing όσο και σε regularity, μια σειρά από όμορφες, καλά διατηρημένες και αντίστοιχα αγαπημένες από τους ιδιοκτήτες τους 911, ήρθε να συντηρήσει τους μύθους του παρελθόντος, να θυμίσει εικόνες και ήχους, και γενικότερα να συγκινήσει.

Για να μην μπερδευτούμε σε συναισθηματικά ή άλλα αδιέξοδα όμως, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως το παρελθόν, (όπως έχουμε ξαναγράψει), μπορεί να μην είναι νεκρό, ενδεχομένως να μην είναι καν παρελθόν, αλλά ταυτόχρονα δεν αναγεννάται ή δεν αναπαράγεται.

Τούτο σημαίνει πως όσοι άκουσαν, είδαν ή ακόμα φαντάστηκαν μια 911 να παλεύει στην Πορταριά ή στον Όλυμπο, στην πύλη Αρσενάλε στη Ρόδο ή στον Κέδρο ή λιγότερο εξωτικά, να κατεβαίνει τη ράμπα στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, σαράντα ή και περισσότερα χρόνια νωρίτερα δεν θα πρέπει να τρέφουν την ψευδαίσθηση ότι μετέχουν στην ίδια διαδικασία.

Στο σημείο αυτό το σημείο, θα είχε ενδιαφέρον η παράθεση των απόψεων ενός όψιμου ιδιοκτήτη 911. Βεβαίως ο Οδυσσεύς δια να μη χαρακτηριστεί και αυτοκινητικά οψίπλουτος, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 στα πρώτα του επαγγελματικά βήματα και με όλη τη φούρια της νεότητάς του στο μακρινό Λονδίνο, ήταν κάτοχος μιας άλλης 911, έχοντας από μικρός τοποθετηθεί απέναντι στην αυτοκινητική του Ιθάκη. Τέλος, σημειολογικά έχει κάποιο ενδιαφέρον, ότι η γνωριμία μας έγινε τον όχι και τόσο κοντινό Γενάρη του 1993, όταν κατέφθασα στην πρώτη μας, ας τη χαρακτηρίσω, επαγγελματική συνάντηση με μια λευκή «υπηρεσιακή» Carrera 4, την οποία γλυκοκοιτούσε με το γνωστό λιγωμένο βλέμμα που συντηρούν οι ανά τον κόσμο εραστές των 911,χωρίς να γνωρίζει ότι ήμουν περιστασιακός χρήστης και όχι ιδιοκτήτης.


«TWEETY»

Όταν πριν τα Χριστούγεννα του 2007 βρήκα τον «Tweety» στο Ebay κάπου στο Kentucky, θεωρώντας ότι η τιμή έως εκείνη την στιγμή, ήταν πολύ χαμηλή και μην πιστεύοντας ότι θα έμενε σε αυτά τα επίπεδα, έβαλα μια προσφορά.

Είχα δει τέσσερεις μικρού μεγέθους φωτογραφίες του, που έδειχναν ένα καλογυαλισμένο 911 με λάθος ζάντες και χάλια εσωτερικό, το οποίο ο μεσόκοπος αμερικάνος ιδιοκτήτης ήθελε να πουλήσει για να αγοράσει Harley...


Άπειρος, καθώς ήμουν σε αυτά, πήρα κάποιο ρίσκο, προχώρησα και η έκπληξή μου, όταν δυο μέρες μετά η δημοπρασία έληξε και ήμουν ο πλειοδότης, ήταν τεράστια.

Άρχισε αμέσως ένας αγώνας για να βρεθεί μεταφορέας που θα τον έφερνε στην άλλη μεριά του κόσμου όπως επίσης και τρόπος να στείλω τα χρήματα χωρίς να τα χάσω.

Τελικά όλα δούλεψαν και ο «tweety» βρέθηκε την 6η Ιανουαρίου 2008 πάνω σε ένα καράβι να ταξιδεύει για την Ελλάδα.

Tον παρέλαβα τέλος Απριλίου, νάναι καλά οι “αδικημένοι” λιμενεργάτες του Πειραιά και οι “δίκαιοι” απεργιακοί αγώνες τους...

Η διαδικασία εκτελωνισμού και ταξινόμησης έγινε εύκολα και σύντομα και έτσι βρέθηκα ιδιοκτήτης μιας Porsche 911s του 1976 με ιστορικές πινακίδες.

Ήμουν πολύ τυχερός αφού δεν είχε ίχνος σκουριάς, εξωτερικά ήταν πολύ καλός και ήθελε λίγα χρήματα για να γίνει ένα αυτοκίνητο προορισμένο για track days και time trials.

Η επιλογή ανταλλακτικών έγινε από εγχώριους και ιντερνετικούς εμπόρους και φυσικά το Ebay. Θέλει χρόνο και ψάξιμο, απαιτεί κάποιες νύχτες ξάγρυπνες, για να προλάβεις δημοπρασίες που λήγουν στην άλλη μεριά του κόσμου.

Υπάρχουν τα πάντα αλλά το κόστος είναι αρκετό και αν θελήσει κανείς να μετατρέψει ένα ιστορικό Porsche δρόμου, σε «όπλο» πρέπει οι τσέπες να είναι μεγέθους ΧL.

Έβαλα προτεραιότητες και πλαφόν κόστους, εξ άλλου την πλάκα μου κάνω στο ασφαλές περιβάλλον μιάς πίστας.

Οι εργασίες στον «Tweety» έγιναν απο τον Παναγιώτη Κουφόπουλο χωρίς την υποστήριξη και τις γνώσεις του οποίου απλά δεν θα αγόραζα Porsche, ενώ το εσωτερικό επιμελήθηκε ο Σωτήρης Δημόπουλος

Στον δρόμο ο «Τweety» είναι σκληρός και θορυβώδης, σε κρατάει συνεχώς σε επαγρύπνηση καθώς τα «πέτρινα» ΚΟΝΙ, ο κινητήρας πίσω και η γεωμετρία πίστας δεν επιτρέπουν αγαρμποσύνες. Η κάθε μικρή κίνηση του τιμονιού το κάνει να αλλάζει λωρίδα απότομα, με τρόπο που έχουμε πια ξεχάσει από τα ευνουχισμένα “σπόρ” αυτοκίνητα του σήμερα. Μπορεί να έχουν ιπποδύναμη, «φρενούκλες», μπορεί να έχουν ηλεκτρονικά χέρια, πόδια, αλλά η ουσία είναι ότι τούτη εδώ η 34αρα σου ανεβάζει το ηθικό γρηγορότερα. Και να σκεφτεί κανείς ότι η βασική του εξάρτηση δεν έχει αλλάξει πολύ από την μέρα που πρωτοκύλισε τις ρόδες του. Ο συνδυασμός βάρους κιλών είναι τέτοιος που ακόμα και το αναιμικό (για Porsche) μοτέρ σε κάνει να αισθάνεσαι ότι πετάει και πετάει όταν γυρίζει τα Μέγαρα σε 1.12 παρά την (μακριά) τελική των 195χλμ/ωρ. Θα πείτε: 1.12 δεν είναι και κανένας ιδιαίτερος χρόνος, τα 997 GT2/3 γυρνάνε κάτω από 1.05, αλλά ο «Τweety» έχει κοστίσει όσο τα φρένα του GT2. Νομίζω ότι στην σχέση τιμή/απόλαυση δεν υπάρχει σύγκριση.

Αυτοκίνητο για τις μάζες λοιπόν; Όχι, ποτέ δεν ήταν τα Porsche.

Είναι όμως μια πολύ καλή επένδυση που σου φτιάχνει την διάθεση όσο καμιά μετοχή ή οικόπεδο, όσα χρήματα και αν σου αποφέρουν πουλώντας τα. Μια επένδυση που καθώς εκφράζει έναν τρόπο ζωής την χαίρεσαι κάθε φορά που την ξεσκεπάζεις, την πλένεις, την μαστορεύεις, την οδηγείς.

Ένας τρόπος ζωής μακριά από τις καφετέριες, τα σκυλάδικα, τις κόντρες, τις «κοχίμπες», τα τηλεοπτικά παράθυρα και τα τρία κακά της μοίρας τούτου του τόπου.

Κάθε φορά που κλειδώνω τον «Tweety» στο γκαράζ γυρνάω και τον ξανακοιτώ, παίρνω την δόση μου για να με κρατήσει μέχρι να τον ξαναξεσκεπάσω για μία ακόμα βόλτα.

Οδυσσέας.


 

Αν όμως

αυτή ήταν η σύντομη ιστορία της ώριμης επαφής του Οδυσσέα με την ιδέα της 911, ταυτόσημη είναι και η ιστορία του ετέρου ευτυχισμένου κατόχου, του Παντελή, που με κάπως διαφορετικούς προσανατολισμούς έφερε μια 911 2,2 του ’69 επίσης εξ Αμερικής και την «έχτισε» με χωμάτινη εμφάνιση.

Είχα τη ευκαιρία και τη χαρά, να οδηγήσω, να φωτογραφήσω, να νοιώσω και τα δυο τετράτροχα μια νεφελώδη Παρασκευή του Γενάρη, ακριβώς 17 χρόνια μετά την πρώτη γνωριμία μου με τον Οδυσσέα.

Εννοείται ότι βολεύτηκα περισσότερο στην 911 του Παντελή, όχι μόνο διότι ως ανεμένετο αποδείχτηκε, στο χωμάτινο περιβάλλον της πιο παιχνιδιάρα, αλλά ήταν στα μέτρα μου η θέση οδήγησης, μια και στον «Tweety» ήταν ρυθμισμένη για διαστάσεις forward μπασκετμπολίστα.

Σε ότι αφορά τις επιδόσεις των δύο οχημάτων δεν χωρά κάποιο σχόλιο θαυμασμού. Στην πλημμυρίδα των επιδόσεων των σύγχρονων οχημάτων αυτές οι 911 δεν έχουν να παρουσιάσουν κάτι ενδιαφέρον, δεν έχουν να επιδείξουν κάτι κορυφαίο ούτε στον τομέα των φρένων ή ακόμα και της οδηγικής συμπεριφοράς.

Σε κερδίζουν όμως με το χαρακτήρα τους, με αυτό που ακούς, με αυτό που μυρίζεις, με αυτό που γενικότερα νοιώθεις. Βέβαια, όλα τούτα δεν είναι απαραίτητα προσλήψημα. Είναι αποτέλεσμα και άλλων αναζητήσεων, ανησυχιών, τμήμα των οποίων περιέγραψε ο Οδυσσέας στο σημείωμά του.

Προφανώς δεν είναι αυτοκίνητα να πας στη δουλειά σου, να κουβαλήσεις τις προμήθειες σου, να πας βόλτα. Είναι αντικείμενα πόθου και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται. Με τη δέουσα αγάπη, ιδιαιτερότητα και ασφαλώς υποχωριτηκότητα.

δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό car & driver τ.242 Φεβρουάριος 2010