Είναι δύο δεκαετίες που οι σχέσεις μου με το κέντρο της Αθήνας έχουν ατονήσει. Και από αυτές τις αραιές παρουσίες μου, εκείνες που χαίρομαι είναι ακόμα λιγότερες.
Ως αιτίες ας αναφερθούν, οι σπανίως ευχάριστοι λόγοι που με φέρνουν κοντά του, οι αλλαγές που κόμισε στην πόλη και στους κατοίκους της ο χρόνος, μα και οι αντίστοιχες μεταβολές στις προσωπικές εκτιμήσεις μου.
Το πιο σοβαρό, ίσως, λάθος που κάνω σε αυτή την θεώρηση είναι που αντιμετωπίζω την πόλη ως μουσείο. Όχι σαν ένα ζωντανό κύτταρο, αλλά ως τράπεζα αναμνήσεων. Συγνώμη, αλλά δεν μπορώ κάτι περισσότερο.
Έτσι λοιπόν, στην Κυψέλη και στη Φωκίωνος Νέγρη δεν έτυχε να βρεθώ μετά το 1980, πέντε χρόνια πριν πεζοδρομηθεί. Δεν έτυχε να έχω κλειστές σχέσεις ούτε με την περιοχή, ούτε με τις φυλές που τη ζούσαν που την χαίρονταν. Πλην όμως, η συμπάθεια μου σε έναν πρόσωπο, με είχε φέρει δυο - τρεις φορές εκεί, το 1979, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης παρέας.
Έκτοτε δεν προέκυψε κάποια επαφή, ούτε με το πρόσωπο, που εξακολουθούσα να συμπαθώ μέχρι που εγκατέλειψε, πριν δέκα χρόνια, το μάταιο κόσμο μας, ούτε με εκείνη την παρέα, μήτε με την περιοχή. Εννοείται ότι κατείχα ελάχιστες πληροφορίες και καμιά εμπειρία από τις εποχές ακμής της συγκεκριμένης γειτονιάς, που όπως όλες οι εποχές ακμής προηγούνται και έπονται από περιόδους παρακμής.
|