Επιστολή – (Κυριακή 17 Μαίου 2015)

Σε μια μέρα, έλαβα δυο «γράμματα». Να μια λέξη σχεδόν ξεχασμένη. Γράμμα - επιστολή.
Οι μόνοι, σχεδόν, φάκελοι που φθάνουν στα σπίτια είναι λογαριασμοί. Λογαριασμοί, ειδοποιητήρια, προσφορές. Απαιτήσεις, γενικώς. Πράγματα τυποποιημένα, επίμονα, ψυχρά, μα και αδιάφορα, όταν δεν είναι ενοχλητικά.

Η κλασική επιστολογραφία: «το αυτό επιθυμώ δι΄ υμάς» έχει εκλείψει. Ο 21ος αιώνας, ήρθε φουριόζος με τα e-mail, με την ψηφιακή τεχνολογία του, προσφέροντας την δυνατότητα, της αποστολής ενός μικρού ή μεγάλου κειμένου, μιας εικόνας, ενός μουσικού αρχείου, στην άλλη άκρη της γής, σε δευτερόλεπτα, αλλά αφαίρεσε στο σύνολό της, την νοσταλγία του αληθινού ταχυδρομείου. Όπως ακριβώς και η ψηφιακή τεχνολογία αφαίρεσε το μαγικό τρόπο που αναδυόταν μια μαυρόσπρη εικόνα πάνω στο φωτογραφικό χαρτί, βυθισμένο στα χημικά.


Με το email δεν μπορεί το κορίτσι να στείλει στον αγαπημένο της φαντάρο, ένα ρυζόχαρτο ποτισμένο στο άρωμα που την περιβάλει, ούτε το αποτύπωμα των κραγιοναρισμένων χειλιών της.

Προκειμένου να διαβάσεις το «γράμμα», δεν έχεις ανάγκη από ηλεκτρικό, από Η.Υ., από έξυπνο κινητό. Ακούς τον ήχο του φακέλου που σκίζεται, το ξεδίπλωμα του χαρτιού και διαβάζεις το ιδιόχειρο κείμενο του αποστολέα.
Ήταν και εκείνη η προσμονή, ήρθε; Όχι ακόμα. Ίσως αύριο. Κι’ άνοιγες γεμάτος περιέργεια το κουτί του ταχυδρομείου. Πόσα γράμματα δεν έκαναν, τόσους ανθρώπους να κλάψουν; Είτε από χαρά, είτε από πίκρα.

Δεν προπαγανδίζω την ανωτερότητα των γραμμάτων. Θυμάμαι μοναχά το ξεχασμένο, αυτό, καθεστώς. Το γραφικό χαρακτήρα, που ήξερες σε ποιόν ανήκε, τις σφραγίδες του ταχυδρομείου, τα γραμματόσημα, το χρώμα του φακέλου. Ήταν ένα είδος τέχνης. Όλη αυτή η σύνθεση.

Με αυτά τα χαρακτηριστικά, έφθασαν οι δυο φάκελοι, ό ένας στη δουλειά, ο άλλος στο σπίτι. Αποστολείς δυο Γιάννηδες, γνωστοί σε μένα από δεκαετίες, άγνωστοι μεταξύ τους. Ιδιοχείρως γραμμένα τα στοιχεία των αποστολέων και του παραλήπτη στους φακέλους, με αυτό το προσωπικό στοιχείο, να τα κάνει να διαφέρουν από την τυποποίηση των αδιάφορων και σπάνια ευχάριστων επιστολών.

Στο χρώμα που βάφουν τα παράθυρα στην Πάτμο, κάτι απροσδιόριστο ανάμεσα σε γαλάζιο και γκρίζο, με σαφή ίχνη της παλιακότητάς του, ανεσύρθη από το γραμματοκιβώτιο της κατοικίας ο ένας.

Το γραμματόσημο του ήταν μια ενδιαφέρουσα μαυρόασπρη σύνθεση πορτρέτων του Σάκη Καράγιωργα που επέζησε, έστω και ακρωτηριασμένος, από την Χούντα, αλλά δεν τα κατάφερε στο κομματικό περιβάλλον του Πα.Σο.Κ. και του Κωστα Γεωργάκη που στα 22 του χρόνια, τον Σεπτέμβρη του ’70, αυτοπυρπολήθηκε στην πλατεία Giacomo Matteotti της Γένοβας σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών.

Στην πίσω πλευρά του, ο φάκελος, είχε γραμμένες κάτω δεξιά τις εξής λέξεις: I know u miss him. Πριν τον ανοίξω, σκέφτηκα ότι θα ήταν κάτι για κάποιο αγαπημένο πρόσωπο που δεν ζούσε πιά. Ήταν όμως κάτι πολύ λιγότερο νοσταλγικό και πολύ περισσότερο ευχάριστα, ειρωνικό. Ήταν η φωτογραφία ενός πρώην κοινού, πρώην φίλου.

Τον αποτύπωνε με αινιγματικό υποανθυμειδίαμα, με πουράκι στα τελειώματά του, με καλό ρολόι, στις Σποράδες με μαγιό και γυαλιά ηλίου, σε τραπέζι έτοιμο για κάποιο, μάλλον, λιτό πρωινό. Η εικόνα είχε μια θεατρικότητα, που ατυχώς, θα έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να αντιληφθούμε (τόσο ο αποστολέας όσο και ο παραλήπτης) πόσο πολύ την χρησιμοποιούσε, την εκμεταλλευόταν και ταυτόχρονα τη χλεύαζε ο φωτογραφημένος. Σχιζοφρενικό αλλά ακριβές. Πλούσια αλλά, Χαμένη ζωή. Χαμογελούσα πλατιά, αρκετή ώρα, αντικρύζοντας την φωτογραφία, διαβάζοντας το μπιλιετάκι του αποστολέα, πριν τον πάρω τηλέφωνο:
- ρε συ Γιάννη, λες να πληρώνονται όλα εδώ;
- Να είσαι σίγουρος !


Ό άλλος, φάκελος, έφθασε στη δουλειά και προσγειώθηκε στο γραφείο από τα χέρια της πάντα εξυπηρετικής και βοηθητικής Ειρήνης. Σε μέγεθος Α4, λευκός με κάποια αδιάφορα γραμματόσημα που απεικόνιζαν σταφύλια, όχι εκείνα της οργής, Μέσα έκρυβε πολύ προσεκτικά συσκευασμένα, 14 τυπωμένα δισέλιδα από σκαναρισμένο βιβλιαράκι ηλικίας 88 ετών.

Στο εξώφυλλο είχε τον θυρεό της Ε.Λ.Π.Α. χωρίς την βασιλική κορόνα, καθώς το χρονικό σημείο που εκδόθηκε (1927), ανήκει σε μια περίοδο που περιγράφεται, άτυπα, ως η Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία.  
Από τον Μάρτιο του ’24 έως τον Νοέμβριο του ’35 η Ελλάδα είχε Πρόεδρο και όχι Βασιλέα, προσπαθούσε να επουλώσει πληγές βαθιές, ο διχασμός θέριευε, ενώ έπρεπε να θρέψει, να στεγάσει το 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες από τα ανατολικά παράλια από όπου ξεριζώθηκε ο ελληνισμός ύστερα από αιώνες. Μετά το ’29 που προέκυψαν και τα απόνερα του «κραχ», οι συνθήκες οδήγησαν σε αστάθεια και η χώρα ξανάπεσε στον κλοιό αλλοδαπών μοναρχών.

Βρισκόμαστε λοιπόν στο 1927, η Λέσχη έχει, δεν έχει γιορτάσει τα τρίτα της γενέθλια, παρ’ όλα αυτά προκηρύσσει τους «Β’ Διεθνείς αγώνες Αυτοκινήτων».
Θα πρέπει να ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα περιπέτεια, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε προπομπό του Α΄ Δ.Ρ.Α. που διοργανώθηκε 26 χρόνια αργότερα. Απλώνεται από την Μονεμβάσια μέχρι την Καβάλα, και ποιος ξέρει οι συμμετέχοντες, τι μαγικές εικόνες είδαν.

Πλήρως κατατοπιστικό το φυλλάδιο, με κανονισμό, αίτηση συμμετοχής, χάρτη, χιλιομετρικές αποστάσεις και πλήθος καταχωρήσεων για αυτοκίνητα (Morris, Dodge, Fiat), καύσιμα (Shell, Pratt's), ελαστικά (Dunlop -στην μετάφραση Ντούνλοπ-, Εγκελμπερτ) αλλά και για το «Καλλιτεχνικόν Τυπογραφείον της Βραδυνής».

Ο χρόνος, δεν είναι λίγα τα 88 χρόνια, είχε προσδώσει στο χαρτί την απόχρωση της σέπιας. Αξίζει με το παραπάνω μια αναλυτική αναφορά, στο εγγύς μέλλον.

Τακτοποίησα τους δύο φακέλους, έριξα με την ευκαιρία, μια ματιά σε επιστολές ανθρώπων που αγαπούσα και είχα λάβει πριν 30 ή 40 χρόνια και συνειδητοποίησα ότι ο 22ος αιώνας δεν θα έχει καμιά επιστολή κανενός Σεφέρη σε καμία Μαρώ.

Κανενός Καββαδία που θάγραφε:
«Οσο για το δικό μου Πάσχα… Ανήμερα φτάσαμε στην Αλεξάνδρεια. Πρώτη φορά που λυπόμουνα γιατί ταξιδεύω. Δεν μας έλειπε τίποτε από το τραπέζι. Μονάχα το κέφι. Πάλι, για πρώτη φορά στη ζωή μου στεναχωρήθηκα με τις αισχρές ιστορίες που συνηθίζουνε οι ναυτικοί στο τραπέζι. Ηθελα να 'μουνα στην Αθήνα να πάμε μαζί βόλτα στις εκκλησιές. Είχα ένα κέφι για κλάματα»

Το αυτό και για το πλήθος των επιστολών που έστειλαν όλοι οι λαμπεροί Έλληνες που διακόνησαν τα γράμματα, αλλά και για τα εκατομμύρια άλλων «γραμμάτων» που γράφτηκαν σε βαπόρια σε τόπους εξορίας, από την πρώτη γραμμή του πυρός, από ανθρώπους απεγνωσμένους ή ευτυχισμένους, ερωτοχτυπημένους,, ή αδιάφορους.

Που ταχυδρομήθηκαν από λιμάνια, από χωριά, απο μεγαλουπόλεις. Ακόμα και εκείνα, που από ένα λάθος, δεν έφτασαν ποτέ, ή δεν διαβάστηκαν ποτέ, είτε από καπρίτσιο, είτε από πίκρα.

Ο 22ος αιώνας, θα έχει ηλεκτρονικά αρχεία, χαμένα σε δαιδαλώδεις βάσεις δεδομένων, απρόσωπα μηνύματα, εγκαταλελειμμένα στα έγκατα σκληρών δίσκων.

Δεν αναρωτιέμαι, γιατί δεν μ’αρέσει…