Μάριος Χάκκας: Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού - Tρίτη 2 Ιουνίου 2015 PDF Print E-mail

Γέννημα της Σπερχειάδας ('31 Μακρακώμη), θρέμμα της Καισαριανής, ο Μ.Χ. εγκατέλειψε τα εγκόσμια νεότατος, στα 41 του, μεσούσης της στρατιωτικής δικτατορίας.

Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού, ήρθε στο διάβα μου και αναγνώσθηκε για πρώτη φορά το φθινόπωρο του '88, με αντίτυπο της ενδέκατης έκδοσης, από τον Μάρτιο του '86. Αποτελεί την πρώτη συλλογή διηγημάτων του, σε μια περιορισμένη εργογραφία, καθώς τόσο οι πιεστικές συνθήκες της ζωής του, όσο και ο καρκίνος του έκλεψαν ένα πιο παραγωγικό και μεγαλύτερο βιός.
Επανέρχομαι, με μια δεύτερη ανάγνωση, καθότι αξίζει κάθε κόπο.


Ο Μ.Χ. κουβαλά όλο το άχθος της γενιάς του, όλες τις πληγές της ιδεολογίας του. Ανήκει σε αυτούς που κατέβαλαν βαρύ τίμημα όχι για αυτά που έπραξαν, αλλά για αυτά που ονειρεύτηκαν. Πολιτικοποιήθηκε, εντάχθηκε στην Ε.Δ.Α.

Στα 19 του, ως σπουδαστής της Σχολής Σαμαρειτών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού  βρέθηκε εθελοντής στη Γυάρο, για να περιθάλψει τους κρατουμένους. Από τα 23 του έως τα 27 του έζησε φυλακισμένος διακόπτοντας τις σπουδές του στο Πάντειο. Στα χρόνια του εγκλεισμού, έμαθε ξένες γλώσσες, θα διαβάσει, θα γράψει. Ακολούθησε η θητεία, προφανώς όχι ότι καλύτερο αν συνυπολογισθεί η πολιτική του θέση.

Μετά την απόλυση του από τις τάξεις του Ε.Σ. εργάστηκε σε βιοτεχνία πλαστικών. Του έμεναν σχεδόν 12 χρόνια ζωής. Θα παντρευτεί, θα έρθει σε ρήξη με την παράταξη.
Η ουσιαστικά εύφορη λογοτεχνικά χρονική περίοδός του θα διαρκέσει από το '65 έως τον θάνατό του.

Αυτή, η πρώτη συλλογική συλλογή χωρίζεται σε πέντε ενότητες: Του Στρατού, Της Φυλακής, Της Ζωής, Τ' Ανάποδα, Τρία Διηγήματα.
Kαταθέτει βιώματα,

από τα χρόνια που υπηρετούσε, από την εποχή του εγκλεισμού και βέβαια  από την ευρύτερη κοινωνία. Το κάνει δηκτικά, σαρκαστικά, με βαθιές τομές κι αν θυμηθούμε την εποχή που γράφει, το κάνει τολμηρά. Μεταχειρίζεται τα Ελληνικά με άνεση και πλέκει μηνύματα γεμάτα νόημα, δουλεύοντας με χάρη τις λέξεις. Δεν κινείται με αισιοδοξία, αλλά μας δείχνει έναν δρόμο παραγωγικής απαισιοδοξίας. Κι από εκεί ξεκινά με μια διάθεση αγωνιστική, να μην κάνει πίσω, να μην δώσει χώρο, χωρίς να χάσει την τρυφερότητα του, δίχως να ξεχάσει τους στόχους του.
Ακολουθούν λίγα δείγματα. Κάποια αποσπάσματα, αν και έχουν άλλο σημείο εκκίνησης είναι σαν αποτελούν ερμηνεία για ότι πλήττει τον τόπο τις μέρες μας.

Στο: Ένα μουλάρι διηγείται
«Τώρα που για πάντα είναι φευγάτος και τα μάτια μου δε θα χαρούνε τη λεπτή μορφή του πια ποτέ, μπορώ καταλεπτώς όλα να τα εξιστορήσω, χωρίς να ντρέπομαι για ό,τι ένιωσα, για την πρωτόγνωρη χαρά, την ευλογία που μ' άγγιξε.» σ.28

«Η αλογόμιγα της περιέργειας με κέντρισε» σ.31

«Το δέντρο της αγάπης θέλει θυσίες να τρανέψει» σ.32

Στο: ένας αγνοημένος φιλέλληνας
«Και οι πέντε μαζί αποτελούσαν την επιτροπή ηθικής αγωγής, ένα ανώτερο δικαστήριο ψυχών, πενταμελές, εφετείο με κατασταλαγμένες απόψεις, τελεσίδικες σκέψεις για το τι είναι εθνικώς επιζήμιο» σ.34

Στο: το σπάσιμο
«Ίσως οι πόρτες να ανοίγανε πια κι ο καθένας να πήγαινε σπίτι του με την καρδιά του ατόφια.» σ.66

«Υπομονή. Μια κουβέντα. Δεκαπέντε χρόνια υπομονή έκανε.» σ.67

«Και τους συμμαθητές του, που αρπάχτηκαν από την μόδα του ρεμπέτικου και κάνανε χρυσές δουλειές αποφθεγματικά κατακεραύνωνε: - καλή ζωή, κακή διαθήκη-.» σ.85.

«εκείνος ένιωθε κουρσεμένος κατηφορίζοντας στην πόλη»
σ.87

από το: Το μαντήλι, ο έρωτας και το συνάχι.
«Ήταν πια φθινόπωρο. Τον ορισμένο χρόνο ήρθε και σκάντζαρε κανονικά το καλοκαίρι φέρνοντας μια ψιχάλα, κάτι ψυχρούλες, μια κατσούφα εσπέρακι ένα μελάγχολο ουρανό. Κυνηγώντας τον έρωτα που νεμόταν την ύπαιθρο, ερήμωσε τους λόγους από τα ραντεβουδάκια κι έδιωξε τα πουλιά κατά το νότο» σ.90.

από το: Το πτώμα
«Πρώτα άρχισε να ξοδεύει σε μικρές δόσεις το μέλλον» σ. 115.

«Ας μη φταίει, θα πληρώσει. Ας ξεκινάει ανάλαφρος σαν την αυγή, με μηδέν παρελθόν. Αυτό το παιδί μεγαλώνοντας θα μπλεχτεί σε ένα παρόν όλο χρέη, θα πουλήσει το μέλλον του, θα προεισπράξει το πτώμα του.» σ.118