Αμερικάνικη αυτοκινητική κουλτούρα – Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013 PDF Print E-mail

Με μια διαφορά σχεδόν μισού αιώνα, δυο ολότελα διαφορετικά δείγματα αυτοκινήτων, υπό τη σκέπη του μπλε οβάλ, περιγράφουν κάποιες προσεγγίσεις που είχαν και ακόμα διατηρούν οι κατασκευαστές, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Ήταν κάτι πρωτοφανές, τότε στα τέλη της δεκαετίας του '60, μια άλλη προσέγγιση τόσο για τον αυτοκινητικό κόσμο όσο και για το κινηματογραφικό γίγνεσθαι.

Ο Peter Yates (1929 – 2011) σκηνοθέτησε το Bullitt φωτοβολώντας έτι περαιτέρω το άστρο του Steve McQueen. Έβαλε απέναντι του έναν φθονερά φιλόδοξο Robert Vaughn, δίπλα του τη νεότατη και γοητευτική Jacqueline Bisset, αφήνοντας ένα ρόλο σημαντικό στο όχημα. Στη σκούρα πράσινη Mustang V8 GT 390 CID Fastback, που οδηγεί ο υπαστυνόμος Frank Bullitt.

Στο περίφημο κυνηγητό που ξεκινά από το Fisherman's Wharf, συνεχίζεται στους δρόμους Hyde και Laguna και ολοκληρώνεται στο Brisbane στα νότια του San Francisco, με τη συντριβή της μαύρης Dodge Charger 440 Magnum στην οποία επιβαίνουν οι δύο σκοτεινοί εκτελεστές. Έκτοτε, αυτό το κυνηγητό, αποτέλεσε σημείο αναφοράς στην ιστορία της έβδομης τέχνης, αλλά και της αυτοκινητικής λατρείας.

Σηματοδότησε μια σημαντική καταγραφή, της αμερικανικής αυτοκινητικής κουλτούρας. Η περίφημη κατηγορία των muscle cars ερχόταν με τους θορυβώδεις V8 κινητήρες, με πολλά κυβικά και μια εμφάνιση που παρέπεμπε σε μια οξύμωρη ισορροπία ανάμεσα στην επιτυχία και την αδιαφορία για αυτή.

 

Από τότε, «έτρεξαν» πέντε γενιές Mustang και το περίφημο αυτό κουπέ, παραμένει ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα αυτοκίνητα στην αμερικάνικη ήπειρο. Ατίθαση σαν το άγριο άλογο από όπου πήρε το όνομά της, επιθυμητή και διαχρονική. Οδηγώντας ένα μοντέλο της πρώτης γενιάς, που έχει στην πλάτη του, ήδη 48 χρόνια, οι διαφορές με τα σύγχρονα οχήματα είναι παραπάνω από εμφανείς. Κουραστικό στην κίνηση και στο παρκάρισμα, με μεγάλο κύκλο στροφής, χωρίς υδραυλικά, δεν ενδείκνυται για μετακινήσεις στις σημερινές αστικές συνθήκες.

Με μια τεράστια διαδρομή στο πεντάλ του φρένου, απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή καθώς έχει μια πολύ μικρή ωφέλιμη περιοχή, ανάμεσα στο “δεν φρενάρει” και το “μπλοκάρει”. Με ισχύ που δεν τρομάζει, που “πνίγεται” και από το παλιό τεχνολογικά αυτόματο κιβώτιο, δεν πρόκειται να σε κερδίσει με τις επιδόσεις. Δύσκολο στο να οδηγηθεί γρήγορα. Με πληροφορίες που φτάνουν καθυστερημένα και συγκεχυμένα στον χειριστή. Σε κατακτά όμως όμως, με τον χαρακτήρα της. Το λυτό, μακρύ, χαμηλό αμάξωμα αποτελεί μια ξεχωριστή γραμμή. Συνδυαζόμενο με τον ασυνήθιστο για “μας” ήχο που παράγει ο κινητήρας δημιουργεί μια εικόνα μακριά από την πραγματικότητά μας.

Σε τροχιά πλήρους αντίθεσης, κινείται το Ranger. Μια παλιά και κλασσική ιδέα που εξελίχθηκε σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε σχεδόν να χάσει τον αρχικό του στόχο. Δηλαδή, είχαμε ένα όχημα για δουλειά. Επαγγελματικό. Να φορτώσει ο αγρότης λίπασμα, ο χειρονάκτης τα εργαλεία του, ο επαγγελματίας τα υλικά του. Μεγάλος χώρος φόρτωσης, καμπίνα για δύο ίσως και τρία άτομα όταν δεν υπήρχαν θέσεις αλλά “πάγκος”. Πολλά εργοστάσια κατασκεύασαν τέτοια pick up που υπηρέτησαν, εργαζόμενα σκληρά εκατομμύρια οδηγούς. Μέχρι που ανακαλύφθηκαν και οι άλλοι ρόλοι τους, οι οποίοι δεν ήταν απαραίτητα επαγγελματικοί.

Η ψυχαγωγική πλευρά αυτών των οχημάτων τα έκανε ακόμα πιο χρήσιμα. Μοτοσικλέτες, σερφ, βάρκες, σκηνές, ορειβατικός εξοπλισμός, ποδήλατα, οποιαδήποτε δραστηριότητα γινόταν στην ύπαιθρο, έβρισκε τη θαλπωρή της στην καρότσα των pick up. Μοιραία και καθώς η παρέα μεγάλωνε, ο χώρος φόρτωσης μειωνόταν, προκειμένου να χωρέσει πέντε και όχι δύο επιβάτες. Ταυτόχρονα η καμπίνα απόκτησε τέτοιο εξοπλισμό και τέτοια πολυτέλεια που την επιθυμούσαν πολλές “κούρσες”. Από τα ηλεκτρικά ρυθμιζόμενα και θερμαινόμενα καθίσματα, την επιλογή της τετρακίνησης, τον κλιματισμό, τα ηλεκτρικά παράθυρα και μια γενικότερη αίσθηση πολυτέλειας, γίνεται σαφές ότι ο αρχικός προσανατολισμός έχει αλλάξει, όπως άλλαζε και η αυτοκίνηση.

Τι έχουμε λοιπόν μπροστά μας; Έχουμε την πρώτη έκδοση ενός σημαντικού αυτοκινήτου, τουλάχιστον στην ιστορία της Αμερικανικής αυτοκίνησης και την τελευταία, μέχρι στιγμής, έκδοση ενός επίσης ιστορικού pick up. Αμφότερα μάλιστα υπό τη σκέπη του μπλε οβάλ.

Το πρώτο μας οδηγεί υπό τους βρυχηθμούς του V8, σε μια Αμερική που επιχειρεί τομές. Το '68, τη χρονιά που γυρίζεται το Bullitt, χαρίζοντας στην Mustang την κινηματογραφική της αθανασία, χαρακτηρίζεται ως έτος σταθμός. Στην Ευρώπη ξεσπά ο Μάης σαν μια λιγότερο αιματηρή, αλλά πιο ιδεολογική βερσιόν της Παρισινής Κομμούνας του 18ου αιώνα, οι Σοβιετικοί επαναλαμβάνουν το σφάλμα της Ουγγαρίας με την εισβολή στην Πράγα και ο πρόεδρος Johnson σφάλει βαθιά κι' αυτός στη χερσόνησο της Ινδοκίνας, καθώς, ανάμεσα στα άλλα, συντελείται και η σφαγή στο Μέυ Λάι. Οι Ολυμπιακοί του Μεξικού πνίγονται στο αίμα και στο Μέμφις του Τενεσί θρηνεί όλη η μαύρη Αμερική, το θάνατο του Μ.L. King.

Κάποιες από τις μουσικές επιτυχίες εκείνης της χρονιάς προβάλλουν την πολιτιστική εικόνα. Όπως όταν ο Οtis Reding τραγουδά το “Sittin' on the doc of the bay” μια σπαρακτική επωδό για τα αδιέξοδα, ή ο Marvyn Gaye που δανείζεται μια έκφραση από την εποχή της σκλαβιάς και ερμηνεύει την ερωτική απογοήτευση στο “Ι heard it through the grapevine”.

Σε άλλο παλμό, ηλεκτρικό, ανατρεπτικό ο J. Hendrix μας αφηγείται τι λέει ο “γελωτοποιός στον κλέφτη” στο περίφημο “Αll along the watchtower” του Robert Zimmerman, γνωστότερου ως Bob Dylan.

Κι όλα τούτα, εκεί, στη δύση, πέρα από τον Ατλαντικό και πριν τον Ειρηνικό σε ένα διθέσιο κουπέ, ενίοτε με δυο ρίγες στον διαμήκη άξονα. Η κόκκινη Mustang με τις λευκές ρίγες που σήμερα αναπνέει Αττικό αέρα, ήταν τότε τριών ετών, τα έχει ζήσει αυτά και ποιος ξέρει που γυρνούσε ανέμελα τους τροχούς της.

Τούτη η Mustang βγήκε από τις γραμμές παραγωγής το '65. Τότε που τα εργοστάσια Ford απασχολούσαν 365.000 εργάτες και κατασκεύαζαν περισσότερα από 4.000.000 οχήματα ετησίως. Μολοντούτο, τα τελευταία έξι χρόνια εκείνης της εποχής, το Le Mans το κέρδιζε η Ferrari.

Την ίδια στιγμή, στο Maranello, έβρισκαν απασχόληση 450 εργαζόμενοι που κατασκεύαζαν μόλις 600 αυτοκίνητα ανά έτος. Κι όμως κέρδιζαν.


Ο Ηenry Ford ΙΙ, με κάτι που έμοιαζε σαν φωνή Κυρίου ψιθύρισε στο αυτί του διευθυντή του, Leo Beeb: «Καλά θα κάνετε να κερδίσετε. Διαφορετικά...». Τον Ιούνιο του '66 κατέφθασαν οκτώ GT 40 ΜΚ ΙΙ στην κοιλάδα της Σάρτης, τα σάρωσαν όλα και υπό το άγρυπνο βλέμμα του γραβατοφορεμένου Ford έκαναν άνετα το 1 – 2 – 3. Στο ψηλότερο σκαλοπάτι οι Bruce McLarenChris Amon, σε άλλο ένα περίεργο παιχνίδι της ιστορίας. Δυο Νεοζηλανδοί σε ένα Αμερικανικό πρωτότυπο. Μόλις τέσσερις εβδομάδες, νωρίτερα, στις 22 Μαίου, ο McLaren είχε πραγματοποιήσει στο Μονακό, το ντεμπούτο στην F1 του δικού του μονοθέσιου την McLaren M4, ενώ λίγους μήνες αργότερα, ο Amon θα οδηγούσε επί τρία χρόνια για την Scuderia. Στις μέρες μας η McLaren είναι η πλέον αρχαιότερη και πιο επιτυχημένη των ομάδων μετά την Ferrari, o Enzo, ο Henry, o Bruce, δεν ζουν και όλοι οι πρωταθλητές του θεσμού τα τελευταία οκτώ χρόνια είναι γεννημένοι μετά το '79.

Το μπλε οβάλ, μπορεί να κλυδωνίστηκε σοβαρά στην κρίση του 2008, μπορεί να αναγκάστηκε να απαλλαγεί από τις Aston Martin, Land Rover, Jaguar, γερά κάποτε Βρετανικά χαρτιά, ακόμα και από την Volvo και την Mazda, αλλά είναι παρόν, κραταιό σε παγκόσμια κλίμακα. Τον Ιούνιο συμπληρώνονται 110 χρόνια από τότε που ιδρύθηκε από τον προπάτορα Henry Ford και ανάμεσα στα πολλά που δημιουργεί, παράγει τα τελευταία 30 χρόνια είναι και το Ranger.

Αυτό το επιβλητικό μπλε Ranger (μας), που κάνει πολλά επιβατικά αυτοκίνητα να κοκκινίζουν από ντροπή καθώς είναι πιο φτωχά σε εξοπλισμούς. Αταίριαστο ασφαλώς με την κόκκινη Mustang όπως και ο Clark Gable με την Marylin Monroe στους “Αταίριαστους” αλλά τόσο αλληλοσυμπληρούμενα.

Ποιος δεν θα ήθελε μια Mustang, έστω και τόσο αταίριαστη στις σημερινές συνθήκες, να βολτάρει ένα ανοιξιάτικο απόγευμα ακούγοντας ανάμεσα από τις αναπνοές του V8, Born to be wild. Από τους Steppenwolf βεβαίως, βεβαίως…

Από την άλλη, ποιος πάλι δεν θα ήθελε να πάει σχεδόν παντού με το θορυκτό Ranger που ευθυγραμμιζόμενο στο πνεύμα της εποχής, θα ακουγόταν από το έξοχο ηχοσύστημά του, αυτός ο Βελγο – Αυστραλός (αχ αυτή η παγκοσμιοποίηση), ονόματι Gotye του οποίου το “Somebody that I used to know” (που πολλοί νομίσαμε σαν κάτι ξεχασμένο του Peter Gabriel) έκανε κοντά 400.000.000. θεάσεις στο youtube.

Ζούμε μια περίεργη εποχή.