Η ιστορία μιας μέρας στην Ιταλία (02.12.2012) PDF Print E-mail

Το Α320 - 200 της Aegean τροχοδρομούσε προς το νότο και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα σήκωνε το φορτίο του στον Αττικό ουρανό. Η πτήση από το “Ελ. Βενιζέλος” για Ρώμη (Α3650) έφευγε στην ώρα της, 9 το πρωί, και τα διάφορα επίπεδα νεφώσεων που κάλυπταν την Ελλάδα δεν άργησαν να βρεθούν χαμηλότερα από τις φτερούγες του Αirbus. Ήταν Τρίτη 20 Νοεμβρίου.

Ήσυχα κύλησαν όλα και ο κυβερνήτης, ως είθισται, πήρε ο μικρόφωνο για να μας αναγγείλει ότι σε λίγα λεπτά θα προσγειωνόμαστε στο αεροδρόμιο Leonardo da Vinci, γνωστό και ως Fiumicino (ποταμάκι) και να μας δώσει πληροφορίες για τον καιρό, τη θερμοκρασία κλπ.


Την ώρα

που τελείωσε όμως το τυποποιημένο μήνυμα, ανακοίνωσε κάτι που ακόμα και οι πολυταξιδεμένοι σπάνια το ακούν. Ήταν η τελευταία του πτήση. Μετά από μερικές δεκαετίες και αντίστοιχες χιλιάδες ώρες στα κόκπιτ, ήρθε η ώρα της συνταξιοδότησης. Μόλις σταμάτησε το αεροσκάφος, βγήκε από το πιλοτήριο και περίμενε δίπλα στην πόρτα. Χαιρέτησε έναν – έναν, όλους τους επιβάτες, δια χειραψίας. Του ευχήθηκα καλή τύχη και δύναμη.

Ήταν συγκινητική στιγμή. Συγκράτησα το επώνυμο. Κουρής, μετρίου αναστήματος με αραιά, γκρίζα μαλλιά. Σκέφτηκα ότι ήταν μελαγχολικό να ήξερε ότι ήταν τα τελευταία 93 λεπτά που κουμαντάρισε αεροπλάνο, ότι ήταν η τελευταία φορά που φορούσε τη στολή του, ότι δεν θα ξανανέβαινε σε αεροσκάφος σαν καπετάνιος. Από την άλλη σκεφτόμουν ότι πιθανόν να το αντιμετώπιζε ολότελα διαφορετικά. Ήταν αρκετά νέος και θα μπορούσε να χαρεί το υπόλοιπο της ζωής τους χωρίς άγχος, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς δρομολόγια, δίχως να έχει την ευθύνη τόσων ψυχών κάθε μέρα. Ποιος ξέρει; Διερωτήθηκα επίσης γιατί δεν έκανε το αντίστροφο δρομολόγιο (προς Αθήνα) και αναρωτήθηκα πως θα γυρνούσε πίσω. Απορίες μάλλον κουτές…

Ο νεφελώδης ουρανός πάνω από την αιωνία πόλη και αραιές στάλες της βροχής δεν βοήθησαν ιδιαιτέρως στην απομάκρυνση από το καθεστώς της μελαγχολίας.

Λίγο αργότερα

βρέθηκα στα studio της Cinecitta όπου γινόταν η παρουσίαση της νέας Fiesta. Αχανείς εγκαταστάσεις που κάποτε γυρίστηκαν μερικές από τις σημαντικότερες παραγωγές του παγκόσμιου κινηματογράφου και που τώρα πια, απειλούνται ανοικτά από την ύφεση και τα φτηνότερα κοστολόγια που προσφέρουν οι χώρες της Βαλκανικής για αντίστοιχες υπηρεσίες. Είναι ένα κομμάτι γης μεγάλης αξίας, για το οποίο οι εργαζόμενοι ισχυρίζονται πως ήδη υπάρχουν σχέδια για το γκρέμισμα των υπαρχόντων studios και κτίσιμο τεράστιων ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων. Το “Χόλυγουντ του Τίβερη” κινδυνεύει με αφανισμό. Είναι λίγο ειρωνικό ότι γεννήθηκε από τους μελανοχίτωνες του Μουσολίνι, φιλοξένησε τις παραγωγές του Φελίνι και κινδυνεύει από την οικονομία της παγκοσμιοποιημένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Δυο, μάλλον περίεργοι, εμπρησμοί έχουν πλήξει το χώρο, το 2007 και το 2012 και το μέλλον της Cinecitta κρίνεται άδηλο, μέσα σε ένα ασταθές οικονομικό γίγνεσθαι.


Στο υπάρχον κλίμα

ήρθε να προστεθεί και η επινόηση της Ford, που την εφαρμόζει στη Fiesta με το όνομα MyKey και η οποία επιτρέπει στους πρεσβύτερους ιδιοκτήτες να περιορίζουν την τελική ταχύτητα, να μειώνουν τη μέγιστη ένταση ήχου του ηχοσυστήματος ακόμα και να το απενεργοποιούν τελείως εάν ο οδηγός και οι επιβάτες δεν φοράνε ζώνες ασφαλείας, να αποτρέπουν την απενεργοποίηση συστημάτων όπως τα Electronic Stability Control και Active City, όταν το αυτοκίνητο χρησιμοποιείται από τους νεότερους. Όλα αυτά με το σκεπτικό ότι θα προστατεύσουν τα παιδιά τους, καθώς θα βγούν στους δρόμους, σαν νέοι οδηγοί.

Έχει ένα απροσδιόριστα ηθικό θέμα αυτή η εφαρμογή. Ανοίγει έναν δρόμο όπου κάποιος άλλος έχει έλεγχο σε κάτι που εσύ κάνεις. Δημιουργεί νέα στεγανά. Μικραίνει το γήπεδο και το κάνει ποντάροντας σε ένα πολύ ευαίσθητο, σχεδόν ταμπού, θέμα. Την ασφάλεια. Για αυτό, προσωπικώς, μου γεννά ανασφάλεια. Δεν βγάζω συμπεράσματα. Δεν το καταδικάζω. Το βλέπω με σκεπτικισμό.

Οδηγώντας

μέσα στο ψιλόβροχο την πετρελαιοκίνητη έκδοση, σε ένα καταπληκτικό ορεινό πέρασμα μερικές δεκάδες χιλιόμετρα ανατολικά της Ρώμης, έως το San Vito Romano η διάθεση ισορροπεί. Ελάχιστη κυκλοφορία, Ιταλοί τρίτης ηλικίας που μαζεύουν τους τελευταίος καρπούς από τις ελιές, Giulies” από τη δεκαετία του '60 που κυκλοφορούν ακόμα περήφανα.

 

Όλα τούτα σε ένα επιβλητικό ανάγλυφο της γης όπου ανάμεσά του φυλακίζονται αραιά νέφη και στις κορφές ξεχωρίζουν χωριά. Ήρεμο φθινοπωρινό πρωινό που σε απομακρύνει από τα δεινά και τα δυσάρεστα.


Είχαν τελειώσει τα στροφιλίκια, οδηγούσα στο εθνικό δίκτυο επιστρέφοντας προς την Cinecitta, όταν ήχησε ο μηνυματικός ήχος του κινητού.

“Δεν ξέρω αν το έμαθες εκεί που είσαι, αλλά πέθανε ο Χρόνης Μίσσιος”

χόρευαν οι αράδες στο οπτικό πεδίο, πριν το παρ μπριζ που γέμιζε από το δρόμο. Είχα προσπαθήσει να επικοινωνήσω μαζί του πριν λίγες μέρες, πέτυχα τη σύζυγό του τη Ρηνιώ, η οποία μου είπε ότι νοσηλευόταν και να τώρα που στα 82 του εγκατέλειψε τον μάταιο κόσμο. Μια περίεργη στεναχώρια σε συνδυασμό με κάποιο θυμό με κατέκλυσε. Όχι μόνο για τη απώλεια ενός ξεχωριστού ανθρώπου, αλλά και για την αφέλειά μου που, ξορκίζοντας το θάνατο, πίστευα ότι θα ήταν εκεί για πάντα.

Το ηχοσύστημα έπαιζε ένα παλιό, του ’71, τραγούδι των Jacksons 5, το «I want you back» διασκευασμένο από το ντουέτο The civil wars, σε μια φόρμα εξόχως λυπητερή, σχεδόν a capella, από τη γυναικεία φωνή του γκρουπ, τη συνοδεία μόνο μιας ακουστικής κιθάρας.

Οι απώλειες προσώπων που εκτιμάς, που αγαπάς, είναι σαν τον πόλεμο. Όσο σκληρή εκπαίδευση κι’ αν έχεις υποστεί, στις συνθήκες της μάχης θα είναι ελλιπής. Έτσι και με τις απώλειες. Όσο και αν είσαι προετοιμασμένος, το ίδιο το γεγονός θα σε ξεπεράσει και συχνά θα σε γονατίσει.

Επιστρέφοντας

στην Cinecitta άφησα το «πετρέλαιο» και πήρα μια Fiesta με τον ecoboost. Περίσσευε λίγος χρόνος και μια και είχα να δω το Κολοσσαίο από το μακρινό Φθινόπωρο του ’76, δεν ήταν και άσχημη ιδέα. Λογική κίνηση στους δρόμους έως εκεί, εύκολα βρίσκεις θέση στάθμευσης, φυσικά έναντι αντιτίμου (2€ το δίωρο). Καθώς το φως έπεφτε δεν το πρόλαβα ανοικτό, αλλά εκατοντάδες τουρίστες κάθε χρώματος και προέλευσης ήταν εκεί προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουν ιστορία αιώνων, που λίγοι λαοί έχουν. Πέντε εκατομμύρια άνθρωποι μαζεύονται κάθε χρόνο, προκειμένου να δουν από κοντά το ναό του αίματος, το αμφιθέατρο του θανάτου.

Από το 80 μ.χ. που ολοκληρώθηκε η κατασκευή του από μυριάδες Ιουδαίους αιχμάλωτους, έως το το 437 όταν διεξήχθη η τελευταία μονομαχία, αλλά και ως το 523 που έλαβαν χώρα οι τελευταίες θανατώσεις ζώων, έχασαν τη ζωή τους χιλιάδες άνθρωποι και ακόμα περισσότερα ζώα. Για τέσσερις αιώνες εκεί μέσα μεγαλούργησε η βιομηχανία θανάτου. Ήταν η αιματηρή έκφραση της Ρωμαϊκής παρακμής. Αρκετά ειρωνική και η επίσημη ονομασία του: Amphitheatrum Flavium (το αμφιθέατρο των Φλάβιων). Στις μέρες μας η βουή της πόλης και τα πλήθη των επισκεπτών σε απομακρύνουν ακόμα περισσότερο από το αιματηρό παρελθόν, αλλά αφήνεις όση από τη φαντασία, έχει παραμείνει αδέσμευτη από τις κινηματογραφικές παραγωγές, να διαισθανθείς τι συνέβαινε πριν από αιώνες.

Το φως είχε φύγει τελείως, ο βαρύς ουρανός έστελνε λίγες σταγόνες βροχής και οι καντίνες γύρω από το αρχαίο μνημείο μάζευαν την πραμάτεια τους.

Περιπλανήθηκα

οδικώς, ένθεν και εντεύθεν από τις όχθες του Τίβερη, καθώς πύκνωνε τόσο η βροχή όσο και η κυκλοφορία. Έχει και αυτός ο ποταμός συμμετοχή στα πρώτα μεταχρiστιανικά χρόνια. Ήταν ο αυτοκράτορας Τιβέριος που έδωσε την εντολή να εκτελούνται οι καταδικασμένοι στο κλιμακοστάσιο γνωστό και ως Scale Gemonie ή τα σκαλιά του πένθους. Παράλληλα, έφερναν νεκρά κορμιά εκτελεσμένων σε άλλα σημεία της Ρώμης, τα άφηναν εκεί στα σκαλοπάτια, επί μακρώ σε κοινή θέα. Στη συνέχεια πέταγαν τα κορμιά τους στον Τίβερη. Ο Τιβέριος πέθανε το 37 μ.χ. στα 77 του χρόνια, "solus et senex", μόνος και ηλικιωμένος, όπως αναφέρει ο Τάκιτος αλλά αυτή η βαρβαρική συνήθεια που ξεκίνησε επί των ημερών του, παρέμεινε επί αιώνες.

Είχα ήδη χαθεί σε σκέψεις αλλά και στους δρόμους της πόλης και ευτυχώς που το GPS της Fiesta λειτουργούσε άριστα, διότι δεν μπορούσα να υπερηφανευτώ ότι θα έβρισκα το δρόμο για το αεροδρόμιο.

Την ώρα

της αναμονής για την πτήση της επιστροφής, τη διέθεσα σε ένα αξιοπρεπές δείπνο με ταυτόχρονο χάζεμα της αναμέτρησης Σπάρτακ Μόσχας – Μπαρτσελόνα. Στα πρώτα 39 λεπτά, ο Andriy Dykan είχε μαζέψει την μπάλα από τα δίκτυα του τρεις φορές και ότι και αν δοκίμασε η Μοσχοβίτικη ομάδα δεν κατάφερε να ξαναμπεί στο ματς.

Με καθυστέρηση, ως συνήθως, ανεχώρησε η πτήση της Alitalia (ΑΖ 0722), στη διάρκεια της οποίας, νοστάλγησα το πρωινό service της Αegean. Νοστάλγησα ακόμα περισσότερο την πρώτη (μου) επιστροφή από τη Ρώμη το Φθινόπωρο του '76 όταν μπορούσες να φουντώσεις ένα Muratti σε κάποιο Boeing της κραταιάς τότε Alitalia (Ali = φτερά & Ιταλία) . Που νάξερα τότε, ότι εκείνο το λευκό με κόκκινο μπλέ πακέτο ήταν ένα απομεινάρι της καπνοβιομηχανιας του Έλληνα Κωνσταντινοπολίτη Βασίλη Μουράτογλου ο οποίος ίδρυσε την εταιρεία του, τη χρονιά που φούντωσε η επανάσταση. Το 1821! Όχι δεν μου λείπει το κάπνισμα. Καθόλου. Μου λείπει η ελευθεριότητα της δεκαετίας του ‘70 και η αίσθηση μιας ζωής που βασίζεται περισσότερο στο σεβασμό κια λιγότερο στους κανόνες.

Στην 1.43΄ που χρειάστηκε το Α321 της Alitalia για να πατήσει στο «Ελ. Βενιζέλος» (10΄ περισσότερα από το aller”!) ολοκλήρωσα το βιβλίο της Ν. Ανδρικοπούλου για το Ματαρόα. (περισσότερα εδώ: Νέλλη Ανδρικοπούλου: Το ταξίδι του Ματαρόα, 1945 (29.11.2012). Στις τελευταίες σελίδες φιλοξενείται ένα επίμετρο του Γιώργου Καλπαδάκη ο οποίος ξεκινά με τμήμα επιστολής του Νίκου Καζαντζάκη προς τον Οκτάβιο Μερλιέ. «… Μίζερη, κουρασμένη είναι η Ελλάδα, δεν μπορεί να βαστάξει σε τόση αιμορραγία. Μα κάποιος στρόβιλος μέσα της είναι αθάνατος, ας έχουμε εμπιστοσύνη…».

Στη συνέχεια, δίνει πλούσια στοιχεία, υπερασπίζεται το ρόλο του επικεφαλής του Γαλλικού Ινστιτούτου, αποκαλύπτει την σφοδρή, άδικη πολεμική που έγινε στον Μερλιέ και φθάνει σε ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο, στην κριτική που δέχτηκαν οι υπότροφοι, επιβάτες του Ματαρόα εκ των έσω. Από τους συντοπίτες τους, συχνά και ομοϊδεάτες τους που δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να φύγουν. Αναφέρει επί τούτου ένα εδάφιο από το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα της Μιμίκας Κρανάκη «Φιλέλληνες». «άλλοι που έμειναν πίσω στην Ελλάδα ήσαν πιο ευθείς: “Αμ βέβαια, εσείς την κοπανίσατε πρώτοι πρώτοι με εκείνο το καράβι” μου είπε μια μέρα ο Ιωάννου ο Θεσσαλονικιός “Ολο κωλόπαιδα της Αθήνας είσαστε, δεν πήραν ούτε έναν επαρχιώτη”».

Πολύπλοκη διαδικασία η ερμηνεία των γεγονότων. Αναπόφευκτα, γύρισα πίσω στη λυπητερή είδηση του θανάτου του Μίσσιου και προσπάθησα να φανταστώ τη διαφορά ενός νέου που μεγάλωνε στην Ελλάδα του ’47 όταν θέριευε ο εμφύλιος και ενός άλλου νέου που, σπούδαζε στο ειρηνικό Παρίσι. Δεν χρειάστηκε πολύ φαντασία. Το παράδειγμα ήταν μπροστά μου. Ο Χρόνης καταδικαζόταν σε θάνατο και ο Καστοριάδης ξεκινούσε τη λαμπρή του πορεία στα γράμματα και στη διανόηση. Πόσο πιο χρήσιμο θα ήταν άραγε ο Καστοριάδης να παρέμενε στην Αθήνα και να προσφερόταν, σαν άλλο ένα ανώνυμο θύμα στη φρενίτιδα του εμφυλίου; Ο Καστοριάδης, τον οποίο ο πατέρας του εξεδίωξε από το σπίτι επειδή δεν μπορούσε να συνεισφέρει το μερτικό του, στο λογαριασμό του νερού και του ηλεκτρικού, όπως αποκαλύπτει η Ανδρικοπούλου.

Μιάμιση ώρα

μετά το μεταμεσονύκτιο, έψαχνα στο χώρο στάθμευσης του αεροδρομίου να βρω το αυτοκίνητο σε μια υγρή, νοτισμένη ατμόσφαιρα. Ποτέ δεν χώνεψα το αδιάφορο έως κρύο αισθητικά, αυστηρό και βαρύ νέο αεροδρόμιο και πάντα θυμάμαι με νοσταλγία και πλήθος από γλυκές αναμνήσεις, το ανυπέρβλητα ομορφότερο σαφώς και ελληνικότερο «Ελληνικό».