Το μήνυμα της 28ης Οκτωβρίου - Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014. (ανανεωμένη επανάρτηση από 28.10.2012) |
Εβδομήντα τέσσερα χρόνια μετά την γνωστή στιχομυθία του Έλληνα δικτάτορα και του Ιταλού πρέσβη, εκείνες τις πρώτες ώρες της 28ης Οκτωβρίου του '40, ενώ οι Ιταλικές δυνάμεις εισβολής είχαν ήδη κινηθεί, το μήνυμα παραμένει αρκετά επίκαιρο, αλλά πιο δύσκολο από ποτέ να ακολουθηθεί. « Alors, c ' est la guerre» - Λοιπόν, έχουμε πόλεμο - αποκρίθηκε ο Μεταξάς στον Γκράτσι στο σπίτι του στην Κηφισιά (υπάρχει ακόμα στην οδό Κεφαλληνίας), όταν ο Ιταλός πρέσβης, τον επισκέφτηκε μέσα στη νύκτα και ζήτησε μια σειρά από «διευκολύνσεις». Το πρωτόγνωρο κλίμα εκείνων των ημερών, που οι νέοι άνδρες έφευγαν για το μέτωπο μέσα σε πανηγυρισμούς, με πλατειά χαμόγελα, κρεμασμένοι στα μεταφορικά μέσα της εποχής λες και πήγαιναν σε πανηγύρι και όχι στην κόλαση της ενοπλης εμπλοκής, αποτελεί την ισχυρότερη απόδειξη της αίσθησης της αδικίας, της στοχοποίησης του εχθρού, της πίστης για τη μάχη, την επιθυμία για τη νίκη.
Το απίστευτο εκείνου του καλέσματος, όπως το ομολογούν όσοι έζησαν τα γεγονότα, είναι ότι με μια κίνηση, μαγική, συντάχθηκαν όλες οι αντίρροπες δυνάμεις. Εθνικιστές, κομμουνιστές, αστοί, λαϊκοί, ποιητές, εργάτες, αγρότες, κάθε κοινωνικό στοιχείο. Ομοψυχία λέγεται αυτό και σε μια φτωχή (αυτή η άποψη επικρατεί κι όταν ο Δ. Μπάτσης ισχυρίστηκε το αντίθετο στήθηκε στον τοίχο), υπό δικτατορία, χώρα είναι τεράστιο, μη εκτιμήσιμο μέγεθος. Το μήνυμα της 28ης Οκτωβρίου ήταν μοναδικό. Τρια γράμματα, μια λέξη, ΟΧΙ, όπλισαν ένα λαό σε μια αποστολή υπερηφάνειας, ανυπακοής, δημιουργώντας ένα σύνθημα πιο οικουμενικό από το «νο πασαράν» του Ισπανικού εμφυλίου. Τώρα, πως έγινε και μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα, μετά το δράμα της κατοχής ο ίδιος λαός, σύρθηκε στο σφαγείο του δικού του εμφυλίου ήταν κάτι εξ’ ίσου δυσερμήνευτο, μα με τα στοιχεία που έφερε στο φως η ιστορική έρευνα αργότερα, όλα απόκτησαν την ερμηνεία τους. Προφανώς, σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη, το μεγαλείο συνυπήρχε από την αρχαιότητα με το τραγικό. Σε κάθε περίπτωση, η τακτική της ρήξης, η στρατηγική της σύγκρουσης είναι μια πρακτική που πλέον δεν μοιάζει να μπορεί να επαναληφθεί. Υπάρχει και ο ισχυρισμός, χωρίς μάλιστα ίχνος εθνικιστικής κορώνας, ότι αυτό είχε φανεί από τον Φεβρουάριο του '96. Όχι μόνον από την επιθυμία της τότε πολιτικής ηγεσίας να μην εμπλακεί σε ένοπλη αναμέτρηση, ούτε φυσικά από τις πρωθυπουργικές ευχαριστίες στον αμερικάνικο παράγοντα, αλλά κυρίως από την απροθυμία του πληθυσμού να σταθεί ενάντια σε κάτι, που άλλοτε, μάλλον, θα είχε χαρακτηριστεί casus belli. Οι ρίζες της απροθυμίας ήταν πολλές και παραμένουν ενεργές, ώστε να αποτρέπουν κάθε σκέψη, σε ευρύτερη βάση, για σύγκρουση. Όσο περισσότερα έχει κάποιος, τόσο πιο δύσκολα τα θέτει υπό αίρεση. Όσο μεγαλύτερη αδικία αισθάνεται, τόσο πιο επιθετικός μπορεί να γίνει.
Στις μέρες μας, ο «εχθρός», δεν είναι καν διακριτός, ούτε είναι υπολογίσημη η αδικία. Ο μέσος Έλληνας βάλεται από πολύπλοκες αναλύσεις και έννοιες, έως χθες, άγνωστες: Δ.Ν.Τ., πρωτογενές πλεόνασμα, κούρεμα, PSI, «λεφτά υπάρχουν», CDS, «μαζί τα φάγαμε», Task Force, Μνημόνιο, Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, Μεσοπρόθεσμο και τόσα άλλα. Ταυτόχρονα, εδώ και μήνες, υποβάλεται και σε ένα αφόρητο μαρτύριο ανάμεσα στην διάσωση και την καταστροφή, υφίσταται μια άνευ προηγουμένου πίεση, καθημερινή, μαρτυρική.
Τώρα πως έγινε και η «αιωνία Ελλάς», με μια ελάχιστη συμμετοχή στα ευρωπαϊκά μεγέθη (οι ειδήμονες την τοποθετούν στο 2%), να ευθύνεται για την πιθανή κατακρύμνηση της ευρωπαϊκής οικονομίας, για αυτό το περίφημο φαινόμενο «ντόμινο», δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό. Το πως δηλαδή, ο, ας αποδεχτούμετε, τεμπέλης δημόσιος υπάλληλος, ο πιθανότατα απατεώνας επιχειρηματίας, ο ελαφρύς, ανεύθυνος πολιτικός, ο κάθε «δεν βαριέσαι» αυτού του τόπου κατάφερε να αλώσει το απόρθητο φρούριο της Ε.Ε. το θωρακισμένο ευρώ, είναι ένα ερώτημα. Μέσα στον ξέφρενο χορό των χρεών των δισεκατομμύριων ευρώ όμως, αυτό για το οποίο δεν χρειάζεται να διατηρήσουμε αμφιβολίες, είναι πως για τη δοκιμασία που περνάμε έχουμε μερίδιο ευθύνης. Για το κράτος πελάτη - εργοδότη, για το υδροκέφαλο του δυσκίνητου δημόσιου, τα θαύματα του Χρηματηστηρίου, των Ολυμπιακών αγώνων, της Ο.Ν.Ε., για την έλλειψη δικαιοσύνης, για την τόσο γρήγορη μετάλλαξη του φιλότιμου Έλληνα σε πλεονέκτη, βουτηγμένο στα χρέη Ευρωπαίο και ασφαλώς για την παραμόρφωση του όποιου ευρωπαϊκού οράματος. Δεν συνεβησαν όλα ερήμην ημών! Αλλά από αυτό το σημείο, έως το να έχουμε καταντήσει οι παρίες της Ευρώπης η απόσταση είναι χαώδης. Όπως χαώδες είναι το πλαίσιο που κινούμαστε, καθότι ακόμα δεν είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε ούτε ποιοι είναι αυτοί που ορίζουν τις τύχες μας. Να είναι ο αιρετός πρωθυπουργός, το υπουργικό συμβούλιο της συγκυβέρνησης και οι 300 της Βουλής; η μήπως τη Ε.Κ.Τ., η Ε.Ε., το Δ.Ν.Τ.; Να είναι οι εκπρόσωποι των δανειστών που ενσκήπτουν ανέκφραστοι μέσα στα γκρίζα τους κοστούμια και ως συνεπείς υπάλληλοι ελέγχουν απαιτούν επιβάλουν; Τελικά ποιοι είναι αυτοί οι νεφελώδες δανειστές μας; Σε ποιούς, πόσα, από πότε, και πως τα οφείλουμε;
Τα θέματα είναι δύσκολα, το καταλαβαίνουμε, αλλά έως εδώ. Ας μην βαφτίζουμε την κρατική κλοπή, θυσία και ας μην μετονομάζουμε τον ευτελισμό σε ανάπτυξη. Μπορεί να είμαστε ικανοί να αντεπεξέλθουμε πολλά αλλά ΟΧΙ και την κοροϊδία της εξουσίας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ένα ακόμα ΟΧΙ στις μέρες μας διαφαίνεται ότι δεν θα συσπειρώσει τις μάζες σε μια μάχη, μάλιστα, που δεν θα έχει μέτωπο, δεν θα έχει ξεκάθαρους αντιπάλους και πιθανότατα δεν θα έχει συμμάχους. Η οικονομική ύφεση που περνάμε, η κοινωνική κρίση που θα βιώσουμε, ας αποτελέσουν μιαν αφετηρία για κάποια συστολή, για να κατανοήσουμε σφάλματα, παραλήψεις, για να ξαναχτίσουμε σαν κοινωνία, σαν λαός, υγιείς, βιώσιμες βάσεις. Για να αφουγκραστούμε μιαν άλλη Ηθική. Αυτό δείχνει να είναι το μήνυμα της 28ης Οκτωβρίου 2014, που εν πρώτοις, δείχνει να είναι πιο δυσπρόσιτο από το μήνυμα της 28ης Οκτωβρίου 1940…
|