Παιδί στον τόπο του (26.02.2012) |
![]() |
![]() |
![]() |
(Βιωματικά, λυρικά κι ανθρώπινα, αντιμετωπίζει την Καθαρά Δευτέρα, ο φίλτατος Γiιάννης Δοδόπουλος Ασμένως αναρτώ την αφήγησή του, η οποία, αντανακλά με τρόπο γνήσιο, πηγαίο, τις εμπειρίες του. Τις εμπειρίες της «Καθαράς Δευτέρας», ενός ανθρώπου που γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 στην Ελληνική επαρχία. Κι’ όπως συμβαίνει σε όλα τα ενδιαφέροντα κείμενα, μια ανάγνωση δεν αρκεί) Παιδί. Στον τόπο του
άτεχνο και κατηφορικό κράσπεδο, με τις ρόδες του να χοροπηδούν απεγνωσμένα τρελές πάνω στις πέτρες και μια μάνα -μουλιασμένος στον ιδρώτα δρομέας με βουβό ουρλιαχτό- να τρέχει ξοπίσω του. Κάπου εκεί παράστεκα κι εγώ. Παγωτό της χρονιάς πρώτον. Χωνάκι βανίλια. Μπεζ παντελονάκι. Τιράντες γαλάζιες και φανέλα της πάλλευκης μαμάς, σιδερωμένη. Και να η καταραμένα ευλογημένη σκηνή. Που το παγωτό παρατιέται στο δρόμο, που η αφηρημάδα γίνεται καθήκον, που το παιδί αστράφτει άντρας. Πανικόβλητος προσπαθώ να προλάβω το καρότσι σιχτιρίζοντας μέσα μου για τα δέκα ράμματα στο γόνατο. [Στην ‘παιδική χαρά’ πλακωνόμουν συνήθως μ’ αλήτες ή δυνατότερους που τους νόμιζα αλήτες]. Τρία ή τέσσερα χρόνια αργότερα. Την αναμονή του πρωινού, διακόπτει η φωνή της μητέρας: «Το παιδί, το παιδί θα πνιγεί». Ένα κομμάτι λαγάνας είχε πέσει μεγάλο στον μικρό μου αδερφό, νάτανε τότε 2 ή 3 ετών. Τώρα μου ρίχνει 10 πόντους μπόι, μα τότε τον θυμάμαι με το γαλάζιο του πιτζαμάκι κρεμασμένο σχεδόν ανάποδα στα χέρια του πατέρα μου. Να βγει το κομμάτι, να σωθεί το παιδί. Κάπως έτσι, ηρωϊκές, θα ήθελα να είναι όλες οι αναμνήσεις που με κάνουν περίεργο απέναντι στην Καθαρά Δευτέρα. Μα δεν είναι αυτές που μου φταίνε. Τώρα αναπολώ τις ημέρες. Όχι επειδή η απαξία δια το δρώμενον ημβλύνθη. Ούτε επειδή τα κατάφερα, στα χρόνια που διέρρευσαν, να δώσω οριστικό τέλος στην σκληρή μάχη με την βλακώδη, μονόχνωτη αμηχανία μου στους μαζικούς εορτασμούς. Τις αναπολώ επειδή τότε ήμουν παιδί. Γιάννης Δοδόπουλος υ.γ. Η ιστορία με το καρότσι είναι παραμύθι...
|