“Θά μεταλάβω μέ νερό θαλασσινό στάλα τή στάλα συναγμένο ἀπ' τό κορμί σου σέ τάσι ἀρχαῖο, μπακιρένιο ἀλγερινό, ποῦ κοινωνοῦσαν πειρατές πρίν πολεμήσουν.”
Τριάντα επτά χρόνια συμπληρώθηκαν από τον θάνατο του Νίκου Καββαδία. Χτυπημένος από εγκεφαλικό επεισόδιο έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο στις 10 Φεβρουαρίου του '75, στα 65 του χρόνια. Γεννήθηκε στην Ματζουρία, τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Κεφαλλονιά, την εφηβική του ηλικία τη βίωσε στον Πειραιά και στα 20 του, μετά την απώλεια του πατέρα του, ξεκινά ως ναυτόπαις τα ταξίδια. Το 1933, εκδίδει το «Μαραμπού», το ΄40 τον βρίσκει στην Αλβανία ενώ στην Κατοχή θα συμπορευτεί με το Ε.Α.Μ. Η επόμενη μεγάλη, χρονικά, επαφή του με τη Θάλασσα ως ραδιοτηλεγραφητής πια, η αποχή από την πεπατημένη, (γάμος οικογένεια, καριέρα) και η αυτοκτονία του αδελφού του Αργύρη ήταν τα στοιχεία που όρισαν τη διαφορετικότητα, τη σημαντικότητα του ανθρώπου, του ναυτικού και τελικά του ποιητή.
Το έργο του χαρακτηρίζεται ως βραχύσωμο. Τρεις ποιητικές συλλογές, ένα πεζογράφημα, τρία μικρά πεζά. Βραχύσωμο μεν, βιωματικό δε, εξόχως θεατρικό, μουσικό και τόσο ανθρώπινο όσο και ερωτικό. Όσοι πιστεύουν ότι η πορεία του ποιητή Καββαδία συντελέστηκε ερήμην των φιλολόγων δεν έχουν άδικο. δεν συμπεριελήφθη στην μαγική σκηνή της γενιάς του '30. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος περιγράφει με τη γνωστή του γλαφυρότητα το πόσο βαθιά πικραμένος είχε μείνει ο Κόλιας από τη συμπεριφορά του Σεφέρη ο οποίος, όταν επιβιβάστηκε στο ποστάλι που εργαζόταν ως ασυρματιστής, αρνήθηκε την χειραψία μαζί του, στο εθιμοτυπικό του καλωσορίσματος και απέφυγε το κοινό τραπέζι κατά τη διάρκεια των γευμάτων. Η Λίτσα Χατζοπούλου, μας γυρνά λίγο πιο πίσω και διηγείται μια ιστορία μεταξύ των δύο ανδρών στη Βυρηττό το '54, όταν ο Καββαδίας προθυμοποιήθηκε να οδηγήσει τον Σεφέρη στην ελληνική πρεσβεία με ταξί. Το αγώι έφερε τους δύο άνδρες να διασχίζουν την πόλη, με οδηγίες του Κόλια. Όταν κάποια στιγμή το όχημα έφτασε σε μια περιοχή όπου ο κόσμος μιλούσε ελληνικά ο νομπελίστας ρώτησε που βρίσκονταν. Η απάντηση του Καβαδία “στα ελληνικά μπουρδέλα” έφερε τέτοιο εκνευρισμό στο Σεφέρη που του είπε: “Κύριε ή εσείς θα κατεβείτε από το αυτοκίνητο ή εγώ”. Κατέβηκε ο Κόλιας και η σχέση ουδέποτε αποκαταστάθηκε, κρατώντας τον πικραμένο έως τέλους..
Ο Γεωργουσόπουλος που τον συναναστράφηκε αρκετά στα τελευταία του κάνει λόγο για έναν άνθρωπο συνεσταλμένο, “σαν παιδί που ντρέπεται” αλλά με “βαρύ φορτίο ζωής”. Ο Τάσος Κόρφης καταγράφει μια μάζωξη στο σπίτι του Κατσίμπαλη όπου πολλοί παρόντες σχεδόν παρακαλούν τον Καββαδία να διαβάσει ποιήματά του. Εκείνος προσποιούμενος ότι πάει να φέρει το σακάκι του ώστε να ανασύρει τα χειρόγραφα, το φορά και φεύγει χωρίς να γίνει αντιληπτός. Πάλι ο Κόρφης θα σημειώσει και για το “Τραβέρσο”, το οποίο ο ποιητής ατυχώς, δεν θα προλάβει να το δει να εκδίδεται. «Έζησα, φίλος του κι εγώ, την ιστορία των τελευταίων αυτών ποιημάτων του και ξέρω με τι ένταση γραφήκανε. Αυτός που χρόνια είχε κόψει το σπίρτο και τον καπνό και μπορούσε να περάσει χρόνο ολόκληρο χωρίς να συνθέσει ένα ποίημα, που κι όταν έγραφε τυραννικά τον βασάνιζε η αμφιβολία, μέσα σε λίγα χρόνια συμπλήρωσε τη συλλογή του και την έδωσε στον εκδότη. Ποιήματα καυτά, άμεσα, πάνω στ’ αχνάρια βέβαια του Πούσι, αλλά τόσο διαφορετικά. Ο στίχος κερδίζει σε σκληρότητα, σε δύναμη. Τα περιγραφικά, τα διακοσμητικά στοιχεία λιγοστεύουν». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, παρά τον πλούτο των εμπειριών, των εικόνων του κόσμου που έχει, είναι μοναχικός, Μπωντλερικός. Το έργο του είναι συχνά μακρυά από την εποχή του, ασφαλώς μακρυά από στεριά και δεν εντοπίζεται εύκολα με τοπικά ή χρονικά κριτήρια. Βεβαίως αφήνει το ιδεολογικό του στίγμα με κάποιο επίκαιρο, πολιτικό, κοινωνικό περιεχόμενο σε ποιήματα εκτός συλλογών, όπως με τα: “Αντίσταση”, “οι σπουδαστές”, “στον τάφο του Επονίτη, “η μπαλάντα για τον Τσε”. Στο μικρό όμως σε διαστάσεις μόνο, υπόλοιπο έργο του αποκαλύπτει έναν αφάνταστα τρυφερό, συγκινητικό χαρακτήρα, με λόγο σπαραξικάρδιο, παρόντα σε όλο το μεγαλείο της ζωής. Ήταν ο Μαρκόνης που είχε βαφτίσει τον ασύρματό του “Θεία Γκρέτα”. Ήταν ο ναυτικός που στο ερώτημα: “Είσθε ο ποιητής Καββαδίας” θα απαντούσε με ντροπή: «Όχι, όχι. Είμαι απλώς ο ξάδελφός του. Εγώ είμαι μόνο ναυτικός. Δεν ξέρω από χαρτιά και από ποιήματα». Πάνω απ' όλα όμως, ήταν ο “Μαραμπού”, ο “Κόλιας” που ακολουθώντας πιστά την οδό των διαφορετικά σημαντικών χαρακτήρων, θα γινόταν ευρύτερα γνωστός, αποδεκτός μετά τον θάνατό του, που οι συλλογές του θα γνώριζαν παγκόσμια αποδοχή και οι στίχοι του θα τραγουδιόνταν από τις επόμενες γενιές.
Είναι αυτός που μας άφησε κληροδότημα στίχους όπως:
“Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.”
|