Michael Lewis: Boomerang (17.01.2012) PDF Print E-mail

“Η οικονομία εξαρτάται από τους οικονομολόγους όσο και ο καιρός από τους μετεωρολόγους”

Στο “Boomerang”, τελευταίο μέχρι στιγμής, πόνημά του, ο Michael Lewis αναλύει, όσο πιο κατανοητά γίνεται, για αναγνώστες μη μύστες των χρηματοοικονομικών, το φαινόμενο της ύφεσης, τους λόγους και τις αιτίες που συμβαίνει.

Ο συγγραφέας δεν είναι  κάποιος θεωρητικός. Στα 24 του “ντηλάριζε” ομόλογα εκατομμυρίων για την Salomon Brothers, αφού είχε σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης στο Princeton και οικονομικά στο London School of Economics.

Δεν θα αφομοιωθεί όμως από το χώρο. Θα επιλέξει να αποχωρήσει και  να εργασθεί ως συγγραφέας και αρθρογράφος με ειδίκευση την οικονομία.
Για το “Boomerang”, που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2011, ο Lewis ταξίδεψε στις ΗΠΑ, τη Γερμανία, την Ιρλανδία, την Ισλανδία, την Ελλάδα και με υπότιτλο “Ταξίδια στον νέο Τρίτο Κόσμο” μας δίνει αρκετές δόσεις αλήθειας που δεν ξέρουμε, αλλά ταυτόχρονα μας περιγράφει και το ανεξέλεγκτο αρκετών οικονομικών πραγμάτων.

Συνομίλησε με τραπεζίτες, με πρωθυπουργούς, υπουργούς, τρέιντερς, μισθωτούς, εργάτες, νέους, ανθρώπους του Δ.Ν.Τ, πυροσβέστες, ηλικιωμένους. Αφουγκράστηκε τον παλμό τους μα και τις αρρυθμίες του συστήματος.

Τα υπόλοιπα ήταν ευκολότερα.
Τα κατέγραψε. Ξεκινά με την υπόθεση της Ισλανδίας.

“...μιας χώρας εξαιρετικά ευκατάστατων, μορφωμένων, ορθολογικών ανθρώπων οι οποίοι όμως είχαν διαπράξει οργανωμένα μια από τις μεγαλύτερες πράξεις παραφροσύνης στην χρηματοπιστωτική ιστορία. ..”
“... από το 2003 μέχρι το 2007, ενώ η αξία της αμερικάνικης αγοράς μετοχών διπλασιαζόταν η αξία της αντίστοιχης ισλανδικής εννιαπλασιάστηκε..”
“...το 2007 οι Ισλανδοί είχαν στην κατοχή τους περίπου πενήντα φορές περισσότερα αλλοδαπά στοιχεία ενεργητικού απ' ότι το 2002.” 
“... μέσα σε τρία χρόνια ένα εντελώς καινούργιος τρόπος οικονομικής ζωής είχε μεταμοσχευθεί στο πλευρό αυτής της σταθερής κολεκτιβιστικής κοινωνίας και το μόσχευμα είναι κυριεύσει τον ξενιστή του...”
“...Οι τρεις Ισλανδικές τράπεζες υπέστησαν τόσο μεγάλες ζημιές που αδυνατούσε να επωμισθεί η χώρα...”

Ανάμεσα σε πολλά άλλα, που με λεπτομέρειες ανέλυσε, αναφέρει και το συμπέρασμα εκπροσώπου του Δ.Ν.Τ. ο οποίος του δήλωσε: “Πρέπει να καταλάβετε ότι η Ισλανδία δεν είναι πλέον χώρα. Είναι hedge fund”.


Έπειτα ήρθε στην Ελλάδα. Συνομίλησε με τον Παπακωνστανίνου, τον Μάνο, τον Κοντομηνά (ο οποίος του δήλωσε πως: “τον Γιώργο Παπανδρέου τον έφεραν στην εξουσία οι μοναχοί του Βατοπεδίου”) με εφοριακούς.  Ανέβηκε στο Βατοπέδι τα είπε και με τον  Εφραίμ. Είναι αυστηρός μαζί μας, όχι απαραίτητα άδικος, αρκετά ακριβής, περιγραφικός αν και μοιραία “χάνει” κάποια γεγονότα. Ειρωνεύεται το τρόπο που οδηγούμε συχνά, με ένα κινητό καρφωμένο στο αυτί, παρατηρεί τον κόσμο, το τόπο και καταθέτει τις απόψεις του. Κάνει λόγο π.χ. για;
“ένα σύντομο όργιο χειραφέτησης στατιστικών στοιχείων, το 2000 ώστε να πιάσει τους στόχους (έλλειμμα κάτω από 3% του Α.Ε.Π.)”  
“...για την Goldman Sachs, η οποία επιδόθηκε σε μια σειρά φαινομενικά νόμιμες αλλά αηδιαστικές συναλλαγές που στόχο είχαν να κρύψουν τα πραγματικά επίπεδα χρέους του Ελληνικού δημοσίου...”
“...πως τα στελέχη των επενδυτικών τραπεζών δίδαξαν στους Έλληνες κυβερνητικούς αξιωματούχους  να τιτλοποιούν τα μελλοντικά έσοδα από το εθνικό λαχείο, τα τέλη προσγείωσης, κάθε μελλοντική ροή εισοδήματος που μπορούσε να εντοπισθεί πουλιόταν της μετρητοίς και ξοδευόταν προκαταβολικά...”

Έτσι, το με τίτλο: “Ο καθένας για την πάρτη του” κεφάλαιο, που αναφέρεται στην πατρίδα μας ολοκληρώνεται με όχι ιδιαίτερα αισιόδοξα συμπεράσματα.


Στην συνέχεια ασχολείται με τη Γερμανία. Με τίτλο “οι κρυφές ζωές των Γερμανών”, ανάμεσα σε άλλα σημειώνει:
“...κατά τη διάρκεια της πιστωτικής έκρηξης οι Γερμανοί τραπεζίτες είχαν κάνει ότι περνούσε από το χέρι τους για να λερωθούν. Δάνεισαν χρήματα σε Αμερικανούς δανειολήπτες μειωμένης πιστοληπτικής ικανότητας, σε Ιρλανδούς βαρόνους της χρηματαγοράς, σε Ισλανδούς μεγιστάνες του τραπεζικού κλάδου, για να κάνουν πράγματα που κανείς Γερμανός δεν θα έκανε ποτέ.”


Δεν αφήνει όμως στο απυρόβλητο την πατρίδα του. Δίνει το λόγο στον δόκτορα Peter Whybrow, Βρετανό νευροεπιστήμονα του U.C.L.A. ο οποίος υποστηρίζει ότι η δυσλειτουργία της αμερικάνικης κοινωνίας είναι υποπροϊόν της επιτυχίας της. Έτσι ερμηνεύει την εκπληκτική άνοδο της παχυσαρκίας από το 1985 και μετά, την εξάπλωση του νόμιμου τζόγου, την αύξηση των ποσοστών στον εθισμό στα ναρκωτικά, στο αλκοόλ, την έκρηξη συναλλακτικής δραστηριότητας στα ατομικά μετοχικά χαρτοφυλάκια. Όλα είναι το ίδιο. Ο καθηγητής καταλήγει στο δυσοίωνο  συμπέρασμα πως για να προκύψει ουσιαστική αλλαγή, πρέπει το περιβάλλον να μας χορηγήσει τον απαραίτητο βαθμό οδύνης.
Τμήμα αυτής της οδύνης μας το περιγράφει ο συγγραφέας μέσα από την προσωπική ιστορία ενός πυροσβέστη σε μια πόλη της Καλιφόρνια που είχε κηρύξει πτώχευση τον Αύγουστο του 2011. Το Βαλέχο. Οι πιστωτές του  Βαλέχο θα έπαιρναν πέντε σέντς για κάθε δολάριο των απαιτήσεών τους, ενώ οι δημόσιοι υπάλληλοι περίπου 25 και η πόλη έσβησε από το χάρτη της πιστοληπτικής αξιολόγησης αν και το τελευταίο που απασχολούσε το Δήμο ήταν, να βγει να δανειστεί χρήμα από ξένους.  
Αφού λοιπόν περιγράφει με θλιβερά λόγια την πτωτική πορεία της ζωής και των ονείρων του πυροσβέστη, στέκεται στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, ώστε να σταθεί όρθιος δραστήριος και αποτελεσματικός στην εργασία του και στη ζωή του.


Περιέργως μάλιστα ολοκληρώνει το βιβλίο του, μετά από ένα σφυροκόπημα απαισιοδοξίας, με μια θετική πρόταση:
“...Όσο βλακώδης κι αν φαντάζει κάποιες στιγμές η αισιοδοξία, έχει την παράξενη συνήθεια να αποδίδει”.
Φτάνει να πειστούμε ό,τι αυτή η πρακτική μπορεί να έχει εφαρμογές και στην δική μας Ελληνική πραγματικότητα.