όχι και τόσο απατηλό - (Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2022) PDF Print E-mail

Γιός γιατρού, ο  Σταμάτης Κόκκοτας έφυγε νέος  για τη Γαλλία. Για το Παρίσι με την προοπτική, καθώς λέγεται, να σπουδάσει γιατρός. Πτυχίο στην ιατρική επιστήμη δεν απόκτησε, αλλά με τρόπο μελωδικό γιάτρεψε, μαλάκωσε πολλές ψυχές από μικρά και μεγάλα βάσανα. Αξιοποίησε το χάρισμα που του χάρισε η φύση και έχοντας δίπλα του δημιουργούς  επιπέδου Γκάτσου, Ξαρχάκου, Παπαδόπουλου και Καλδάρα,  άφησε σπουδαίες παρακαταθήκες. Για τα καλλιτεχνικά του επιτεύγματα όμως, μίλησαν και έγραψαν άλλοι που τα γνωρίζουν καλά.

Εδώ θα δούμε μια άλλη, ίσως όχι και τόσο γνωστή και σίγουρα κάπως ξεχασμένη πτυχή της ζωής του.

 

Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο Σταμάτης βρισκόταν στο απόγειο της καλλιτεχνικής του καριέρας. Θέση που θα διατηρούσε επί μακρόν. Ήξερε, ήδη, να παίζει άριστα  το παιχνίδι της δημοσιότητας. Έτσι, το καλοκαίρι του 1968 δίνει την περίφημη συνέντευξη στον Φρέντυ Γερμανό. Περίφημη, διότι κατά τη διάρκειά της επαναλάμβανε την πρόταση «Γράφ’ το όπως στο λέω». Λίγους μήνες αργότερα αυτή η φράση έγινε ο τίτλος του επόμενου βιβλίου του Φρέντυ. Όλα αυτά είχαν απογειώσει τη δημοφιλία του σε πρωτοφανή επίπεδα.

Την ίδια εποχή έλκεται από το χώρο των αγώνων αυτοκινήτου. Χώρος μικρός μεν λαμπερός δε εκείνη την εποχή, με μια ιδιαίτερη θέση στην κοινωνία. Σπορ αρκετά αταίριαστο με τα ωράρια και το modus Vivendi ενός καλλιτέχνη, που λόγω επαγγέλματος πήγαινε για ύπνο το ξημέρωμα.

Το θέρος του ’68 θα συμμετάσχει στις αναβάσεις Ριτσώνας, Φιλερήμου, στους αγώνες ταχύτητας στη Ρόδο και στην Κέρκυρα. Με μια λευκή e-type. Συλλέγει ισχνά αποτελέσματα αλλά ταυτόχρονα συγκεντρώνει εμπειρίες.


Ιούλιος 1968. Μόλις έχει τερματίσει το σιρκουί στη Ρόδο. Δέχεται την τρυφερή χειρονομία του Σπύρου Τσινιβίδη, Δεξιά ο Μίμης Μαρκομιχελάκης που τον βοήθησε στα πρώτα του αγωνιστικά βήματα. Τη σκηνή αποτυπώνει στο σελιλόιντ ο Νίκος Μαστοράκης αριστερά.



Λίγες εβδομάδες αργότερα στο νησί των Φαιάκων, εικονίζεται στην Σπιανάδα μαζί με τον Γιάννη Χρονίδη και τον Μίμη Μαρκομιχελάκη. Πρώτο πλάνο η απαστράπτουσα Jag και στο φόντο πλήθη κόσμου.


Φθινόπωρο του 1968. Μικρή συνέντευξη στα αθηναϊκά φύλα, με το ίδι ύφος της συνέντευξης στον Φρέντυ Γερμανό.

 


Κυριακή πρώτη Δεκεμβρίου του '68, τρίωρο Τατόι και πάλι στόχος της κινηματογραφικής κάμερας. Ο Σταμάτης παρών στο αεροδρόμιο, αλλά θεατής. Η Jag, το «κανόνι» από το Λονδίνο, δεν έφθασε.

 


Δυο μέρες πάντως μετά τον αγώνα γίνεται πάλι θέμα στα ρεπορτάζ των εφημερίδων «Βραδυνή» και «Απογευματινή», στα φύλλα της 3ης και 4ης Δεκεμβρίου αντίστοιχα, καθώς κατέφθασε για λογαριασμό του στην Ελλάδα μια GT 40, αυτοκίνητο περισσότερο από εξωτικό, τότε. Ένα «κανόνι» κατά πως αναφέρεται. Ο Σταμάτης το υποδέχεται, το επιθεωρεί, αλλά τελικά, δεν θα τον δούμε να συμμετέχει με αυτό σε κάποιον αγώνα.

 

Το 1969 ο Σταμάτης έχει μια πλήρη σεζόν. Ξεκινά το Φλεβάρη με τη 14η θέση στους 48 στην ανάβαση Καλάμου, αλλά τον Απρίλιο στην Πάρνηθα βρίσκεται στην 4η στους 59, πάντα με την 3,4 e-type. Τον Ιούλιο στο πρώτο μικρό Τατόι, εκείνο με το σικαίην συμμετέχει με Corolla 1,1 και τερματίζει 20ός. Τέσσερις εβδομάδες αργότερα είναι 18ος στη Φιλέρημο με μια 1800 ti και τον Αύγουστο στην Κέρκυρα 8ος με το ίδιο αυτοκίνητο. Φθάνουμε έτσι στην Κυριακή 19 Οκτωβρίου. Τρίωρο Τατόι, όπου εμφανίζεται για πρώτη φορά με την καλή δύο δύο.


Λίγο μετά τη μέση του αγώνα και ενώ οδηγούσε ανεμοδαρμένος σε μια κοπιαστική χωρίς παρμπρίζ κούρσα, βρισκόταν στην τέταρτη θέση, πίσω από την λευκή πρωτοεμφανιζόμενη 1750 του «Μαύρου», τη Vette του Τζώνυ και την GTA του Π. Φωτιάδη. Καθώς όμως τα δυο ιταλικά κουπέ εγκαταλείπουν και τα pits του Τζώνυ έχουν κάνει λάθος στο γυρολόγιο του οδηγού τους, ο Σταμάτης γίνεται ο όγδοος από τους μόλις δέκα συνολικά νικητές των 14 τρίωρων της ιστορίας. Αποτέλεσμα απροσδόκητο, ίσως τυχερό, αλλά δίκαιο.


Μετά το πέρας του αγώνα και ενώ ακόμα δεν ήταν τελεσίδικα τα αποτελέσματα, ο νικητής συνιστά σιωπή ανάμεσα σους ενθουσιώδεις θαυμαστές του. Δεξιά στο πλάνο, διακρίνεται διοπτροφόρος, ο φωτογράφος Νίκος Μήτσουρας. Αν η διάκριση του Σταμάτη στους ελληνικούς αγώνες ξεκίνησε σαν όνειρο, απεδείχθη ότι δεν ήταν και τόσο απατηλό.

 

Λίγες μέρες αργότερα η νικήτρια δυο - δυο βρίσκεται στην αίθουσα της Β.Ι.Ο.Τ.Α. στη λεωφόρο Συγγρού. Διακρίνονται τα έπαθλα και το στεφάνι της νίκης στο καπό του γερμανικού αυτοκινήτου. Ο Σταύρος Ζαλμάς συγχαίρει τον Σταμάτη που ποζάρει με την αγωνιστική του φόρμα, σε ένα χαρούμενο ενσταντανέ.

 


Ο πιο δυναμικός του αγώνας ήταν η Ρόδος του 1970. Βρισκόταν στην 3η θέση σε ένα ανελέητο κυνήγι. Επικεφαλής ήταν ο Σπύρος Τσινιβίδης, ακολουθούσε ο Γιώργος Μοσχούς και ακριβώς πίσω τους ο Σταμάτης, όπως φαίνεται λίγο μετά τη δεξιά στα βενζινάδικα με φόντο το Αιγαίο.

Κράτησε σχεδόν 20 γύρους αυτή η μονομαχία σε πολύ κλειστό σχηματισμό, σε ένα δύσκολο και επικίνδυνο σιρκουί πόλης. Καμία από αυτές τις δύο δύο δεν τερμάτισε. Ο Σταμάτης είχε ένα κλατάρισμα από επαφή με πεζοδρόμιο, ο Σπύρος τα παράτησε όντας επικεφαλής, νομίζοντας ότι είχε ευθύνη για το ατύχημα του Β. Βιρβίλη, και ο Γιώργος εγκατέλειψε από ηλεκτρικά.

 

Καλοκαιράκι του '70 στη Γλυφάδα. Από αριστερά, ο δημοσιογράφος Γιάννης Παγώνης, ο πρωταθλητής αναβάσεων μοτοσυκλέτας Αντώνης Χατζημιχάλης, ο Σταμάτης και ο πρωταθλητής ταχύτητας μοτοσυκλετών Νίκος Γουντούφας. Η Kawa H1 γνωστή και ως Mach III ήταν φονικό εργαλείο στην εποχή της. Δίχρονη, εκρηκτική, όχι με τα καλύτερα φρένα και σκελετό ήθελε αναβάτη προσεκτικό, θαρραλέο και έμπειρο για να αντλήσει το μέγιστο χωρίς παρεκτροπές.



Ο Σταμάτης δεν χάνει την ευκαιρία για μια βόλτα.


Την ίδια εποχή και το ζευγάρι των δύο δύο, αυτή του Σπύρου Τσινιβίδη που φροντίζει ο Χρήστος Τσαβός και εκείνη του Σταμάτη που συντηρεί ο Μίμης Σπανός, έχουν βγει μαζί για κάποια δοκιμή και φωτογράφιση. Ισχυρά αυτοκίνητα, λοιπόν, αν όχι κορυφαία εκείνη την εποχή στο ελληνικό αγωνιστικό στερέωμα το οποίο αποκτά ολοένα μεγαλύτερη επιτάχυνση. Άνθρωποι και  αυτοκίνητα φθάνουν στη Γλυφάδα, όπου διακρίνονται, από αριστερά, ο Μίμης Σπανός, ο Σταμάτης Κόκοτας και ο Σπύρος Τσινιβίδης. Στο βάθος ο Γιάννης Παγώνης, αρχισυντάκτης, τότε, του περιοδικού «ώτο - τουρίσμ», συμμετέχων και αυτός στα τεκταινόμενα, κατεβαίνει από τη Fulvia coupe.



Η παρέα θα καταλήξει σε παραλιακό εστιατόριο, όπου εικονίζονται ο Σταμάτης και ο Σπύρος, πρωταγωνιστές μιας τόσο διαφορετικής εποχής. Αναμφίβολα μοναδικής και βεβαιότατα ανεπίστρεπτης.