Τρεις Σεπτεμβρίου - Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015 (επεξεργασμένη επανάρτηση από τις 3 9ου 2010) PDF Print E-mail

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στην ελληνική ιστορία η τρίτη Σεπτεμβρίου (του 1843) είναι σημαντική ημερομηνία. Τι πρώτες ώρες εκείνης της μέρας εκδηλώθηκε κίνημα και από το καθεστώς της απόλυτης μοναρχίας (μετά και τις εκλογές του Οκτωβρίου και Νοεμβρίου) το νεοσύστατο ελληνικό κράτος πέρασε στο πολίτευμα στης συνταγματικής μοναρχίας.

Πρωτεργάτης του κινήματος ήταν ο Μακρυγιάννης, ο οποίος από το 1840 είχε ιδρύσει μυστική οργάνωση με αυτό το σκοπό. Οπλαρχηγοί, πολιτικοί, στρατιωτικοί συντάχθηκαν, η οργάνωση μεγάλωνε καθώς μυήθηκαν έμπιστα άτομα. Ο ίδιος ο Μακρυγιάννης ήταν τόσο αποφασισμένος, ώστε τις πρώτες στιγμές της εκδήλωσης του κινήματος, απομονωμένος στην κατοικία του από τη Χωροφυλακή συνέταξε τη διαθήκή του.

Μόνον που ο εκ Δωρίδος πολέμαρχος δεν έμελλε να αποβιώσει εκείνη τη νύχτα. Στρατιωτικό απόσπασμα τον απεγκλώβισε και μαζί με τον Α. Μεταξά, τον συνταγματάρχη Καλλέργη και 2.000 οπλίτες απαίτησαν από τον Όθωνα, σύνταγμα. Πολίτες και στρατιώτες ενώθηκαν δεν άφησαν περιθώρια στον μονάρχη, ο οποίος αργά το μεσημέρι αναγκάστηκε να αποδεχτεί τα γεγονότα. Ήταν μια εξέλιξη μεγάλης σπουδαιότητας κυρίως διότι συνένωσε κάθε συνιστώσα, διότι εξέφραζε ένα δίκαιο πλατύ αίτημα, και βέβαια διότι πέτυχε.

Εκατοτριαταέναν «Σεπτέμβρηδες» αργότερα, τις πρώτες εβδομάδες της Μεταπολίτευσης, πάλι στις τρεις Σεπτεμβρίου, ένα νέο κίνημα δημοσίευσε την ιδεολογική του πλατφόρμα, την ιδρυτική του διακήρυξη ξεκινώντας την πορεία του στην ταραχώδη πολιτική ζωή του τόπου. Σε επτά έτη, παρέλαβε την εξουσία, την οποία διαχειρίστηκε για 20 χρόνια από το ’81 και εντεύθεν, τα μισά περίπου από αυτά, χωρίς την πατερναλιστική μορφή του ιδρυτή του.

Σήμερα, σαράντα και ένα χρόνια αργότερα από εκείνη την τρίτη του Σεπτέμβρη, η οποία παρεμπιπτόντως ήταν και Τρίτη, με την πολυτέλεια της γνώσης του τι έχει μεσολαβήσει, αφουγκραζόμαστε το μήνυμά της, προβάλλοντάς το, αναπόφευκτα, στο σήμερα. Ανάμεσα σε άλλα λοιπόν, εκείνη η διακήρυξη, σμιλεμένη με τέχνη και κόπο ανέφερε τα άκρως συγκινητικά:

«…Η εθνική ανεξαρτησία είναι αναπόσπαστα δεμένη με τη λαϊκή κυριαρχία, με τη δημοκρατία σε κάθε φάση της ζωής του τόπου, με την ενεργό συμμετοχή του πολίτη σ' όλες τις αποφάσεις που τον αφορούν. Μα είναι ταυτόχρονα συνυφασμένη με την απαλλαγή της οικονομίας μας από τον έλεγχο του ξένου μονοπωλιακού και ντόπιου μεταπρατικού κεφαλαίου που διαμορφώνει την οικονομική, την κοινωνική, την πολιτική και την πολιτιστική μας πορεία, σύμφωνα με τα συμφέροντα όχι του Λαού αλλά της οικονομικής ολιγαρχίας..»

«…Και βέβαια πρέπει η Ελλάδα να αποχωρήσει και από το στρατιωτικό και από το πολιτικό ΝΑΤΟ. Και βέβαια πρέπει να ακυρωθούν όλες οι διμερείς συμφωνίες που έχουν επιτρέψει στο Πεντάγωνο να μετατρέψει την Ελλάδα σε ορμητήριο για την προώθηση της επεκτατικής του πολιτικής. Μα πίσω από το ΝΑΤΟ, πίσω από τις αμερικάνικες βάσεις είναι οι μονοπωλιακές πολυεθνικές επιχειρήσεις και τα ντόπια υποκατάστατά τους. Γι' αυτό η κοινωνική απελευθέρωση, ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός, αποτελεί το θεμέλιο λίθο του Κινήματός μας...»

Το κείμενο στο σύνολό του, ήταν αρκετά τολμηρό ώστε να πανικοβάλει τις συντηρητικές ψυχές και αρκετά ονειροπόλο ώστε ταυτόχρονα να τις εφησυχάσει. Ο ριζοσπαστισμός, το ονειρεμένο του περιεχομένου του όμως, σε συνδυασμό με τις συνθήκες (την πτώση της χούντας) λειτούργησαν άκρως ελκυστικά για ένα ευρύ φάσμα πολιτών. Η λέξη «σοσιαλιστικό» και η πληθωρική, γοητευτική φυσιογνωμία του επικεφαλής ήταν τα κύρια συστατικά της έλξης. Ο Ανδρέας. Στην κορφή όλων ο Ανδρέας. Ήρθε την κατάλληλη στιγμή, σαν καταλύτης. Άλλοι λένε ότι αφόπλισε ολοκληρωτικά την αριστερά. Δίκιο έχουν. Άλλοι ισχυρίζονται ότι δημιούργησε μια νέα αριστερά μακριά από το καπέλο του Κ.Κ.Ε. Κι αυτοί έχουν δίκιο. Ή μήπως δίκιο δεν είχε και ο Λεωνίδας Κύρκος; Ο οποίος στην τελευταία του τηλεοπτική συνέντευξη, είχε δηλώσει πως: «ο Ανδρέας ήταν βαθιά διεφθαρμένος». Ή μήπως είχε άδικο ο Στ. Τζουμάκας που μετά από μια ομιλία του Ανδρέα του είχε απευθύνει το ερώτημα: "Πρόεδρε μήπως είσαι Κο.ΔηΣο. και δεν το ξέρεις;

Όπως και νάχει, μέσα σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις διπλασιάζοντας το ποσοστό του νεοσύστατου κόμματός του, βρέθηκε στην εξουσία, σαρώνοντας τον Οκτώβριο του ’81 το σοβαρό αλλά ξεπερασμένο Γ. Ράλλη και τη φθίνουσα μετακαραμανλική Νέα Δημοκρατία. Σχεδόν ένας στους δύο πολίτες τον ψήφισε. Κι ήρθε εκείνη η περίφημη συνέντευξη στο Α.B.C., τα νέα πρόσωπα στα υπουργεία, οι πρώτες 100 μέρες, το Pony της Μελίνας. Ζούσαμε ιστορικές στιγμές. Ζούσαμε την αλλαγή.

Ή έτσι νομίζαμε.

Μιλώντας για αλλαγή π.χ., η Ελλάδα δεν κούνησε από το Ν.Α.Τ.Ο. και με τι καύσιμα να κουνήσει; Με τα χρέη; Η υπόθεση με την Ευρώπη, έγινε: «όχι στην Ευρώπη των μονοπωλίων, ναι στην Ευρώπη των λαών», όσο για το «σοσιαλιστικό μετασχηματισμό», τη «λαϊκή κυριαρχία», τις «μονοπωλιακές πολυεθνικές επιχειρήσεις και τα ντόπια υποκατάστάτα τους» την «κοινωνική απελευθέρωση» και τους λοιπούς «θεμέλιους λίθους» της ιστορικής διακήρυξης, εξανεμίστηκαν γρήγορα στους τέσσερις ανέμους, ανάμεσα στον περίφημο «κουτσονόμο» του θυσιασθέντος και συγχωρεμένου Μένιου, τους υπερβολικούς δανεισμούς, τις υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος, τον πληθωρισμό σχεδόν σταθερά πάνω από το 20%, τις πρωθυπουργικές (από το ’83) διαπιστώσεις «δεν μπορεί να καταναλώνουμε περισσότερα από ότι παράγουμε» που προεκλογικά αντιμετωπίσθηκε με το «Τσοβόλα δώστα όλα», την παραοικονομία που έφθασε στο 40% της οικονομίας, και τα δημοσιονομικά που δεν συμμαζεύτηκαν ποτέ καθώς πνίγηκαν στη φτηνή συνθηματολογία.

Δηλαδή τίποτα καλό δεν κόμισαν εκείνα τα πρώτα χρόνια;

Η περιβόητη Αυτόματη Τιμαριθμική αναπροσαρμογή, ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, ο νόμος πλαίσιο για τα Α.Ε.Ι., η απαλοιφή του φόβου του χωροφύλακα, οι αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, ο πολιτικός γάμος, τα δικαιώματα της γυναίκας, το Ε.Σ.Υ., η επιστροφή των πολιτικών προσφύγων, όλα τούτα τα ξεχάσαμε;

Μήπως όμως η Α.Τ.Α. σε συνδυασμό με τις αυξήσεις των συντάξεων, τη διεύρυνση των φοροαπαλλαγών, τροφοδότησε τον πληθωρισμό, ταίζοντας ταυτόχρονα το τέρας του Δανεισμού;

Μήπως σε ότι αφορά τον περίφημο Ο.Α.Ε., κατά πως το ομολόγησε ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος το ’85, με τα χρήματα που διατέθηκαν για τη διατήρηση σε λειτουργία των προβληματικών επιχειρήσεων θα μπορούσαν οι εργαζόμενοι σε αυτές να περάσουν άνετα χωρίς να εργάζονται ακόμα και να συνταξιοδοτηθούν χωρίς πρόβλημα;

Μήπως με τον νόμο πλαίσιο για τα Α.Ε.Ι. τα θέματα οδηγήθηκαν στο άλλο άκρο και η σωστή πρόθεση κατάργησης του αυταρχισμού στις καθηγητικές έδρες μετουσίωσε την εκλογή πανεπιστημιακών διδασκάλων σε διακομματική υπόθεση μετατρέποντας τη διαδικασία σε εμπορική πράξη;

Σε ότι αφορά την αναγνώριση της Εθ. Αντίστασης, τις αλλαγές στο οικογενειακό δίκτυο, και όλες τις υπόλοιπες κοινωνικές αλλαγές, μήπως ισχύει περίπου ότι και για τους πανηγυρίζοντες γέροντες της επαρχίας σχετικά με τα έργα της επταετίας; Δηλαδή για τους δρόμους που ένωσαν χωριά, την ηλεκτροδότηση, μια κάποια μέριμνα, μήπως ήταν η ώρα τους να συμβούν; Θα συνέβαιναν ούτως ή άλλως. Με συντηρητικότερες κυβερνήσεις προφανώς θα καθυστερούσαν περισσότερο, αλλά θα συνέβαιναν. Εξ’ άλλου το όφελος του προσεταιρισμού αριστερών ψήφων δεν ήταν αμελητέο και προφανώς η αποδυνάμωση της όποιας αριστεράς δυναμικής και συνθηματολογίας, υπήρξε σοβαρό πολιτικό κίνητρο για όλα τα παραπάνω.

Σε ότι αφορά το κοινωνικό προφίλ, αυτής της πρώτης περιόδου, τα ζιβάγκο, τα μουστάκια, την ευρύτερη συμπεριφορά που συνέθετε αυτό που αποκαλούσαμε ως «πρασινοφρουρισμό», οι τοποθετήσεις γίνονται πολύ φτηνές, γεμάτες από εκδικητικό αστισμό, χωρίς να έχουν σοβαρά πολιτικά στοιχεία, ως εκ τούτου συνετό θα είναι να αποφεύγονται.

Πριν ολοκληρωθεί η δεκαετία του ’80, είχε γίνει φανερό ότι ο πολιτικός και ιδεολογικός μανδύας του κινήματος και της διακήρυξης είχε ξεφουσκώσει, μαραζώσει. Η ασθένεια του πρωθυπουργού, το νεύμα από τη σκάλα του αεροσκάφους της επιστροφής από το Harefield, αλλά και το νέο του περιβάλλον σηματοδοτούσαν μια άλλη πορεία που σαφώς είχε απομακρυνθεί από το μαχητικό προφίλ της 3ης του Σεπτέμβρη. Άλλαζαν οι εποχές, άλλαζαν και οι στρατηγικές. Δεν υπήρχε πια κανένας Ανδρέας να κυνηγήσει οράματα. Υπήρχε ενδιαφέρον να βρεθεί ο Ανδρέας στην εξουσία για να συνεχίσουν οι δουλειές, και έτσι έγινε μετά την τριετή παρένθεση των υπηρεσιακών, οικουμενικών και μητσοτακικών κυβερνήσεων.

Το φυσικό τέλος του αρχηγού, λογικά σηματοδότησε το επόμενο βήμα. Ο εκσυγχρονισμός ήρθε σφυροκοπώντας. Η ανάθεση των Ολυμπιακών αγώνων, η λεηλασία μέσω του Χ.Α.Α., η επέλαση των κατασκευαστικών, η συνθήκη του Maastricht, η σύγκλιση, η Ο.Ν.Ε. και η έλευση του ευρώ, έστειλαν την ιδρυτική διακήρυξη στο πυρ το εξώτερο ή καλύτερα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, κατά την προσφιλή έκφραση του ιδρυτή. Τα ζιβάγκο έγιναν σινιέ κοστούμια, τα pony, 911 και τα κουτούκια με τις συντροφικές συνάξεις, μετατράπηκαν σε clubs.

Λίγο αργότερα ήρθε και ο πρωτότοκος, φουριόζος με τις πράσινες αναπτύξεις και σύνθημα το: "λεφτά υπάρχουν". Ανέλαβε κόμμα και κυβέρνηση στέλνοντας τον τόπο, συστημένο στις αγκαλιές του Δ.Ν.Τ. της Ε.Κ.Τ. Το τραύμα ήταν πλέον τεράστιο. Η ευφράδεια και οι επιδείξεις ισχύος του ευτραφούς συνταγματολόγου δεν μπορούσε να συγκατήσει το πρώην σοσιαλιστικό, πρώην κίνημα, πρώην κόμμα εξουσίας.

Τι έχει απομείνει;

Μια γεύση προδοσίας σε όσους είχαν πιστέψει τον ηγέτη. Για αυτούς μάλιστα που, πέραν της κατάθεσης ψήφου, είχαν δουλέψει και για τη διακύρηξή, προφανώς είναι πιο οδυνηρό.

Ο θυμός για τα κατορθώματα του υιού, που περιφέρεται ως να μην έχει συμβεί οτιδήποτε, ελεύθερος τύψεων και ενοχών.

Μένει και η θλιβερή σημερινή εικόνα, που ένα θλιβερότερο μονοψήφιο ποσοστό στις επικείμενες εκλογές και η πιθανώς θλιβερότατη αγωνία για το αν θα καταφέρει να εισέλθει στο Κοινοβούλιο. Μένει τέλος, η μετάβαση στελεχών και ψηφοφόρων στα αριστερότερα(;) ή καλύτερα στα εξουσιαστικότερα(!) που δεν σηματοδοτεί παρά άλλο ένα στοιχείο της κομματικής και πολιτικής παρακμιακής πραγματικότητας.

Τίποτα άλλο δεν μένει.