Bruce Brown (in memoriam) – (Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017) PDF Print E-mail

O Bruce Alan Brown, εγκατέλειψε τα εγκόσμια στα 80 του, στην Santa Barbara της Καλιφόρνια πριν τέσσερις μέρες. Αξιομνημόνευτος διότι με τη δουλειά του πέτυχε δυο πράγματα. Το ένα ήταν, όπως σημείωσαν οι Los Angeles Times, να μετατρέψει το surfing σε ένα παγκόσμιο πολιτιστικό φαινόμενο. Το άλλο, να αλλάξει την εικόνα των μοτοσυκλετιστών από κακά παιδιά, σε συμπαθείς φυσιογνωμίες.

Γεννημένος τον Δεκέμβρη του ’37 στη δυτική ακτή, στο Σαν Φρανσίσκο, ο Bruce Brown αναφέρεται ως σκηνοθέτης ντοκυμαντέρ. Οι δυο πιο ξεχωριστές δημιουργίες του, αυτές που τον έκαναν και διάσημο ήταν το The Endless Summer (ατελείωτο καλοκαίρι), που γυρίστηκε το ’64, με πενιχρά μέσα, αλλά το ’66 προβλήθηκε σε εθνικό επίπεδο στις Η.Π.Α. και έκανε πάταγο. Πέντε χρόνια αργότερα, το '71 γυρίστηκε το Οn any Sunday (κάθε Κυριακή) το οποίο προτάθηκε για Όσκαρ.

Η πρώτη δημιουργία του αρκούσε για να τον τοποθετήσει στο Hall of Fame των σέρφερς στο Huntington Beach, της Καλιφόρνια  και η δεύτερη έφτανε για να αποκτήσει μια θέση στο AMA Motorcycle Hall of Fame Museum, στο Pickerington του Οχάιο.

Οι διακρίσεις αυτές όμως, δεν είναι κάτι μπροστά στο αντίκτυπο που είχαν τα ντοκυμαντέρ του. Οι ιδέες ήταν απλές στη σύλληψη, δύσκολες στην εφαρμογή.

Στο The Endless Summer, παρακολουθεί δυο σέρφερς, τον Mike Hynson και τον Robert August, οι οποίοι κυνηγούν δυο πράγματα. Κύματα και καλοκαίρι. Ταξιδεύουν σε όλο τον πλανήτη, εκεί που οι θάλασσες είναι ζεστές, και εκεί όπου το κύμα είναι αρκετά μεγάλο ώστε να σερφάρουν.

Με προϋπολογισμό 50.000 δολάρια, ποσό ελάχιστο μεν για ταινία, αλλά διόλου εύκολο να βρεθεί τότε, ο B.B.  και η ολιγομελής του ομάδα έφυγαν  από τη Χαβάη, βρέθηκαν στη Νέα Ζηλανδία, στις ακτές της Γκάνας. Διέσχισαν τον ισημερινό τέσσερις φορές καταγράφοντας δεκαπέντε χιλιόμετρα κινηματογραφικού φιλμ. Στην Ινδία, οι τελωνειακοί κατάσχεσαν στις ιστιοσανίδες τους. Στην Κένυα αντίκρισαν μια επανάσταση. Και στα νερά του Ινδικού Ωκεανού, απέφυγαν καρχαρίες και άλλα σαρκοφάγα ψάρια.

Ο Roger Riddell, ο οποίος εργάστηκε για την ταινία και ταξίδεψε με τον Brown στην εξαντλητική οδύσσεια ανά τον κόσμο, μας υπενθύμισε ότι παρά το γεγονός ότι οι διανομείς δεν ήθελαν να παίξουν το δημιούργημά του, ο Brown ήταν τόσο σίγουρος ότι το κοινό θα έβλεπε και θα εκτιμούσε την ταινία, ώστε μίσθωσε κινηματογραφική αίθουσα στο Wichita Kan για να αποδείξει ότι, ακόμα και σε ένα μέρος εκατοντάδες μίλια μακριά από την θάλασσα, οι θεατές θα σπεύσουν για να την δουν.

Τα πλήθη γέμιζαν την αίθουσα, αλλά οι διανομείς παρέμειναν δύσπιστοι. Έτσι, ο Β.Β. σε μια ακόμα επίδειξη αυτοπεποίθησης νοίκιασε κινηματογράφο στη Νέα Υόρκη, ώστε να προβληθεί το ντοκυμαντέρ του. Υποτίθεται ότι θα έπαιζε για μια εβδομάδα μόνον. Προβαλλόταν αδιαλείπτως  για 18 μήνες. Ο Steve Pezman, πρώην εκδότης του περιοδικού Surfer, δήλωσε ότι η ταινία έδειξε το surfing ως ποίηση και ως άθλημα. Ήταν μια δήλωση για τις αξίες μιας νέας γενιάς.

Η άλλη σημαντική δουλειά του Β.Β ήταν το Οn any Sunday, υποψήφια για ένα βραβείο Όσκαρ του 1972 στην κατηγορία των ντοκιμαντέρ. Ο Brown προσπάθησε να δείξει τις μοναδικές δεξιότητες που απαιτούνται στις διάφορες μορφές αγώνων μοτοσυκλέτας, αλλά να αναδείξει και την ευρύτερη εικόνα του δίτροχου κόσμου. Για παράδειγμα, το πόσο διαφέρουν οι αναβάτες μοτοκρός σε σύγκριση με εκείνους τους μοναχικούς αναβάτες των αγώνων στην έρημο. Όπως επίσης τη διαφορά ανάμεσα στην επαγγελματική και ερασιτεχνική προσέγγιση. Η ταινία υποστηρίχθηκε οικονομικά και από τον Steve McQueen μέσω της εταιρείας Solar Productions. Σχετικά με τη μέθοδο γυρισμάτων του, ο B.B. είχε πεί:

«Είχα στο μυαλό μου να κάνω κάποια ιδιαίτερη σκηνή. Για παράδειγμα, ήθελα να τραβήξω έναν λασπώδη αγώνα μοτοκρός και να δείξω τους αναβάτες με λάσπη παντού. Πρώτα έπρεπε να βρεθώ σε έναν αγώνα με βροχή, μετά να βρούμε μια καλή θέση για τραβήξουμε. Προσπαθήσαμε έτσι, να εστιάσουμε σε αναβάτες χτισμένους με λάσπη, το πετύχαμε, αλλά δεν ήταν εύκολο»

Ο Brown είχε βρεί την ιδανική τοποθεσία σε μια παραλία όπου ήθελε να κάνει λήψεις το ηλιοβασίλεμα. Στο μοντάζ είχε σχεδιάσει να είναι οι σκηνές του τέλους με τρεις επώνυμους αναβάτες, τους (Steve McQueen, Mert Lewwill, Malcolm Smith) που έδιναν μια χαρούμενη, ζωντανή παράσταση πάνω στους αμμόλοφους. Εκεί όμως ήταν, ζώνη ευθύνης του στρατοπέδου Pendleton των πεζοναυτών. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος να λάβει έγκριση να κινηματογραφήσει. Τότε ανέλαβε ο Steve McQueen και ήταν μοναδικό με τι ευκολία άνοιγε πόρτες, που για άλλους ήταν ερμητικά κλειστές.  Η άδεια δόθηκε, το γύρισμα έγινε κανονικά και οι σκηνές ήταν εξαιρετικές.

Στις μέρες μας, όπου κάμερες υψηλής ευκρίνειας και αδυσώπητοι φακοί παρακολουθούν τα πάντα, το on any Sunday σε ανεκπαίδευτους θεατές θα φανεί ίσως αδιάφορο. Αυτό σε τίποτα δεν του αφαιρεί το χαρακτηρισμό ως αριστούργημα και ως τεράστια προσπάθεια, σε εποχές που η τεχνολογία δεν ήταν καθόλου εξυπηρετική. Οι  μοτοσικλέτες που εμφανίζονται στην ταινία περιλαμβάνουν και κάποιες που δεν υπάρχουν πια όπως BSA, Bultaco και Hodaka. Δεν υπάρχει αμφιβολία, αυτή η δουλειά του Β.Β. αυτό αποτελεί παρακαταθήκη.


Επί του προσωπικού.

Χειμώνας του ’72. Στα 15. Κινηματογράφος Καμέλια. Καλλιθέα. Το On any Sunday λειτούργησε σαν σφυριά στο κεφάλι μου. Όλη η μέχρι τότε ποδηλατική μου μανία, μέσα στα 100 λεπτά εκείνου του ντοκυμαντέρ, μεταλλάχτηκε σε μοτοσυκλετική επιθυμία. Ζήλευα τόσο πολύ τα αμερικανάκια που παίζανε με γκάζια και όχι με πετάλια, κι’ άλλο τόσο πολύ ήμουν βέβαιος ότι όλα αυτά έπρεπε να με περιμένουν για πολύ. Και κάπως έτσι συνέβη. Έφυγα από την αίθουσα κατενθουσιασμένος και με την ασίγαστη επιθυμία  του: «μια μέρα κι εγώ».

Παρά το γεγονός ότι μεγάλωνα σε σπίτι όπου υπήρχε δίκυκλο, η ευρύτερη αντιμετώπιση ήταν κάτι ως απαγορευμένος καρπός. Πριν αντικρίσω την πλάση ο πατέρας είχε αλωνίσει το σύμπαν με R25, με Adler και Μatchless. Αρχές δεκαετίας του ’70 βολτάραμε μαζί πάνω σε μια πράσινη Laverda 750. Αργότερα βρέθηκε και αυτός στους Γιαπωνέζους.


Φθινόπωρο του ’75 λίγο πριν τα 18 μου, ένα  τμήμα του ονείρου πραγματοποιήθηκε. Ήρθε η TL και η νοσταλγική ιστορία της. Μαζί της, μια πολύ προσεκτική προσέγγιση, και οι πρώτες εκτός δρόμου εμπειρίες. Λίγους μήνες αργότερα, Απρίλης του ’77. Αρκετά ακατάλληλο το TL για αμμόλοφους, αλλά ποιος τα λογάριαζε αυτά; Δυτικά παράλια Πελοποννήσου, όχι οι Στροφάδες απέναντι δεν φαίνονταν στην αχλή της συννεφιασμένου απογεύματος, αλλά ούτε οτιδήποτε μετά τα πέντε μίλια. Ο πουνέντης ανέβαζε τα κύματα ψηλά πάνω στην άδεια, μοναχική παραλία και το παιχνίδι εξελίχθηκε όπως το σχεδίασε ο Bruce Brown, ο Steve McQueen και η παρέα τους. Σε μια ελληνικότατη έκδοση.