Ένας οδηγός αγώνων και ένας ποδοσφαιριστής, καταγεγραμμένοι, στη λαϊκή συνείδηση ως άτιτλοι μύθοι. Ο λόγος για τον Τάσο «Ιαβέρη» Μαρκουίζο και τον Βασίλη «Νουρέγιεφ» Χατζηπαναγή. Γεννημένος στην Αθήνα το ’48 ο πρώτος, στην Τασκένδη το ’54 ο δεύτερος.
Διότι μπορεί ο μεν Τάσος, να κατέκτησε τον πρώτο του τίτλο το ’75, ήταν το πρωτάθλημα αναβάσεων όπου οδήγησε το Ελληνικό πρωτότυπο που επιμελείτο ο ιδιοφυής Χρήστος «Μπούμπης» Βαλασόπουλος, ο δε Βάσιας λίγους μήνες αργότερα τον πρώτο του και προτελευταίο, ένα κύπελο με τα χρώματα του Ηρακλή και αντίπαλο τον Ολυμπιακό στον τελικό, αλλά μπροστά σε αυτά που θα μπορούσαν να αποκομίσουν ή ακόμα χειρότερα, σε σύγκριση με όσα κέρδισαν οδηγοί και αθλητές, που δεν είχαν ούτε το ελάχιστο από το ταλέντο τους, ήταν τίποτα.
Όπως το νερό έχει το σημείο βρασμού, έτσι και κάποιοι άνθρωποι έχουν το σημείο λάμψης. Αυτό δεν σημαίνει ότι μεταφράζεται απαραίτητα ως μια επιτυχημένη καριέρα. Τα μονοπάτια της οποιασδήποτε επιτυχίας είναι στρωμένα με μαραμένα και πολλά υποσχόμενα μπουμπούκια, που ποτέ δεν άνθισαν. Αλλά χωρίς αμφιβολία εκείνο το πρώτο σημάδι λάμψης είναι η πρώτη ένδειξη κάποιου, που μπορεί να φτάσει πολύ μακριά. Το αν θα συμβεί έχει να κάνει με πολλά άλλα πράγματα και με την τύχη. Ή με την έλλειψή της.
Σττην πόρτα του οδηγού ο Ραϋμόνδος Παπαμανώλης της διοργανώτριας του Ι΄ Αττικοβοιωτίας, Α.Λ.Φ.Α. Καλαμακίου και πίσω αριστερά με το καπέλο α-λά Σέρλοκ ο Δημήτρης Παντελεημονίτης ψυχή και αποκλειστικός χορηγός του RS center. Βράδυ 13ης Φεβρουαρίου του '77. Πρώτη εμφάνιση του Τάσου με το λευκό Escort.
Για τον Τάσο ήρθε την Κυριακή 22 Αυγούστου του ’71. Ένα πλάσμα μαλιαρό, παχουλό, και παρά το νεαρό της ηλικίας (23), με απαρχή φαλάκρας, μέσα σε ένα πορτοκαλί NSU. Στρατιωτικό αεροδρόμιο Δεκελείας. Κοινώς Τατόι. Αγώνας νέων διοργανωμένος από την Λέσχη. Χούντα και άγιος ο θεός. Όλα τα φαντάσματα του παρελθόντος παρόντα. Ειδικός γραμματέας στο μαγαζί, ο στρατηγός Μπαϊρακτάρης, πρώην πρώτο βιολί στο Μακρονήσι. Αυτό για να καταλάβουμε πως βαδίζαμε τότε.
Και δένεται ο Τάσος στο γερμανικό όχημα και ο αλυτάρχης κατεβάζει τη γαλανόλευκη και εξαφανίζεται το αγριεμένο, γήινο, σμήνος. Περνούν κάτι παραπάνω από δυο λεπτά, τεντωνόμαστε στα ακροδάκτυλα να δούμε ποιος βγήκε πρώτος από πάνω και ναι ήταν εκείνο το πορτοκαλί πισωμήχανο από το Neckarsulm. Πίσω του GTA, 911, BMW και ότι άλλο υπήρχε. «Μπα κάτι θάγινε», ελέχθη. Δεύτερος γύρος, τα ίδια, τρίτος, τέταρτος τα ίδια, οπότε πίπτει το ερώτημα: «Ποιος είναι αυτός ρε;» Το άστρο του Τάσου αναδυόταν, μέσα από το πρώτο σημάδι λάμψης του με το παρανόμι «Ιαβέρης», υπό τους στριγκούς ήχους του αερόψυκτου κινητήρα.
Ο Ίκαρος κατεβάζει την γαλανόλευκη και οι «Ιαβέρης» Στεφανής εκκινούν το βράδυ της 9ης Δεκεμβρίου του '77 υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες στο Μαύρο Ρόδο. Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας θα τερματίσουν νικητές.
Αντίστοιχα, το άστρο του Βάσια αναδύθηκε την Τετάρτη 9 Ιουνίου 1976 στην Νέα Φιλαδέλφεια. Τελικός κυπέλλου Ελλάδας με φιναλίστ τον πανίσχυρο Ολυμπιακό Πειραιώς, που όμως είχε χάσει πριν λίγους μήνες το πρόεδρο των επιτυχιών του, Νίκο Γουλανδρή. Αντίπαλος ο Ηρακλής Θεσσαλονίκης.
Έντεκα από εδώ, έντεκα από εκεί που έλεγε και ο Πάντσο. Και ο Ηρακλής outsider. Ντερμπαδούρα με τέσσερα γκολ στην κανονική διάρκεια, ισοφάρισε για δεύτερη φορά ο Ολυμπιακός στο 81΄, άλλα τέσσερα στην παράτα, και πάμε στα πέναλτυ, όπου ο γίγας από τας Σέρρας, Παναγιώτης Κελεσίδης κατεβάζει το πέναλτυ του Βάσια. Να μην λησμονήσουμε όμως ότι ’72 μέσα στο παγωμένο White Hart Lane, ο και Τάκης αποκαλούμενος, είχε σβήσει δις τον παγκόσμιο Martin Peters από τα 11 βήματα.
Τελικά ο Ήρα σηκώνει την κούπα και ο Βάσιας, μετατρέπεται σε μόνιμο ημερήσιο εφιάλτη κάθε οπισθοφύλακα, το ίνδαλμα κάθε παιδιού, ο λόγος που ο κοσμάκις γεμίζει τα τσιμέντα της κάθε πόλης που έπαιζαν οι γριές. Αν το παιδί από την Τασκένδη έπαιζε στο Τορίνο, στο Λονδίνο, στη Μαδρίτη, οι αμυντικοί των κορυφαίων Ευρωπαϊκών συλλόγων θα άλλαζαν επάγγελμα.
Έπαιξε μπάλα, αλλά 14 χρόνια. Τι σήκωσε; Ένα βαλκανικό κύπελο. Εντάξει κλήθηκε και στην Μικτή Κόσμου, αλλά από τίτλους; Κατ’ ουσίαν νάδα. Πόσοι τον θυμόμαστε όμως; Όλοι. Αντίθετα, πόσοι θυμούνται κάποιους που έχουν δέκα τίτλους κάτω από τη ζώνη τους αλλά ποτέ δεν έλαμψαν. Κανείς.
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τον Τάσο. Αδιαφορώντας για συνολικές επιδόσεις, νίκες και τίτλους, φανατικός οπαδός της οριακής επίδοσης, μπορεί να χάθηκε στα αβαθή της Ελληνικής πραγματικότητας αλλά δημιούργησε μια ζωντανή, άσβεστη ιστορία. Έναν μύθο απότοκο, εκείνων των στιγμών, όπου αδιαφορώντας για βαρύτητες και τα ρέστα έβγαζε ατίθασα τους τροχούς στο χάος, ντριφτάριζε με τέχνη ακουμπώντας σχεδόν στα βράχια, ζωγραφίζοντας πάνω σε κάθε επιφάνεια.
Είχε το δυναμικό, είχε και κάποιες ευκαιρίες, αλλά ήταν ακατόρθωτο να κάνει αυτό που αποκαλούμε διεθνή καριέρα. Το ’80, στα 32 του όταν άφηνε, στο Mont Parnas όλη την κρέμα του παγκόσμιου πίσω του, με υποδεέστερο μάλιστα υλικό ήταν πια αργά. Ακολούθως, έκανε κάποια όργια στην Ιταλία και μοιραία, αναλώθηκε στη στενή και στεγνή Ελληνική πραγματικότητα.
Ο Τάσος, που αναφέρεται πρώτος ως αρχαιότερος, μα και ο Βάσιας αποτελούν άψογα παραδείγματα καλλιτεχνών που έδρασαν πίσω από το βολάν και πάνω στο χορτάρι, αντίστοιχα. Ατυχώς για αυτούς και ατυχέστερα για τους οπαδούς τους, αλλά και την ευρύτερη φίλαθλη κοινότητα, οι συνθήκες δεν τους άφησαν να λάμψουν σε ανώτατο αγωνιστικό πλαίσιο, να συγκινήσουν ακόμα περισσότερο κόσμο.
Κρίμα, αλλά έστω και έτσι κάποιες γενιές τους γνώρισαν και χάρηκαν τα πληθωρικά ταλέντα τους.
...και ο χρόνος κυλά, |