Τράπεζες – (Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2016)

Στην δεκαετία του '60, δεν γνωρίζω για αργότερα ή για νωρίτερα, οι μαθητές των Δημοτικών είχαν λιώσει πολλά μολύβια ώστε να γράφουν εκθέσεις με τίτλο: «Τα αγαθά της αποταμιεύσεως». Κάθε 31η Οκτωβρίου, αυτό, που ήταν η παγκόσμια μέρα της Αποταμίευσης. Και δώστου κουμπαράδες και γουρουνάκια και τα εργατικά μυρμήγκια και τους τεμπέληδες τραγουδιάρηδες τζίτζικες, να κοσμούν τις παραστάσεις των νεοεισαχθέντων στο σχολικό κουβάρι και στο ανηφόρι της ζωής.

Ήταν το σμίλευμα μιας συνείδησης και πιο πίσω, στο φόντο, ήταν η Τράπεζα. Το ίδρυμα που σου φυλάει τις καταθέσεις, που σου δίνει κάτι για αυτές, που στην ανάγκη σου, πάνω, σε δανειοδοτεί. Για να σπείρεις το χωράφι σου, για να βοηθήσεις το μαγαζί σου, να φτιάξεις το σπίτι σου. Έτσι καταλαβαίναμε.

Oι τράπεζες στεγάζονται σε επιβλητικά ή σε μοδάτα κτίρια. Εκεί εργάζονται τραπεζικοί. Διοικούνται από τους τραπεζίτες. Κι όπως έχουν γνωμοδοτήσει πιο ανοιχτομάτηδες από μας: «Ο τραπεζίτης, είναι ένας τύπος που σας δανείζει την ομπρέλα του όταν ο ήλιος λάμπει, αλλά τη θέλει πίσω, το λεπτό που αρχίζει να βρέχει».
Κάποιος άλλος το είδε ακόμα πιο επιθετικά: «Ο καλός τραπεζίτης είναι σαν το καλό τσάι. Μπορεί να εκτιμηθεί μόνον  μέσα στο καυτό νερό».
Ακόμα πιο  αιχμηρός στο θέμα εμφανίζεται ο Bertolt Brecht καθώς διερωτάται: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας, μπροστά στην ίδρυσή της;»

Όποια και να είναι η απάντηση, απ΄ όσα μας λένε οι Ιστορικοί, οι Τράπεζες, με την ευρύτερη έννοια του όρου υπήρχαν, παρείχαν υπηρεσίες παλαιόθεν. Στην ερώτηση πόσο παλαιόθεν, η απάντηση είναι ότι

έχουμε μαρτυρία, πως από το 3400 π.Χ. ο Ερυθρός Ναός στην Ουρούκ της Χαλδαίας στην Μεσοποταμία, λειτουργούσε και ως τράπεζα. Στην αρχαία Ελλάδα επίσης  οι ναοί εκτελούσαν χρέη τραπεζών, όπως ο ναός της Αθηνάς στην Ακρόπολη των Αθηνών και του Απόλλωνος στους Δελφούς. Με τόσο παλιές ρίζες το τραπεζικό σύστημα είναι προφανές ότι αποτελεί ένα πολύ ισχυρό στοιχείο κάθε, σχεδόν, κοινωνίας.

Σε μια σφικτή οικονομία, όπως ήταν η ελληνική μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '90, το να δανειοδοτηθείς από μια τράπεζα ήταν μια Οδύσσεια σαν την επιθυμία να αποκτήσεις τηλεφωνική γραμμή από τον  κρατικό πάροχο.
Μα μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα η υπόθεση πήγε στο άλλο άκρο. Σε παρακαλούσαν ώστε να σου χορηγήσουν δάνειο. Κι όχι για σοβαρούς σκοπούς. Για απολύτως καταναλωτικούς. Για να πας διακοπές, για να ψωνίσεις στις γιορτές για να τζογάρεις στο πάρτυ του Χ.Α.Α. Ο Έλληνας ανακάλυπτε με ορμή, το πλαστικό χρήμα, την πίστωση και την άνεση.

Η νέα αυτή συνήθεια, που την χρεώνουμε σε ένα συνδυασμό πολιτικών βούλησεων, στα τραπεζικά ιδρύματα και σε ένα οικονομικό μοντέλο που σχεδόν εξισώνει την ανάπτυξη με την κατανάλωση, ανέθρεψε γενιές και μαζί με τον πολλαπλασιασμό των τραπεζικών προϊόντων που εφευρίσκονταν, οδήγησε σε μοιραίες εξελίξεις.

Στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή, η φούσκα ακόμα φούσκωνε, όταν άρχισαν να έρχονται οι πρώτες πληροφορίες για τοξικά προϊόντα.  Αργότερα έσκασε και στην Ελλάδα. Κάτι το Χ.Α.Α., κάτι οι Ολυμπιακοί αγώνες, κάτι το ενιαίο νόμισμα, κάτι οι κυβερνήσεις που είχαν μετατραπεί σε κομματικά γραφεία, ο μηχανισμός έφθασε στο τέλος του. 

Κι έτσι, η κεντρική διοίκηση των Βρυξελλών, ανάμεσα στα άλλα, προτίμησε να θυσιάσει ένα κράτος μέλος παρά δυο – τρείς ευρωπαϊκές τράπεζες που διατηρούσαν ελληνικά τοξικά απόβλητα. Ακολούθως, οι ημεδαπές τράπεζες,   δεν είχαν πρόβλημα στο να  απορροφήσουν μερικές δεκάδες δισεκατομμυρίων ως ανακεφαλαίωση και ταυτόχρονα, υποχρεωμένες από την Ελληνική υποδιοίκηση, να δεσμεύουν καθημερινώς δεκάδες λογαριασμών πολιτών που αδυνατούσαν να καταβάλουν φόρους, εισφορές, χαράτσια, έκτακτες εισφορές κλπ.

Οι τράπεζες είναι οι ναοί της οικονομίας. Θρησκεία τους είναι το χρήμα. Οι τράπεζες δεν υφίστανται για να υπηρετήσουν το Δημόσιο καλό. Κι' εμείς, χρόνο με το χρόνο, μέρα με τη μέρα, θα ήμαστε ακόμα πιο εξαρτημένοι από αυτές. Μερικοί το αντιλαμβάνονται αλλά αδυνατούν να αντιδράσουν.Οι περισσότεροι ούτε το καταλαβαίνουν. Οι τράπεζες και τα υποσυστήματά τους, διοικούν, ορίζουν, κατευθύνουν. Ενίοτε καταπίνουν και ρεζιλεύουν. Όπως, π.χ., την «πρώτη φορά».

Καλή χρονιά & καλή μας τύχη