Degustation & άλλα – Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015 |
Ήταν αυτό που οριοθετείται, ως επαγγελματικό γεύμα. Business lunch εις την γλώσσα του Σαιξπήρου. Καμιά φορά δε, δεν είναι ούτε το ένα, μήτε το άλλο, μα κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου κακό.
Ένα τέταρτο από υποχρέωση, δυο τέταρτα από περιέργεια και ένα τέταρτο από επιθυμία συνέθεσαν το όλον των λόγων που με οδήγησαν εκεί. Παρασκευή μεσημέρι. Αθήνα με χαμηλές θερμοκρασίες. Oυρανός βαρύς. Που και που λεπτές σταγόνες. Ευρύτερη περιοχή Κολωνακίου, κι όπως γνωρίζουν οι μεταπολεμικοί αυτόχθονες, μέρα Λαϊκής. Ώρα 13:30, η αγορά σφύζει από ζωή. Κινητικότητα, κι' ανάμεσα στα έξυπνα των πωλητών, κυρίες και οικιακαί βοηθοί, ηλικιωμένοι και νεότεροι, ντόπιοι και αλλοδαποί. Λαός και Κολωνάκι τω όντι. Πολύχρωμο, πολύβουο μελίσσι, που θάγραφαν και οι λογοτέχναι. Λίγα μέτρα παρακεί πριν από 48 Απρίληδες, μερικοί χαμηλόβαθμοι ένοπλοι ένστολοι, εισέβαλαν στο διαμέρισμα του Έλληνα πρωθυπουργού και τον συνέλαβαν δίκην κακοποιού. Δεν έχει να κάνει που ο Ρένος Αποστολίδης τον είχε περιγράψει ως «Παναγιωτάκη φιόγκο και της φιγούρας αρχηγό». Χωρίς να σημαίνει ότι συγγραφέας είχε απαραίτητα άδικο, η ηθική εκείνου του, για δεύτερη φορά, υπηρεσιακού προέδρου της Ελληνικής κυβερνήσεως (για εικοσιδύο μέρες το '45, μόλις για 18 νύκτες εικοσιδύο χρόνια αργότερα, το '67), ήταν σαφώς ανώτερη αρκετών που ακολούθησαν. Το αυτό και για την καλλιέργειά του. Κι ας είχε πεί εκείνα για τους Παρθενώνες περί το Μακρονήσι. Στο φινάλε, ήταν ο μοναδικός από το κόμμα του, που το '82 υπερψήφισε το νομοσχέδιο περί Εθνικής Αντίστασης και, εκεί στο ίδιο διαμέρισμα που είχε συλληφθεί το '67, ξεψύχησε από καρδιακή ανακοπή το '86. Τέλος πάντων, το θέμα μας δεν είναι αυτό. Περπατώντας, εντοπίζω το εστιατόριο όπου είμαι προσκεκλημένος, η ταυτότητα του οποίου δεν θα μας απασχολήσει, και φτάνω ακριβώς στην ώρα μου. Το γεγονός ότι για τα επόμενα 60 λεπτά κατέφθαναν συνδαιτυμόνες χρεώθηκε, ως συνήθως, στις κυκλοφοριακές συνθήκες, στις ελλείψεις θέσεων για στάθμευση και όλα τα πρωτότυπα, συναφή. Η θέση μου στην αίθουσα, δίνει οπτική επαφή με την ζώσα Λαϊκή και ακόμα χειρότερα, καθώς η θύρα ανοιγοκλείνει, περνά μέσα ξεδιάντροπα αυτή η μυρωδιά αποπλάνησης των καλαμακίων που ψήνονται, ακριβώς απέναντι, πάνω από μια περήφανη θράκα, ανεμίζοντας την παραδοσιακή τους τσίκνα. Καθώς η ώρα περνά και η μέρα δεν μου είχε δώσει την ευκαιρία να τραφώ, ξεγελάω την πείνα μου με ποσότητα τινά αφρώδους οίνου. «Πως και βγήκες από το καβούκι σου;» ερώτησε με τρόπο καλό συμπαθής μου φιγούρα, εξ αριστερών (μα σαφώς εκ δεξιών, όπως μας αντικρίζουν), μόλις κάτσαμε στο τραπέζι. Συνήθως τέτοιου είδους εκδηλώσεις, εκκινούν με ένα καλοσώρισμα του επικεφαλής των προσκαλούντων. Λέγονται και λίγες λέξεις ώστε να καλυφθεί και ο χαρακτηρισμός business. Καμιά φορά δεν είναι και τόσο λίγες, ενώ συχνά δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη σημασία. Είναι όμως κομμάτι της διαδικασίας και οφείλεις να το σεβαστείς. Ούτε να στέλνεις SMS, ούτε να στήνεις κουβεντούλα με τον δίπλα, όταν ο άλλος, όρθιος, λέει ότι έχει να πεί. Και λίγο αργότερα, μόλις ολοκληρώθηκε το σύντομο λογίδριο, άρχισε το σερβίρισμα. Αντιγράφω επακριβώς και πιστά από το Degustation Menu: Δεν έχω καμιά επιθυμία να είμαι αιχμηρός, αναγνωρίζω ότι πιθανότατα δεν κατέχω τα προσόντα ώστε να διατυπώσω άποψη για την υψηλή κουζίνα, έτσι περιορίζομαι στο συμπέρασμα πως ήταν πολλές, πάρα πολλές λέξεις αποκλειστικά από το λατινικό αλφάβητο για λίγα, μεγάλα πιάτα με μικρό περιεχόμενοι. Για ότι αφορά την ποιότητα, ένα θέμα αρκετά υποκειμενικό, σιωπώ. Περιορίζομαι στο να διατυπώσω ότι ήταν μακριά από τα θεωρούμενα ως καθιερωμένα. Μακριά, περίπλοκα, αρκούντως φαντεζί και ολίγον τραλαλά. Όταν δε, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να γαληνέψω το τέρας της πείνης, καθότι πλέον είχαν παρέλθει καμιά 20αρία ώρες από την προηγούμενη τροφοληψία μου, εζήτησα ταπεινοφρόνως ολίγον τυρόν, ώστε με τα εξαιρετικά και άφθονα αρτίδια να σώσω την παρτίδα, οι συμπαθείς και εργατικοί σερβιτόροι με θωρούσαν με απορία, ως ένα Αγνώστου Ταυτότητας Συνδαιτυμόνιον Αντικείμενον. Κατόπιν σαστιμάρας, απεφάνθησαν, με ομολογουμένως ευγενικόν ύφος, ότι δεν διαθέτουν. Εκτιμώ ότι δεν είναι σύνηθες, να υφίσταται εστιατόριον, το οποίον, εις τα ψυγεία του να μην φιλοξενείται τυρί. Μία πικάντικη κεφαλογραβιέρα, μια πιπεράτη φέτα, έστω ένα brie. Αν μέχρι τώρα φάνηκα, παραδόξως, επικριτικός, πρέπει να γίνω κολακευτικός για την ποιότητα και ποσότητα των οίνων που σερβιρίστηκαν. Τα αντιγράφω κατά γράμμα από το menu: Ήδυσμα Δριος chadonnay 2014 Τέχνη Οίνου Δράμας, και, Little Ark 2012 Lantidis Estate. Όχι δηλαδή ότι προβάλλομαι ως ειδικός επί των κρασιών, ώστε να έχω και άποψη, αλλά διασκέδασαν τον ουρανίσκο μου, ενώ επιπροσθέτως, εύφραναν την ψυχούλα μου. Σε μια προσπάθεια δε, να αποκωδικοποιηθώ, θέλω να σημειώσω ότι έχω μια αδυναμία να αντιληφθώ όλους όσοι περιφέρουν με μια περίτεχνη κυκλική κίνηση, το περιεχόμενο ενός κολονάτου κρασοπότηρου, το οσφραίνονται, πίνουν λίγο, πλαταγίζουν την γλώσσα στον ουρανίσκο και με σοβαρό ύφος αποφαίνονται δυσνόητα νοήματα. Έχω δε την εντύπωση, ότι μετά ποσότητα τινά οινοποσίας, υπάρχει μεγάλη δυσκολία στο να ενθυμηθείς ή να εντοπίσεις τι προανάφερες περί του οίνου, γεγονός που καθιστά την ετυμηγοριάν περί τούτου απολύτως αδιάφορον (ναι σε όσους το εσκέφθησαν, εδώ ενδεχομένως να υπάρχουσι κοινά στοιχεία με το απόφθευγμα: «λυχνίας σβησθείσης πάσα γυνή ομοία» αν και σφόδρα ισοπεδωτικόν και ανήκον στον, αναμφίβολα σκοτεινότερον, 19ο αιώνα). Αν μάλιστα δεν υπάρχει δυσκολία, σημαίνει ότι ο οίνος δεν έχει κάνει τη δουλειά του, γεγονός πλήρως αποκαρδιωτικόν. Είμαι όμως βέβαιος, ότι αυτή η αδυναμία της αντίληψης της ως άνω περιγραφείσας τελετουργίας, αξιολογήσεως του οίνου είναι ένα δικό μου πρόβλημα. Περίεργως, κι ενώ είχα καταφθάσει από τους πρώτους, ανεχώρησα τελευταίος. Ανάμεσα στα άλλα, πρέπει να ομολογήσω ότι ευχαριστήθηκα την παρέα. Ένιωσα μάλιστα έως και όμορφα, διότι η παρουσία συναθρώπου τινός, η οποία συνηθέστατα (μου) είναι εξαιρετικά αντιπαθής, σε όλη τη διάρκεια του γεύματος κρίθηκε ευχάριστος. Κι ας μην παραλείψω, αφού πρώτα εκφράσω και γραπτώς τις ευχαριστίες μου προς τον επίσης ομοτράπεζον (ακριβώς απέναντι καθήμενον, karsi εις την Τουρκικήν), προσκαλέσαντα, να αναφερθώ εις τον Χριστουγεννιάτικον μποναμάν που μοιράστηκε εις τους προσκεκλημένους. «1900 - 1960 Η Έλλάδα του μόχθου» είναι ο τίτλος της πολύ προσεγμένης έκδοσης, ένα λεύκωμα από συλλογή του Νίκου Πολίτη. Ώρα πέμπτη απογευματινή. Το απόγευμα φεύγει με κρύο και γκρίζο ουρανό. Ο σουβλέρ που μου αναστάτωσε την ρινική κοιλότητα, έχει αποχωρήσει. Η πείνα έχει ξεγελαστεί. Η Λαϊκή έχει κλείσει τον κύκλο της. Οι υπηρεσίες του Δήμου έχουν αναλάβει να καθαρίσουν το δρόμο. Οι γιορτές προ των Θυρών. Ελλάδα στα τελειώματα του ’15, πιθανότατα και στα δικά της (τελειώματα). |