H παρέα στα χρόνια της ύφεσης - (Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2015) Print

Διήγημα, ανάμεσα στις ρόδες ενός Talento

Όχι ότι ήταν όλα κανονισμένα, αλλά με τη φόρα των προηγούμενων ΣαββατοΚύριακων, η σύναξη της παρέας, ήταν, εκ των ων ούκ άνευ, όπως μας έλεγαν και στο σκολειό.
Κι΄ όλα προχείρως, της τελευταίας στιγμής. Με ένα τηλέφωνο, ή με κάποια αόριστη κουβέντα από την προηγούμενη εβδομάδα.  Για να βρεθούμε στο τουγκέδερ στα θερινά ανάκτορα του οίκου μας, που έχουν, ήδη, υποδεχτεί την τρίτη γενιά.
- Θάρθεις απ΄το βράδυ;
- Ε! μάλλον

Κάπως έτσι. Κι όσοι μαζεύονταν λίγοι ή πολλοί, αλλά ποτέ πάρα πολλοί, και πάντα αγαπημένοι, πάντα βολεύονταν. Στο που θα κοιμηθούν, πότε θα φάνε, τι θα φέρει ο καθένας, ακόμα και στο τι θα συνεισφέρει ο καθείς στη βαρκάδα. Πράγμα όχι και τόσο βολικό για το βαρκάρη. Αδιανόητο μέχρι πριν κάποια χρόνια. Ατυχώς, κοντά στο αναγκαίο στις μέρες μας.
Είτε τον πάγο και τα μπυρόπουλα, είτε το κάτι τις, είτε, ακόμα χειρότερα, τμήμα του κόστους των καυσίμων. Τι degadence! Τέλος πάντων.

Και να
η Παρασκευή, κατέφθασε το Talento. Κουνουργές, ασημόχαρο, λαμπερό και τόσο ευρύχωρο, ώστε να υποδεχτεί έως εννέα νομά συν τα μπαγκάζια τους. Αλλά αυτό που μέχρι το προηγούμενο Σ/Κ φάνταζε περισσότερο από πανευκολούρα, τώρα δεν κούμπωνε με τίποτα:

Η σ. Α. εδήλωσε αδυναμία ένεκα ανειλημμένων επαγγελματικών υποχρεώσεων.

- Στο είχα πεί, αλλά ποιος ξέρει που έχεις το μυαλό σου όταν σου μιλώ

Παρατήρησε θυμωμένα. Το κακό με τις συντρόφισσες, πέρα από το ότι σε αγαπούν, είναι ότι συχνά δίνουν περισσότερο σημασία στο τι θυμάσαι, από το τι ελπίζεις. Το χαρακτηρίζεις και σαν την μοίρα του έρωτα.

Ο q Γ. αντιμετωπίζει τα δικά του προβλήματα, τα οποία συντείνουν, τα μάλα, στο να προβάλουν το προβληματικό κομμάτι του χαρακτήρα του. Κι είναι αξιαγάπητος ο μπαγάσας. Του συχωρνάς σχεδόν τα πάντα.

Η q Ε. μπερδεμένη κι αυτή ανάμεσα στα καθήκοντα της εργαζομένης, της διαχειρίστριας και σε μια χρόνια συναισθηματική σύγχυση, εδήλωσε αδυναμία. Μα πώς να της κρατήσεις κακία, όταν μπορεί να σου δώσει την ψυχή της, σαν έχεις την όποια ανάγκη.

Ο Όου, στον οποίον ετηλεφώνησα κιόλας, ούτε απάντησε, μήτε κάλεσε αργότερα. Συγχωρείται όμως, ένεκα αδυνάτου μνήμης (ψάχνοντας για την Ντόρυ ένα πρά(γ)μα).

Για τους απογόνους ούτε συζήτηση. Σε άλλους ρυθμούς. Μόνον η τύχη θα τους φέρει σιμά. Κι εφέτος δεν πρέπει να εκφράζω κανένα παράπονο περί τούτου. Ήμουν τυχερός. Αντίθετα, πάλι επί τούτου, εκείνοι ίσως να αισθάνονται ολίγον άτυχοι.

Να λοιπόν ένα όχημα παρέας, έτοιμο να φορτωθεί με το κέφι και τις εξυπνάδες του καθένα, που πολύ το θέλαμε τα τελευταία πέντε ΣαβατοΚύριακα μα δεν το είχαμε, αλλά τώρα που προέκυψε, δεν μαζεύτηκε παρά μόνον ένας. Ο οδηγός. Μόνος. Μάλιστα.

Talento ανάμεσα στις ελιές, Talento ανάμεσα στα πεύκα

Έστεκε εκεί
καμιά δεκαριά μήνες. Το είχε πετάξει κάποιος άκαρδος και το περιμαζέψε ο Βενιαμίν. Αν ζούσε ο παππούς του θα τον αποκαλούσε «μαζέτα». Περισσότερο τρυφερά και λιγότερο περιπαιχτικά, επειδή είχε το συνήθειο να μαζεύει αντικείμενα. Ήταν ένα surf  μάρκας Bic, που κατασκευάστηκε τουλάχιστον μια δεκαετία πριν την γένεση του «μαζέτα».

Το κουβάλησε σπίτι, το βάλαμε στην αυλή, το κοιτούσαμε. Κάποιες μέρες αργότερα ενεφανίσθη ο Σα-Βίδας, μανιώδης, ικανός και σοβαρός γνώστης περί των surf εξ απαλών ονύχων. Εξ απαλών ονύχων των surf, διότι όταν οι δικοί του όνυχες ήταν απαλοί, το surf, το windsurf  δια να ήμεθα ακριβείς, δεν είχε ανακαλυφθεί. Σιγά  - σιγά λοιπόν, μας έφερε ένα σύνδεσμο για το άλμπουρο (από την Θεσσαλονίκη !), μια μάτσα και κάποτε, η ταπεινότητά μου θυμήθηκε ότι στην αποθήκη των θερινών ανακτόρων υπήρχε ένα άλμπουρο και ένα πανί Τen Cate από κάποιο Hi Fly (;) αγορασμένο το ’80 και αχρησιμοποίητο τον τρέχοντα αιώνα. Η τελευταία φορά που ο άνεμος το φούσκωσε, ο Βενιαμίν ήταν αγέννητος, στα 23 του, ζωή νάχει, σήμερα.

Αυτό ήταν.
Μπορεί τα άλλα οκτώ άτομα να γεμίσουν το Talento να μην βρέθηκαν ποτέ το ΣαββατοΚύριακο, αλλά το πλυμένο Bic μαζί με την μάτσα και το σύνδεσμο φορτώθηκαν, σφαλίστηκαν με επιμέλεια και κατεβήκαμε στα θερινά ανάκτορα, παρά τω Σαρωνικώ.


Η μέρα δαπανήθηκε ή επενδύθηκε, μονίμως μπερδεύω αυτά τα δύο ρήματα, το κακό είναι ότι τα μπερδεύουν και όσοι δεν θα έπρεπε, στο να μονταριστούν αλλότρια κομμάτια και να γίνει πλόιμο το Βic πράγμα που σε μεγάλο βαθμό συνέβη. Κάτι βάσεις που δεν ταίριαζαν, κάτι μηχανισμοί που δεν δούλευαν, κάπως ευθυγραμμίστηκαν με ένα μικρό σύνολο από νεοελληνικές πατέντες.  Μέχρι να συμβούν όλα τούτα όμως, ο πουνέντης που φυσούσε αξιοπρεπώς, κόπασε μεταβλήθηκε μια άθλια ξέπνοη σοροκαδίτσα με κύμα. Έφτασε απόεμα, κάπου εκεί κρύφτηκε ο ήλιος πίσω από αλλεπάλληλα επίπεδα νεφών και η σεπτή τελετή έλαβε τέλος.

Μια τελευταία απόπειρα μπας και το Talento γεμίσει έστω και κατά το ήμισυ, έστω και περιστασιακά απέβη άκαρπος, καθότι η τοπική παρέα, του Θ. Σ. προεξάρχοντος, αρνήθηκε το δείπνο εις  παρακείμενα ταβερνεία, προβάλλοντας, το οικονομικόν θέμα. Δεν τους καταλαβαίνω. Τα μηνύματα του πρωθυπουργεύοντος από την νύμφη του Βορρά ήταν ουσιαστικά, δυναμικά, αισιόδοξα. Αφού λύγισε το γόνι στην Καισιαριανή σε εκείνη την γνήσια και ανυπόκριτη επίδειξη αριστεροσύνης, μόλις έσκισε τα μνημόνια στο κλιμακοστάσιο του (κατά Ρ. Αποστολίδη) Κυνοβουλίου, αφού κέρδισε εκλογές και δημοψηφίσματα, υπακούοντας  στη λαϊκή θέληση, μας βάνει τώρα στη λεωφόρο της ανάπτυξης. Ακατανόητη συνεπώς η απαισιοδοξία κάποιων.

Τέλος πάντων, μαζί με το σκοτάδι ήρθαν και οι μπόρες.  Επέστρεφα μόνος, στο κλεινόν άστυ. Νύχτα πια, υπό βροχή, ενίοτε καταρρακτώδη.

Το Telento ουδέποτε γέμισε. Ουδέποτε μπόρεσε να οδηγήσει την παρέα, λίγο πιο νότια,  κάπως πιο φωτεινά, πιο θορυβωδώς. Σε μια μέρα θα άνοιγαν τα σχολεία. Το Φθινόπωρο είχε έρθει. Του χρόνου!

Τελικά,
και για να το αντιστρέψω. Όποιος έχει μάθει να διασκεδάζει την μοναξιά του, μαθαίνει να περνά καλά και με τις παρέες του. Ακόμα και όταν του λείπουν.

Ακόμα και στα χρόνια της ύφεσης, που τόσα πολλά, αλλάζουν τόσο ύπουλα.