Οι ιδεολογίες, οι πρακτικές και το καθήκον της Mάνας (12.02.2013) Print

Το γεγονός

Δυο ομάδες ενόπλων νέων, σχεδίασαν εκτέλεσαν ταυτόχρονα δυο ληστείες στο Βελβεντό Κοζάνης. Θεωρητικά η “δουλειά”, ήταν καλά δουλεμένη. Στην πράξη όμως απέτυχε. Η υπηρεσιακή αποτυχία των δραστών ορίζεται στο ότι συνελήφθησαν και μάλιστα γρήγορα. Το ευχάριστο της υπόθεσης είναι, ό,τι δεν υπήρξαν ανθρώπινες απώλειες ή τραυματισμοί, παρά μόνον το σοκ της ληστείας σε όσους το έζησαν, δηλαδή στους εργαζόμενους και στους πελάτες των υποκαταστημάτων της τράπεζας και του ταχυδρομείου.

Η κάλυψη

η διαδικτυακή, για την τηλεοπτική δεν έχω γνώση, ήταν πολυποίκιλη, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι οι αντιδράσεις των πολιτών σε επίπεδο σχολιασμού της είδησης. Στο βαθμό, τουλάχιστον, που όσα γράφονται αποτελούν γνήσιες απόψεις και όχι εργαλεία, υπόγειου, χειρισμού της όποιας δημόσιας γνώμης. Το διαδίκτυο είναι σαν τη φωτιά. Μπορεί να σε ζεστάνει, μπορεί και να σε κάψει. Το καλό του διαδικτύου είναι ότι είναι ανεξέλεγκτο. Το κακό του διαδικτύου είναι, επίσης, ότι είναι ανεξέλεγκτο. Πίσω από την ανωνυμία του μπορούν να γραφτούν τα πιο τερατώδη ψεύδη, με την ίδια ευκολία που μπορούν να αποκαλυφθούν οι πιο επίπονες αλήθειες.

Τρία, κυρίως, στοιχεία

αποτέλεσαν τα σημεία τριβής του κοινού. Στο επίκεντρο ασφαλώς ο τρόπος και ο λόγος του τραυματισμού των θυτών, έπειτα η κοινωνική καταγωγή σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας τους και τέλος η όποια ιδεολογική τους κατεύθυνση.


Το κομβικό ερώτημα του κατά πόσο είναι ποινικό το αδίκημα, αδυνατεί να απαντηθεί με την εικόνα τους μετά την σύλληψη. Ότι πέφτουν «ψιλές» σε τέτοιες στιγμές είναι πλέον του βεβαίου. Σε προηγούμενες δεκαετίες δεν ετίθετο θέμα. Ο «κακούργος» δεν είχε δικαιώματα, θα τις εισέπραττε κι όσο πιο τσαμπουκάς, όσο πιο πολύ είχε ταλαιπωρήσει τις αρχές, όσο πιο πολύ τις είχε γελοιοποιήσει, ή όσο πιο ειδεχθές ήταν το έγκλημά του, τόσο πιο πολλές. Για παραδειγματισμό και για εκδίκηση. Στις μέρες μας οι εικόνες κακοποιημένων κρατουμένων, υπόδικων είναι σπάνιες. Το μένος, λοιπόν, των διωκτικών αρχών απέναντι στους «τέσσερις» και η ατυχής προσπάθεια συγκάλυψης με τα σύγχρονα εργαλεία της ψηφιακής φωτογραφίας, καταδεικνύει ότι το θέμα δεν έχει μόνον ποινική βάση.

Προφανώς αποτελεί ποινικό αδίκημα η ληστεία, ή η απαγωγή αλλά η ουσία πίσω από αυτό είναι η αναμέτρηση δυο κόσμων. Των εκπαιδευμένων ανδρών της αστυνομίας ενάντια σε όσους έχουν περάσει απέναντι μετά ή άνευ οποιουδήποτε ιδεολογικού μανδύα. Αν ερευνήσουμε στο παρελθόν, μπορούμε να ορίσουμε ως χρόνο γέννεσης αυτής της αντιπαλότητας στα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας, καθότι η ήπια διακυβέρνηση του Κέντρου από το ’64 και μετά δημιούργησε κάποιες γέφυρες συνεννόησης, στην βαθιά, παραδοσιακή, μεταπολεμική εχθρότητα ανάμεσα στους «κρατούντες δεξιούς» και στους «κυνηγημένους αριστερούς». Το πραξικόπημα έφερε πάλι το χάος σε αυτό το κομμάτι. Η μεταπολίτευση έδωσε ελπίδες μέχρι κάποια γεγονότα (π.χ. την ουσιαστική απαλλαγή των βασανιστών) και παραμονές των Χριστουγέννων του ’75, ο Ρίτσαρντ Ουέλς είναι το πρώτο θύμα αυτού που αποκαλούμε σήμερα τρομοκρατία. Η σπορά είχε γίνει με ανέμους. Η συγκομιδή θα γινόταν με θύελλες.

Έπειτα η κοινωνική προέλευση. Η τάξη. Ενόχλησε πολλούς η αστική καταγωγή των δραστών. Ότι είναι παιδιά των εύπορων οικογενειών, βορείων, Αθηναϊκών προαστίων. Ότι έχουν λυμένα όλα τα προβλήματα.Το ρεπορτάζ βέβαια σε ότι αφορά το τις γειτονιές προέλευσης των "τεσσάρων"  κάνει λόγο για Χολαργό και Ν.Ψυχικό. Ε!, δεν αποτελούν αυτές οι περιοχές το προπύργιο του μεγαλοαστισμού. Γράφτηκε επίσης κάπου, ότι αρέσκονται σε «μπατσοδιασκεδάσεις».

Με τον τελευταίο όρο, που ομολογώ ότι αγνοούσα, εννοείται η οργανωμένη επί τούτου, κάθοδος στο κέντρο της Αθήνας και πρόκληση των αστυνομικών. Αντίθετα, όπως υποστηρίζεται, τα παιδιά των φτωχών οικογενειών έχουν στο μυαλό την εργασία και την προκοπή και δεν έχουν χρόνο για αλητείες και «εξεγέρσεις». Αυτό σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας τους, διότι όσοι έστερξαν να τους υπερασπιστούν με το με το επιχείρημα: «Μα είναι παιδιά» αντιμετωπίστηκαν με σφοδρότητα, δημιούργησε κι άλλη ένταση.

Τέλος, η όποια ιδεολογική κατεύθυνση. Ο αναρχισμός, που ευαγγελίζονται οι «τέσσερις» ουδέποτε υπήρξε δημοφιλής. Από τους συντηρητικούς κυνηγήθηκε με ένταση σαν την μεγαλύτερη απειλή, από τους κομμουνιστές με μίσος ως υπέρτατος αντίπαλος. Ιδεολογικά αποτελεί είτε έναν άγνωστο, είτε έναν προκλητικό είτε έναν προβοκατόρικο κόσμο για το τρέχον πολιτικό πλαίσιο.

Βέβαια, το να να ζεις στην παρανομία, να κυκλοφορείς με πλαστά στοιχεία, να προμηθευτείς ΑΚ-47, να διασχίζεις τη χώρα φορτωμένος με τον οπλισμό, να αρματωθείς με κέβλαρ, κράνη και κουκούλες, και να εισβάλλεις ένοπλος για να «απαλλοτριώσεις» τράπεζα και ταμιευτήριο δεν είναι φυσιολογικό και συνηθισμένο, ειδικά για 20χρονους. Απαιτείται πολύ θάρρος, κάποιο ιδεολόγημα και αδυνατώ να αποφασίσω: καθόλου; ή πολύ μυαλό;

Γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκο αν υποτεθεί ότι οι δράστες είναι γόνοι εύπορων οικογενειών, άρα δεν ήταν οι λόγοι ανάγκης που τους υποκίνησαν. Δεν περνάς στη βαθιά παρανομία, έτσι, απλά. Συνήθως, είναι ένας δρόμος χωρίς γυρισμό. Κάνουν λοιπόν την κίνηση, αλλά συλλαμβάνονται. Ακολούθως οι επεξεργασμένες φωτογραφίες τους, κάνουν το γύρο του κόσμου.

Γεγονός αδιαμφισβήτητο

ότι κακοποιήθηκαν. Κατά το κοινώς λεγόμενο προφανώς «έφαγαν το ξύλο της αρκούδας». Τα τέσσερα πιτσιρίκια, απ’ ότι φαίνεται όχι ιδιαίτερης σωματικής διάπλασης δεν είχαν καμιά τύχη. Πιθανότατα, θα έπεσαν ένθεν και εντεύθεν τα γνωστά «Γαλλικά» με τα γενετήσια ρήματα για τα σπίτια, τις μανάδες και τα ρέστα, και κάπου εκεί, στην σύλληψη, στη μεταγωγή, στην ανάκριση ποιος ξέρει που, μπορεί και παντού, χάθηκε ο έλεγχος.

Ήταν περίπου αναμενόμενο. Είπαμε παραδειγματισμός και αντεκδίκηση. Οι Εκαμίτες πιστεύουν ότι κακώς ο Κορκονέας είναι μέσα, οι πιτσιρικάδες θέλουν τους «Κορκονέες» ακόμα πιο μέσα. Υπάρχει μίσος αγεφύρωτο. Από την μια πλευρά η αιχμή του δόρατος του κράτους με όλη την ισχύ της εξουσίας του και με λάβαρο την νομιμότητα, από την άλλη ο αντικρατισμός με τη φούρια της όποιας, εξέγερσης και με σημαία την παρανομία.

Κακά τα ψέμματα. Οι δράστες κακοποιήθηκαν και δεν κακοποιήθηκαν επειδή λήστεψαν, αλλά επειδή δεν διστάζουν να εκφράσουν την ιδεολογία τους. Επειδή δεν κρύβουν την αναίδειά τους απέναντι στους διώκτες τους, επειδή δείχνουν ακόμα και μετά τη σύλληψη, ότι δεν τους υπολογίζουν. Η συμφορά είναι ότι ότι τέτοιες δράσεις θα φέρουν κι άλλες τέτοιες αντιδράσεις. Αν ο θάνατος του Γρηγορόπουλου, έφερε στο προσκήνιο τους «τέσσερις» , οι φωτογραφίες τους μπορεί να γεννήσουν άλλους 16 αποφασισμένους όχι απλά να κρατούν τα όπλα, αλλά και να τα χρησιμοποιήσουν, όχι πια για να ληστέψουν αλλά για να τιμωρήσουν, για να αντεκδικηθούν και εδώ είναι που θα χαθεί κάθε ισορροπία. Ας αναρωτηθούμε λοιπόν: η κλιμάκωση αυτής της Βίας, ποιους εξυπηρετεί;

Σε αυτό το σημείο

μπαίνουν στο σκηνικό οι Μανάδες. Η Μάνα έχει καθήκον, έχει υποχρέωση να στηρίξει το σπλάχνο της. Είτε διότι είναι υπεύθυνη για το κακό που έκανε ο απόγονος, οπότε απομακρυνόμενη από αυτόν, αποποιείται των όποιων ευθυνών της, είτε διότι πιστεύει ότι το παιδί της πράττει το σωστό. Ίσως να μην υπάρχει πιο ισχυρό ένστικτο από το μητρικό και πώς να αποκλείσεις σε μια Μάνα, το να παραμείνει Μάνα; Τι θα έπρεπε δηλαδή να πει μια Μάνα, αν αντίκριζε τον υιό της παραμορφωμένο, αιμόφυρτο, αλυσοδεμένο, ακούγοντας κι΄όλα τα συμβάντα; «Ρίχτε του λίγες ακόμα κε Πολίσμαν μπας και συνέλθει το παλιόπαιδο;».

Αναμενόμενες και οι κριτικές από γνωστούς και άγνωστους στο διαδίκτυο, ορισμένες από αυτές λογικές, άλλες όμως χυδαίες. Για τις τελευταίες, αυτές, τις λαϊκίστικες, οργίλες φωνές κατηγορίας προς την Μάνα που δήλωσε περήφανη για το παιδί της, αποκαλύπτουν, ίσως, περισσότερο τη δίψα των μικροαστών να αναρριχηθούν (ατυχώς δεν έχει πολλές θέσεις το κοινωνικό ρετιρέ), παρά την καταγγελία αποτυχίας του ρόλου της συγκεκριμένης μάνας. Εξ’ άλλου εκείνη θα σηκώσει το βαρύ σταυρό, στις φυλακές, στις ακροάσεις, στα δικαστήρια και στα εφετεία, εκείνη θα γεράσει ελπίζοντας και ο «μικρός» της θα ανδρωθεί στη στενή. Αναμενόμενες και οι φωνές στήριξης, που ήταν μεν λιγότερες, αλλά πιο ανθρώπινες, πιο «Χριστιανικές», πιο «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω».

Στην Ελλάδα του σήμερα,

του Μνημονίου, της απογοήτευσης, της απόγνωσης, της ανεργίας, των παράλογων φορεπιδρομών, των δημεύσεων, των κυνηγών κεφαλών και μαγισσών, των αυτοκτονιών δεν γνωρίζω τι μπορεί να συνεισφέρει στο σύνολο, το βαρύ αδίκημα της ληστείας και της απαγωγής. Εικάζω τίποτα, αν δεν υποτεθεί ότι σφίγγει κι’ άλλο τον όποιο κατασταλτικό κλοιό. Προφανώς αποτελεί μια σπασμωδική αντίδραση μιας λανθάνουσας επαναστατικότητας, μιας ανεδαφικής ιδεολογίας.

Η γειτονική Ιταλία είναι βουτηγμένη σε αυτό το αδιέξοδο από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70. Αν οι «τέσσερις» σχεδίασαν, κινήθηκαν μόνοι τους, έκαναν λάθος. Μεγαλύτερο λάθος από αυτό που πράττουμε εμείς, οι κριτές του καναπέ και του διαδικτύου, διότι δεν βλάπτουμε παρά μόνον τον εαυτό μας. Αν υποκινήθηκαν, κατευθύνθηκαν, καθοδηγήθηκαν από, δεν ξέρω ποια, συμφέροντα και τα υπηρέτησαν, εν τη αγνοία τους έκαναν ακόμα μεγαλύτερο σφάλμα.

Αναρωτιέμαι τι θα τους συμβεί στο μέλλον, τι ποινές θα τους φορτώσουν, πόσα νιάτα θα ξοδέψουν στα σωφρονιστικά ιδρύματα, τι θα απογίνουν είκοσι χρόνια αργότερα στα σαράντα τους, αν, πότε και γιατί θα μετανιώσουν. Αναρωτιέμαι αν αξίζει αυτή η δαπάνη. Από την άλλη, αναρωτιέμαι ότι εφ’ όσον απορρίπτουμε την ένοπλη πάλη ως μορφή αγώνα, εφόσον κηρύσσεται είτε παράνομη, είτε αναποτελεσματική κάθε απεργιακή κινητοποίηση, εφόσον κάθε μαζική διαδήλωση ενάντια στα μνημονιακά μέτρα καταλήγει σε μια φλεγόμενη πόλη, τι άλλο έχει απομείνει ως γραμμή αμύνης;

Νοιώθω ότι ζούμε μια πραγματικότητα χωρίς επιλογές, ότι υποτασσόμαστε σε ένα πρέπει που δεν μας πρέπει, που είναι άδικο, που δεν το ορίζουμε, που μας αναγκάζει να βαθύνουμε και να πληθύνουμε τις διαφορές μας, που οριοθετεί νέες συμπεριφορές, ίσως και νέες τάξεις, ανάμεσα σε νεόπλουτους - νεόπτωχους, εργαζόμενους - ανέργους, απασχολούμενους στον πολύπαθο ιδιωτικό τομέα και στο ακλόνητα, προβληματικό Δημόσιο.

Νοιώθω ότι ότι το μείγμα είναι εκρηκτικό και δεν βλέπω πως θα μπορούσε να ανακουφισθεί, διότι νοιώθω απέναντί μου μια Πολιτεία κουφή, άσπλαχνη και παράλογη.