Ταξίδια μέσα στο ταξίδι – Κυριακή 23 Μαρτίου 2014. Print

Εγκατέλειψα την Αθήνα στο μέσον εκείνου του δωδεκαημέρου που γεμίζει ο κόσμος γύρη. Ήταν πιο πράσινη από την τελευταία ομιλία του Ανδρέα πριν την τις εκλογές του Οκτωβρίου του ’81. Όσοι έχουν προβλήματα αλλεργίας υπέφεραν, όπως και τότε, άλλο αν στο φινάλε αποδείχτηκε ψευδής ο συναγερμός, καθότι ο ηγέτης μας, μας τα γύρισε.

Στο σήμερα όμως, η άνοιξη ήταν κυριολεκτικά ante portas με τη θερμοκρασία τα μεσημέρια να ξεπερνά με άνεση τους είκοσι βαθμούς. Στο δε κλεινόν άστυ, πάνω στο δίτροχο περίσσευε ακόμα και το φούτερ, παρά το γεγονός ότι στα προάστια το βράδυ είχε αρκετή δροσιά έως κρύο.


Πάλι σε Α321 της Αegean, πάλι με κυβερνήτη τον Ζωγλοπίτη και εγώ πάλι να ρίχνω ματιές στην International New York Times. Όλο το οπισθόφυλλο, ρεκλάμα της Haute Joaillerie Van Cleef & Arpels και της ανοιξιάτικης συλλογής της, με την εικόνα από ένα ενδιαφέρον τω όντι κόσμημα από διαμάντια και κίτρινα ζαφείρια (το δεύτερο πιο σκληρό ορυκτό, μετά το διαμάντι, κατά πως μας τα λένε οι εγκυκλοπαίδειες).

Ρεκλάμας συνέχεια και στην 1η σελίδα, όπου το ¼ του χώρου καταλαμβάνει ο οίκος Dior. Στην 3η πάλι ¼ με Dolce & Cabbana, στην 7η ένας άγνωστος, εις εμέ, οίκος ραπτικής με κατάστημα στο 35 της avenue George V στο Παρίσι αλλά και στις Κάννες, που το όνομά του χανόταν στο γκρίζο της εικόνας. Δεν ξέρω για τα ρούχα, αλλά ο γραφίστας τους, λαμβάνει χαμηλή βαθμολογία. Τέλος στις σελίδες 10 & 11 μια πανοραμική της Breitling, όπου έχει αναμείξει την Bentley και τον πρώην ποδοσφαιριστή Beckham ο οποίος επιχειρεί να παίξει το ρόλο του κομψού σκληρού.

Για τον οποίο Beckham, το καλύτερο έχει πεί ο George Best: «Δεν κλωτσάει με το αριστερό, δεν είναι καλός στις κεφαλιές, δεν κάνει τάκλιν και δεν σκοράρει συχνά. Πέρα από αυτά είναι εντάξει».

Ο George Best, υπήρξε η επιτομή του «κι’ αν κάνω άτακτη ζωή, δεν θα σε βάλω για κριτή» που τραγούδησε αργότερα η Ρίτα Σακελαρίου για παρόμοιες και αλλότριες περίπτωσεις. Ο Best δεν γέμισε το κορμί του τατού, κατασπατάλησε ταλέντο και ζωή όπως εκείνος ήθελε, αλλά το διεθνές αεροδρόμιο της γενέτειράς του, Belfast, φέρει από το 2006, ένα χρόνο μετά το θάνατό του, το όνομά του.


Αρκετά συγγενή ζωή μα και θάνατο είχε και ένας άλλος Ιρλανδός, ο Rory Ghallaher, που αν και πολύ πιο συνεσταλμένος από τον Best, δεν έφτασε ούτε στα 59 χρόνια του ποδοσφαιριστή. Εγκατέλειψε τον μάταιο κόσμο μας στα 47 του το 1995. Είχει και αυτός ένα πληθωρικό ταλέντο όχι στο ποδόσφαιρο αλλά στην τέχνη. Κορυφαίος λευκός κιθαρίστας της μπλουζ ροκ. Είχε κάνει και αυτός μεταμόσχευση σηκωτιού.

Είχαν και οι δύο επαληθεύσει τουλάχιστον τα δύο τρίτα των τριών F των Ιρλανδών: «Fighting, Fucking & fucking Drinking». Όπως και να έχει, το μπρούτζινο αντίγραφο της Stratocaster του, θα βρίσκεται για πάντα στη γωνιά που φέρει το όνομά του, στο Temple Bar του Δουβλίνου. Εμείς στην Ελλάδα, πέρα από τη μουσική του θα τον θυμόμαστε για τη δήλωσή του μετά την συναυλία που έδωσε στο γήπεδο της Α.Ε.Κ. τον Σεπτέμβρη του 1981 και τα φοβερά επεισόδια που δημιουργήθηκαν: «Η συναυλία από μόνη της ήταν καταπληκτική. Αλλά ήταν επικίνδυνη. Απλά δεν ήθελα να πεθάνω σ ένα γήπεδο ποδοσφαίρου στην Ελλάδα, χωρίς να ξέρω καν τι συνέβαινε..."

Η αλήθεια είναι ότι ο συγκεκριμένος χώρος έχει γεννήσει διαφορετικότητα. Να θυμίσω μόνον το σύνθημα που δονούσε τους ουρανούς της νέας Φιλαδέλφειας, στο πρώτο ευρωπαϊκό παιχνίδι του Δικέφαλου μετά το nine eleven: «Οσάμα – Οσάμα γάμα τους τη Μάνα».

Αυτά σκέφτηκα επαγωγικά με τις ρεκλάμες του εκλεκτού τμήματος του δυτικού κόσμου που έβλεπα και δεν μπορώ να κρύψω ότι μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη όλης αυτής της δυτικής ματαιοδοξίας. Δεν κατηγορώ όμως το έντυπο, καθώς αντικρίζω μια πλειάδα πολύ κατατοπιστικών άρθρων, όπως για τον μακαρθισμό που επέρχεται στη γείτονα Τουρκία, για την κατάσταση στην Κριμαία και βέβαια την ειδησεογραφία για την εξαφάνιση του αεροσκάφους των Μαλαισιανών γραμμών.

Μου ξανάρχονται οι σκέψεις περί δυτικής ματαιοδοξίας καθώς καταπίνω με ταχύτητα και ενδιαφέρον, κάθε σελίδα του «Ανίερη συμμαχία», του βιβλίου του Τάκη Μίχα (2003), που δανείστηκα από τον φίλτατο συνάδελφο Δ.Ι. Ο δημοσιόγραφος αναφέρεται στην περίεργη σχέση συμπαράστασης της Ελλάδας στη σερβική υπόθεση και την υποστήριξη στους ηγέτες της, κόντρα σε όλο το δυτικό κόσμο τις Η.Π.Α. και την Ε.Ε. Σχεδόν εμμονικό στο περιεχόμενο, καθώς ο συγγραφέας, υπερασπίζεται με θέρμη την Δυτική πολιτική και κατακεραυνώνει συνεχώς την Ελληνική, σε όλο μάλιστα το πολιτικό της φάσμα, αλλά για αυτό αναλυτικότερο στο εγγύς μέλλον.


Το βιβλίο κλείνει όταν οι τροχοί του Α320 ακούμπησαν στον αεροδιάδρομο του Μονάχου. Μια επίσκεψη στο μουσείο της Audi στο Ingolstadt, θα έκλεινε ευχάριστα το πρόγραμμα της πρώτης ημέρας. Διανυκτέρευση στο ξενοδοχείο του αεροδρομίου του Μονάχου (Kempinski), όπου το πρωί είχε ξεκινήσει η μέρα με βαρύ, γκρίζο ουρανό, μια μεγάλη αντίθεση με τον αθηναϊκό καιρό, αλλά η επόμενη μέρα ξημέρωσε με λαμπρή ηλιοφάνεια και συμπαθητικές θερμοκρασίες. Στο αίθριο του αεροδρομίου δεσπόζει μια γιγαντιαία αφίσσα της Audi και ένα αυτοκίνητο ψηλά, σε ράμπα μεγάλης κλίσης. Κι’ όλα αυτά στην έδρα της BMW!

Το Bombardier της Σλοβένικης Adria που μας ανέβασε στη Σουηδία μπορεί να ήταν λίγο στενάχωρο σε διαστάσεις, αλλά μας σερβίρησαν το νοστιμότερο κοτόπουλο που έχω καταναλώσει εν πτήσει, ενώ στα δρομολόγια της, καθώς διάβασα στα ενημερωτικά φυλλάδια, σαρώνει τα Ελληνικά νησία τόσο του Αιγαίου όσο και του Ιονίου.

Μετά από 2 ώρες και 22 λεπτά ακούμπησε μαλακά και τροχοδρομούσε επιβραδύνοντας στο αεροδρόμιο του Ostersund, όπου το μόνο πράγμα που χάλαγε την ομοιογένεια του λευκού των ατελειώτων εκτάσεων ήταν η μαύρη άσφαλτος του αεριδιάδρομου, που τα εκχιονιοστικά φρόντιζαν να κρατούν καθαρή.


Κάποιο δελτίο πρόγνωσης είχε κάνει λόγο για διψήφιο αριθμό κάτω από το μηδεν. Τελικά είχε μόλις μείον τέσσερις, αλλά μαζί με την μειωμένη ορατότητα και τον άνεμο που φυσούσε στο αεροδρόμιο η αίσθηση του ψύχους ήταν αρκετή.

Δέκα χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία μου επίσκεψη στη βόρεια αυτή χώρα, Φεβρουάριος του 2004 ήταν τότε και η αιτία βρισκόταν σε μια τελετή αποχώρησης με αρκετό συναίσθημα. (περισσότερα εδώ: Ιστορίες Ζωής )

Καθώς όμως πέρναγε η ώρα, ο καιρός μαλάκωνε, ο αέρας έπεφτε, η θερμοκρασία ανέβαινε, έτσι ώστε την επόμενη μέρα η υψηλή θερμοκρασία (+5!), σχεδόν να μας χαλάσει τις δραστηριότητες. Ο ύπνος λίγος αλλά ευχάριστος εκεί ψηλά στο «λόφο του χαλκού» ένα χωριό παραδεισένιο για σκιέρ, αφοί οι άγκυρες περνούν έξω από τις αυλόπορτές τους. Είχε προηγηθεί ένα όμορφο δείπνο με συμπαθείς Γερμανούς, ναι υπάρχουν και αυτοί, η μία μάλιστα ήταν έτι συμπαθέστερη καθότι και δεσποινίς και καλλίπυγος και χαριτωμένη.

Μοναδική ένσταση στο ογκώδες αλλα τελικά συμπαθές ξυλόκτιστο και υποθέτω ακριβό ξενοδοχείο, τα τεράστια τζάκια που δεν έκαιγαν ξύλα αλλά είχαν μια φλόγα ντεκόρ από παροχές κάποιου αερίου. Πολύ φτηνό, ειδικά εκεί που το ξύλο περισσεύει. Κάποια στιγμή στο μέλλον, γιατί δηλαδή να μην τα υποκαταστήσουν με ψηφιακές οθόνες; Οι οποίες επιπροσθέτως μπορεί και να εκλύουν θερμότητα. Όμορφος κόσμος, πλαστικός, εικονικά πλασμένος!

Για να μην μακρηγορούμε με τα υπόλοιπα, που είναι περισσότερο επαγγελματικά και λιγότερο συγκινητικά, η ατραξιόν της μέρας, ήταν μια βόλτα με τον Stig Blomqvist στα κουμμάντα ενός Audi Quattro sport, εκείνου του συγκεκριμένου που πριν 30 Γενάρηδες είχε τερματίσει δεύτερο, πίσω από το Τ16 του Ari Vatanen στην πρεμιέρα της σεζόν, στο 53ο rallye de Monte Carlo.

Υπερβολικοί ως συνήθως οι Γερμανοί με τα μέτρα ασφαλείας. Αφλεκτη φόρμα, κράνος, HANS, και ναμαι δεμένος δίπλα στον παγκόσμιο πρωταθλητή του ’84. Μάλλον βαριόταν θανάσιμα, υπέφερε κι από ένα κρυολόγημα δεν ήταν ακριβώς ο χαρισματικά επικοινωνιακός τύπος, για να το εκφράσω διακριτικά. Τέλος πάντων δεν ήταν αυτό το ζητούμενο. Το ζητούμενο ήταν η αίσθηση του αυτοκίνητου καθώς το χειριζόταν ένας από τους τρεις ανθρωπους στον πλανήτη που μπόρεσαν να το εξαντλήσουν. Φτάσαμε λοιπόν στο κλειστό χωμάτινο σκεπασμένο με χιόνι κομμάτι και αμολήθηκε.


Ανοιξαν τότε οι πύλες της αποκάλυψης με πέντε κυλίνδρους, 20 βαλβίδες, 400τόσα άλογα αν και σίγουρα κάποια θα είχαν κουραστεί μετά από τόσα χρόνια και 2.142 κ.εκ. Άκουγα τα φίδια που φώλιαζαν μέσα στη τουρμπίνα και μόλις πήρε φόρα το τέρας, στένεψε και άλλο, ο ήδη στενός δρόμος. Πήδαγε από χάσιμο σε χάσιμο με χάρη και συμμετρία, προσγειωνόταν ομαλά, έδειχνε μαλακότερο από ότι έχουμε συνηθίσει τα rally cars, δυσκολευόταν στα κλειστά και ο οδηγός το χειριζόταν με την αριστερή πατούσα του να χαϊδεύει με τέχνη, συνέχεια το μεσαίο πετάλ. Εκ των ων ουκ άνευ, αν θες να οδηγήσεις τέτοιες κατασκευές στο όριο, όπως αναγκάστηκε να παραδεχτεί και ο Rohrl ο οποίος έμαθε το left foot braking όταν πήγε στην Audi, αφού ήδη οδηγούσε 20 χρόνια, αφού ήταν ήδη παγκόσμιος πρωταθλητής…

Ιδού και το link με το σχετικό video από το caranddriver.gr ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ


Τέλος πάντων η μικρή αυτή και σεμνή τελετή, σύντομα έλαβε τέλος και έκανε την προηγούμενη από αυτή, ευχάριστη εμπειρία, την οδήγηση ενός σύγχρονου S1 στην παγωμένη επιφάνεια μιας λίμνης να μοιάζει πολύ πτωχή…

Το απόγευμα προχωρούσε, μαζέψαμε τα μπαγκάζια μας και πήραμε το δρόμο του γυρισμού με πρώτη στάση τον συμπαθητικό μικρόν αερολιμάνα του Ostersund.

Το ίδιο αεροσκάφος της Adria, το ίδιο πλήρωμα, το ίδιο, γεμάτο με μια ακόμα ευχάριστη έκπληξη, το νοστιμότερο club sandwich που έχει σερβιριστεί εν πτήσει. Το ίδιο στριμωγμένα οι σχεδόν τρείς ώρες της επιστροφής μέχρι το Μόναχο και από εκεί με ένα Α321 της Luft στην Αθήνα λίγο μετά τις 11 το βράδυ. Η προσμονή της εστίας, απομακρύνει λίγο την ανάμνηση της καλής, τριμελούς παρέας του τριημέρου.


Σαββάτο η επόμενη μέρα. Ανοιξιάτικη. Η βροχή της γύρης έχει μειωθεί και δεν αντιστάθηκα στην πρόκληση μιας μικρής δίτροχης βόλτας. Λίγο από το αναγεννημένο πευκόδασος, λίγο από την ανθοφορία της εποχής, λίγο από τη μπουνάτσα του Σαρωνικού και τελικά αρκετή, δόση από τον τόπο μου.

Μέγας ο ρόλος της ρίζας. Πελώριος. Κι εγώ δέσμιός της…