Απ' τη Φωκίδα (10.02.2013) Print

Πριν λίγες δεκαετίες, ο νομός Φωκίδας και ειδικά η επαρχία Δωρίδος, είχε καταγραφεί ως ένας από τους πτωχότερους και πλέον αραιοκατοικημένους, Έριζε για αυτή τη θέση με τον νομό Ευρυτανίας. Αν υποτεθεί ότι, στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τότε έως σήμερα, στην Ευρυτανική γη έγιναν κάποια βήματα τουριστικής αξιοποίησης ίσως τα νούμερα της στατιστικής αποδώσουν τους παραπάνω τίτλους στη Φωκίδα. Γη σκληρή, βουνίσια στο μεγαλύτερο τμήμα της, όχι ιδιαίτερα κατάλληλη για καλλιέργεια αν και μέχρι τη δεκαετία του '70, τα πρανή γύρω από την κοίτη του Μόρνου κάλυπταν αρκετές ανάγκες του τόπου από οπωροκηπευτικά, όσπρια ακόμα και στάρια. Γη πέτρινη, καμμένη, από τον Κατοχικό εισβολέα, με χωριά πυρπολημένα, με κόσμο φτωχό και ταλαιπωρημένο. Πάω τόσο πίσω γιατί δεν μπορείς να εκτιμήσεις τίποτα από τούτο το χώρο, αν δεν συμπεριλάβεις εκείνο το κομμάτι της Ιστορίας.

Συνάντησα παλιούς γνωστούς, απόμακρους συγγενείς, ποιμένες και γερόντισσες που έχουν ριζώσει εκεί. Κάποτε είχα θεωρήσει σαν δείγμα προόδου ότι οι μεσήλικες φρόντιζαν τους γηραιούς γονείς τους. Σαν σημάδι, ότι η πολιτεία πήγαινε μπροστά, καθώς η επόμενη γενιά είχε τους τρόπους να “γηροκομεί” τους πρεσβύτερους. Έτσι λοιπόν, καθώς άκουγα τον εβδομηντάρη ποιμένα να μου διηγείται, χαμογελαστά, με τι τρόπο συνδράμει τους δύο από τρεις άνεργους γιους του, ένοιωσα για μια ακόμα φορά τη βία της λεηλασίας αυτού του τόπου. Και δεν μπορώ να φανταστώ σε τι “πάρτυ” είχε συμμετοχή η συγκεκριμένη οικογένεια, τι δάνεια έλαβαν, πόσο παραπάνω από τα εισοδήματά τους ζούσαν. Δεν μπορώ να φαντασθώ το έγκλημά τους, όπως δεν μπορώ να καταλάβω την τιμωρία τους.

Όπως επίσης δεν είχα τίποτα να απαντήσω στην ερώτηση της μακρινής θειάς: "τι γίνεται, τι κάνετε εκεί κάτω;" εννοώντας την Αθήνα. 'Οχι ότι περίμενε απάντηση.

Κοίταξε τον ουρανό, καθώς έκλεινε ο καιρός, βγήκε έξω αγκομαχώντας να ταίσει το γαιδαράκο της, ο οποίος μόλις την είδε έκανε σαν μικρό παιδί. Να προλάβει τη βροχή και το σκοτάδι, να βολευτεί στη φτωχική της κάμαρη, να βάλει φωτιά, να φτιάξει κάτι να φάει.

Κι όλα αυτά, μόνη, στα 76 της. Κάθε μέρα μάχη. Την αγκάλισα, την ασπάστηκα. Στο επανειδείν.

 

 

 

 

 


Ο καιρός έκλεινε κι' άλλο. Εγκαταλείποντας το Λιδωρίκι, η βροχή ξεκίνησε συνοδευόμενη από αστραπές, όπως τότε που βροντούσε ο  Όλυμπος κι άστραφτε η Γκιώνα.

Λίγο αργότερα, μια καταρρακτώδης βροχή προσπαθούσε επί ματαίω να ξεπλύνει τους σχετικά πρόσφατα ασφαλτοστρωμένους δρόμους από τις περπατισιές των γελαδιών που έχουν τόσο πληθύνει. Παραδίπλα οι κτηνοτρόφοι, αγέρωχοι μέσα στην κοσμοχαλασιά διακονούσαν τα κοπάδια τους.

Λίγο ψηλότερα, τα οροπέδια του ελατόδασους πάνω από τις Καρρούτες, στην καρδιά της Γκιώνας, κρατούσαν ακόμα κάποιο φως κυρίως από το λευκό του χιονιού που παρέμενε πεισματικά σε όλα τα ανήλια κομμάτια. Όταν σκοτείνιασε τελείως, είχα περάσει από τη Δωρίδα στην Παρνασσίδα. Ξεχώριζε η ανταύγεια από τα φώτα του κάμπου. Η καταιγίδα ξεσπούσε με μανία πάνω στον καλοδιατηρημένο χωματόδρομο που οδηγούσε στα πεδινά, στα λιόδενδρα.

Στις ανηφόρες λίγο μετά το Χρυσό, η ορατότητα είχε μειωθεί σε λίγα μόλις μέτρα με το νερό να πέφτει καταρρακτωδώς, αλλά στους Δελφούς ήταν ένας άλλος, πιο ήρεμος κόσμος. Αφήνοντας την Φωκίδα πίσω, στη Βοιωτία και ακόμα πιο ψηλά στην Αράχωβα, η βροχή είχε σταματήσει και οι ανταύγειες από του στολισμούς, σημάδευαν τις βρεγμένες επιφάνειες των δρόμων.

Άλλος κόσμος, ούτως ή άλλως.