Δίτροχοι στο Γράμμο (14.10.2012) Print

Tέταρτη και τελευταία μέρα, της περιοδείας. Ένας μέτριος ανατολικός άνεμος στέγνωνε τον ιδρώτα στα μέτωπα μας, στην κορφή του υψώματος Ταμπούρι. Από μια χούφτα κάλυκες που είχαμε βρει στη γη, μια τοποθετήσαμε πάνω στο τριγωνομετρικό σημείο. Την κοιτάζαμε μέχρι που κάποιος είπε: “Ας ελπίσουμε ότι ήταν τυχερή. Ότι η βολίδα της αστόχησε.”

Ήταν διαμετρήματος των 7,62. Προφανώς είχε φύγει από την κάννη ενός Μ1, κάποιου από τα 6,5 εκατομμύρια Μ1 που άρπαξαν ζωές σε τόσα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Ενός από τα χιλιάδες Μ1, που κλότσησαν τους ώμους των οπλιτών του Εθνικού στρατού πριν από 63 χρόνια σε εκείνο το σημείο. Έχει πολλά να πει εκείνη η γωνιά της Ελλάδας, ακόμα και σε εκείνους που επιμένουν να παρακούν.


Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή

Αξημέρωτα ακόμα, ο Μιχάλης οδηγούσε το αυτόματο Touscon του (τι επιλογή!). Στην πίσω αριστερή θέση, ξεχώριζε ανάμεσα από εξοπλισμούς και αποσκευές το κεφάλι του Πάνου, στο κάθισμα του συνοδηγού ξεδιάλυνα “ψηλά” για τα διόδια και στην ουρά γύριζε τις ρόδες του το τρέυλορ (έτσι δεν το αποκαλούσαν στο στράτευμα; ) με τρία κοσμήματα καλά ασφαλισμένα πάνω του. Μια Yamaha WR 450 F, ένα Suzuki RM-Z 450 και ένα Kawasaki KΧ 250

Ξοδεύοντας έξι περίπου ώρες μέχρι να φθάσουμε στη Δροσοπηγή Ιωαννίνων, μέσω Λαμίας, Δομοκού, κάμπου, Καλαμπάκας, Γρεβενών και άλλες τρεις για να εφοδιαστούμε με καύσιμα, προμήθειες, να τσιμπήσουμε κάτι ελαφρύ και να ξαπλώσουμε για κάτι λιγότερο από μια ώρα, το ρολόι έδειχνε ήδη τρεις και κάτι. Μέχρι τις τέσσερις να ντυθούμε, να αρματωθούμε και αυτό το θορυβώδες, δίτροχο κομβόι ανέβαινε το δασικό δρόμο που οδηγούσε στο ύψωμα του προφήτη Ηλία. Όχι και ο καλύτερος δρόμος, με πέτρες αιχμηρές, με χαντάκια από την ανοιξιάτικη λάσπη.

Στάση στο μνημείο μάχης του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Οι μορφές του συνταγματάρχη Δαβάκη και του υπολοχαγού Διάκου δεσπόζουν ασημένιες πάνω στο ύψωμα γύρω από μνημείο και όλες τις εγκαταστάσεις του, που δεν φημίζονται για την αισθητική τους αλλά το μήνυμα το περνούν. Το σκηνικό συμπληρώνουν οι κεραίες της κινητής τηλεφωνίας και ο βόμβος από τις πετρελαιοκίνητες γεννήτριες τους δεν βοηθά στο ταξίδι της μνήμης.

Όπως και να έχει, εδώ στο τέλος του Οκτώβρη του '40, έπεσαν κορμιά, έρευσε αίμα, και όπως πάλι αναρωτήθηκε κάποιος από εμάς ποίος ξέρει πάνω στον αχό της μάχης, πόσες ύβρεις αλλά και πόσα “Παναγία μου” ή “Μama mia ψιθυρίστηκαν επικλητικά .

Και ποιος θα μπορούσε τότε να φανταστεί ότι μόλις οκτώ χρόνια αργότερα στην ίδια περιοχή η μάχη θα ήταν πιο σφοδρή, πιο αιματηρή και ανάμεσα σε πολεμιστές που μιλούσαν την ίδια γλώσσα, είχαν την ίδια θρησκεία, κατοικούσαν στον ίδιο τόπο. Που ήταν αδέρφια!

Η μέρα θα κλείσει με πέρασμα από τη παρακείμενη Φούρκα, με μια βουτιά στα δροσερά νερά του Σαραντάπορου και επιστροφή, νύχτα πια, στη Δροσοπηγή, μόλις που ξεχώριζε ο δρόμος καθώς τα καθαρόαιμα δεν διέθεταν φωτιστικά στοιχεία.


Από νωρίς το πρωί,

περνούσαν οι ντόπιοι από την αυλή του Μιχάλη στο χωριό. Λίγες στιγμές νωρίτερα παρατηρούσα ένα κορνιζαρισμένο δίπλωμα στους τοίχους του σπιτιού. Υπογεγραμμένο από τον Lee A. Iacocca ήταν ένας τίτλος τιμής στον παππού του Μιχάλη, το Νικόλα ο οποίος ήταν ένας από τους χιλιάδες πιονέρους, που στριμώχνονταν στη νήσο Έλις και αφού εξετάστηκαν αν είναι υγιείς εργάστηκαν, επέζησαν και δημιούργησαν το αμερικάνικο όνειρο. Ξεκίνησε στα 20του χρόνια το 1910 από την, υπό Τουρκική ακόμα κατοχή, Δροσοπηγή, τότε και ως το 1955 γνωστή ως Κάντσικο, ακολουθώντας ίδια πορεία με συντοπίτες του που έψαχναν απεγνωσμένα για ένα καλύτερο αύριο. Κάντσικο, Πειραιάς, Νάπολη, Ν. Υόρκη.

Η επόμενη γενιά βίωσε μια ακόμα μεγαλύτερη βιαιότητα από το ξερίζωμα. Ήταν τα χρόνια του πολέμου, της κατοχής και του εμφύλιου που σημάδεψαν ανεξίτηλα τον τόπο. Πιάσαμε την κουβέντα και άκουγα τις ιστορίες των γερόντων, για εκείνες τις σκοτεινές εποχές. Αφηγήσεις ζωντανές, παραστατικές χωρίς πάθος αλλά με μια πίκρα ατέλειωτη, για τα φονικά και το έρεβος του μίσους. Γερόντισσες που κουβαλούσαν πολεμοφόδια, σε πορείες μαρτυρικές, οικογένειες που τις χώρισαν οι φλόγες του πολέμου, κορμιά διαμελισμένα, κοινωνίες κατεστραμμένες.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, βαρύ ξεκίνησε το πρωινό. Ήταν αναμενόμενο, αφού όταν ξεκινάς τέτοια θέματα εκεί πάνω, έτσι συμβαίνει. Υπήρχε αντίδοτο όμως. Οι χωματόδρομοι και τα μονοπάτια του δάσους, οι κορφές στην αλπική ζώνη, το μοσχοβόλημα από τα κωνοφόρα, ο λεπτός αέρας, τα ήρεμα λιβάδια, εκεί στις βόρειες εσχατιές της Ελλάδας έχουν μια διαφορετική γοητεία.


Χρυσή, Πευκόφυτο, Γράμουστα, λίμνη Μουτσαλιά, Αετομηλίτσα, Μούκα Πέτρα, Πάνω και κάτω Αρένες. Τα μνημεία των μεν, τα μνημεία των δε. Χωριά, κορφές, τόποι, λίμνες με άλλη βαρύτητα, με άλλη προσέγγιση. Κάθε μέρα κάποια 130 χιλιόμετρα, τα περισσότερα και τα ομορφότερα από αυτά χωμάτινα μας πήγαιναν μέσα στα δάση της μαύρης πεύκης, των ελάτων, σε χώματα απόμακρα διαφορετικά.


Και κάθε βράδυ το ίδιο φινάλε μια βουτιά στις «κολυμπήθρες» του Σαραντάπορου, να φύγει η σκόνη, να δροσίσει το δέρμα, να ανακουφίσει το κουρασμένο κορμί, έως να ανατείλει η σελήνη, να στείλει το ήλιο να κρυφτεί στη δύση και να διαλέγουμε δρόμο μέσα στο σκοτάδι ως τη Δροσοπηγή.

Στη Δροσοπηγή, όπου χαρήκαμε σε μια αίθουσα κόσμημα μια φωτογραφική έκθεση με εικόνες του χωριού από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όπου αντικρίσαμε την Πανσέληνο, όπου γυρέψαμε όλα όσα δεν υπάρχουν στις πόλεις.


 

 

 

 

Υποτίθεται

ότι είχαμε προγραμματίσει να αναχωρήσουμε στις 15.00 ώστε να βρισκόμαστε μια “λογική” ώρα σπίτια μας, ειδικά αν ληφθεί υπ' όψιν ότι επιβαίναμε σε ένα όχημα φορτωμένο στα όρια του απόβαρού του, που επιπροσθέτως ρυμουλκούσε κάτι παραπάνω από 400 κιλά και εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να κινηθεί γρήγορα.

Μετά βίας αναχωρήσαμε στις 18.00 αφού δεν μπορέσαμε να αντισταθούμε σε μια απονενοημένη επιχείρηση περάσματος ενός μονοπατιού που ήθελε πολύ χρόνο και ιδρώτα. Δικαίως μας έστειλε το ελαφρώς ταπεινωτικό μήνυμα ο ξάδελφος Θανάσης πως: “Κι αν περάσετε το μονοπάτι σφυρίξτε μου κλέφτικα”

Ξαναβρεθήκαμε όμως και πάλι στο Ταμπούρι, περάσαμε κάτω από τις οξιές, γλιστρήσαμε πάνω στις πέτρες, σπινάραμε πάνω στις ρίζες που ξεστράτισαν από τη γη και επικαλεστήκαμε με τρόπο άκομψο τους ταγούς της μοτοκίνησης όταν τα μοτέρ έσβησαν στο δύσκολο στήθωμα. Κι όταν ξαναστέγνωσε το μέτωπο, εκεί στα 2.000 μέτρα πήραμε σιγά σιγά το δρόμο του γυρισμού.

Ανάμικτα τα συναισθήματα στη διαδρομή της επιστροφής. Άλλοι χαίρονταν για όσα ζήσαμε, άλλοι λυπούνταν που αφήναμε πίσω μας εκείνη τη γοητεία και θα στριμωνόμασταν πάλι σε υποχρεώσεις, στο καυσαέριο και στην ασφυξία της πόλης και άλλοι κραύγαζαν (ωωωωώααα) και σφύριζαν (δήθεν κλέφτικα) σαν να ήθελαν να κρύψουν καλά τα βαθύτερα συναισθήματά τους.

Είχε νυχτώσει για τα καλά στον Θεσσαλικό κάμπο όταν τον διασχίζαμε. Σαββατόβραδο. Το πρώτο του Σεπτέμβρη. Συναντήσαμε πέντε - έξι «μαγαζιά». Περισσότερα από διακόσια οχήματα σταθμευμένα απ’ έξω από το καθένα και ο κόσμος συνέχιζε να προσέρχεται. Καμιά διάθεση κριτικής. Η διαπίστωση μόνο για το πόσο περίεργος τόπος είναι τούτη η χώρα. Στα όρια του ακατανόητου.