Τραγούδια στον κινηματογράφο - (Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021) Print

Από τότε που ο κινηματογράφος ήταν βωβός, υπήρχαν στις αίθουσες προβολής, ορχήστρες που συνόδευαν με νότες τις εικόνες. Από τη στιγμή που η τεχνολογία έδωσε ήχο στο πανί, η μουσική έγινε πρωταγωνιστής και στην 7η Τέχνη. Κι έτσι μαζί με τις εμπνεύσεις των σκηνοθετών, των ηθοποιών, όλων των συντελεστών, υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις όπου η μουσική κυριολεκτικά απογείωσε συγκεκριμένες σκηνές του παγκόσμιου κινηματογράφου.


Ταίριαξε τόσο πολύ, σαν ο καλύτερος ράφτης να έφτιαξε ένα ρούχο ακριβώς και μόνο για σένα ώστε να το φορέσεις με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο για τον πιο κατάλληλο σκοπό. Ακολουθεί ένα πολύ μικρό δείγμα, μια δεκάδα από τραγούδια που σε αντίστοιχες ταινίες, έστω και για λεπτά έδωσαν μια τεράστια δυναμική στις σκηνές που ακούστηκαν. Η σειρά που παρατίθενται ακολουθεί την χρονική εμφάνιση των τραγουδιών.

 

Τον Απρίλιο του 1960, κυκλοφορεί το Wonderful World του θεωρούμενου και βασιλιά της Soul, Sam Cooke. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, ο Peter Weir το χρησιμοποιεί στην ταινία του Witness.

Σε εκείνη στην καταπληκτική σκηνή όπου δύο πρόσωπα χωρίς κανένα κοινό πολιτισμικό  στοιχείο,  ο σκληροτράχηλος  ντετέκτιβ John Book (Harisson Ford) και η γοητευτική Rachel Lapp (Κelly McGillis), μέλος της κοινότητας των Amish της Πενσιλβανία, το χορεύουν νύχτα στον αχυρώνα υπό το φως λάμπας πετρελαίου.

Ο χορός μπορεί να διακόπτεται από την απρόσμενη παρουσία του πατέρα της Rachel και τα αυστηρά ήθη των Amish, αλλά το τραγούδι είχε ήδη δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο κλίμα, γύρω από το εγκαταλελειμμένο γαλάζιο Variant.

Το 2004, εκείνη η ερμηνεία του Sam Cooke τοποθετήθηκε 373η, στη λίστα με τα 500 μεγαλύτερα τραγούδια όλων των εποχών, κατά το περιοδικού Rolling Stone.

Σαράντα χρόνια νωρίτερα, ο ερμηνευτής είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια στα 33 του, το Δεκέμβριο του 1964, πυροβολημένος στην καρδιά σε μοτέλ του Los Angeles, στη διάρκεια ενός πολύ περίεργου περιστατικού το οποίο δεν διαλευκάνθηκε.

 

 

 


Μια μερίδα σινεφίλ γοητεύεται με ταινίες που αφηγούνται πραγματικά γεγονότα. Βέβαια, ταινίες είναι και όχι ντοκιμαντέρ, οπότε μικρές ή μεγαλύτερες αλλοιώσεις της πραγματικής ιστορίας είναι αναμενόμενες ώστε να γίνει η αφήγηση πιο ενδιαφέρουσα.

Το 2020,  ο Ιταλός σκηνοθέτης Sidney Sibilia, αναδύει από την δεκαετία του ’60 την απίθανη  ιστορία του L'incredibile storia dell'Isola delle Rose. Είναι εν συντομία, η σχεδίαση και η κατασκευή ενός νησιού λίγο μετά τα έξι μίλια που οριοθετούν τα Ιταλικά χωρικά ύδατα.

Έξω από το Rimini όλα αυτά, αλλά το ιδιαίτερο της υπόθεσης είναι ότι ο τόσο ξεχωριστός μηχανικός Giorgio Rosa που βρίσκεται πίσω από αυτή την πρωτόγνωρη έμπνευση επιχειρεί να ιδρύσει κράτος, να κόψει νόμισμα, να αναγνωρισθεί από τα Ηνωμένα Έθνη. Και εκεί ξεκινούν τα προβλήματα.

Η ψηφιακή τεχνολογία προσφέρει πλέον την ευκαιρία στους δημιουργούς να στήσουν ακατόρθωτα σκηνικά και να αποδώσουν το παρελθόν. Ανάμεσα στα τόσα πολύ όμορφα που προβάλει η ταινία είναι και η πολιτική που, πολύ εύκολα, από ένα είδος Τέχνης μπορεί εύκολα να γίνει τιμωρητική εξουσία.

Στο διαβόητο νησί των Ρόδων, λοιπόν, και ένα μέσω μιας πολύ ευχάριστης ατμόσφαιρας, ακούγεται ανάμεσα σε άλλα, το Louie Louie. Γραμμένο, ερμηνευμένο από το 1964 από τους The Kinks, προσφέρει αυτήν την έξτρα δόση ανεμελιάς που μπορεί, αν σε πετύχει την κατάλληλη στιγμή, να σε απομακρύνει από το οποιοδήποτε επίγειο θέμα, έστω και για τρία λεπτά μόνο.

 


To 1967 οι Doors κυκλοφορούν το ενδέκατο και τελευταίο LP τους με τίτλο The Doors. Επίσης ενδέκατο και τελευταίο κομμάτι του, είναι το The end, που σοκάρει την συντηρητική πλευρά της Αμερικάνικης κοινωνίας με αυτά που λέει και αυτά που εννοεί.

Το κομμάτι ψηφίστηκε στην 336η θέση στην λίστα με τα 500 καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών του περιοδικού Rolling Stone, ενώ το σόλο της κιθάρας  του Robby Krieger, κατατάχθηκε στη 93η θέση της λίστας με τα 100 καλύτερα σόλο κιθάρας όλων των εποχών του περιοδικού Guitar World.

Δώδεκα χρόνια αργότερα ο F.F. Coppola το αξιοποιεί στην πρώτη σκηνή του αντιμιλιταριστικού  έπους Αpocalypse now, όπου ο λοχαγός  Benjamin L. Willard, τον υποδύεται ο Martin Sheen, εξουθενωμένος από τους δαίμονες του ακούγεται να μονολογεί ανάμεσα σε άλλα:

«When I was here, I wanted to be there, when I was there all I could think of was getting back into the jungle».

Στο παραλήρημα του πάνω, θα σπάσει έναν καθρέπτη εκτός σεναρίου. Ο σκηνοθέτης θέλησε να σταματήσει τη σκηνή μα ο ηθοποιός επέμεινε να συνεχίσει. Όλα αυτά μαζί με τον υποβλητικό ήχο από τους στροφεία  των Hueys.

Η ταινία μαγνήτιζε κάθε σου κύτταρο από τα πρώτα δευτερόλεπτα.

 

 

 


Τον Μάιο του 1968 ηχογραφείται στην Νέα Υόρκη το Voodo Child σε στίχους και σύνθεση του Jimmy Hendrix. Ένα κομμάτι που ακροβατεί ανάμεσα από το ψυχεδελικό, το blues και το σκληρό ροκ. Αν είχε ξεφύγει από τους δικούς τους δαίμονες, ο αριστερόχειρας θεωρούμενος και ο πλέον βιρτουόζος κιθαρίστας του πλανήτη, θα το άκουγε και στο Black Hawk Down του Ridley Scott.

Γυρισμένο το 2001, χαρτογραφεί μια αληθινή ιστορία που εξελίχτηκε το 1993 στην πρωτεύουσα της Σομαλίας το Μογκαντίσιου που πλήττεται από λοιμό, καθώς οι προμήθειες που στέλνονται κατάσχονται από του τοπικούς πολέμαρχους.

Σε μια προσπάθεια να εκκαθαρίσουν το σκηνικό οι αμερικανικές ειδικές δυνάμεις σχεδιάζουν επιχείρηση σύλληψης των πολεμάρχων. Την ώρα που ο στρατηγός  William Garrison αποχαιρετά τα πληρώματα που έχουν επιβιβαστεί στα Black Hawk, ακούγεται και το Voodoo Child.

Έτσι σαν ενέσιμη δόση θάρρους και αποφασιστικότητας.  Η αποστολή κατέληξε σε φιάσκο για τους Αμερικανούς και σε λουτρό αίματος για τους Σομαλούς. Ήταν και το τέλος της καριέρας του Garisson που πήρε την ευθύνη.

Περιέργως και ο Steve Ray Vaughan, που είχε επίσης ερμηνεύσει το δύσκολο αυτό κομμάτι, έχασε τη ζωή του σε αεροπορικό δυστύχημα με ελικόπτερο.

 

 

 


Μάιο του 1968 κυκλοφορεί και το Think της Aretha Franklin σε 45άρι.

Στα 26 της τότε έχει ήδη χαράξει πορεία για να της απονεμηθεί ο τίτλος της Βασίλισσας της soul. Δώδεκα χρόνια αργότερα ο John Landis γυρίζει το Blues Brothers, που έμελλε να γίνει μια cult ταινία αναφοράς.

Δεν είναι τυχαίο πού το 2020 επιλέχθηκε από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, για διατήρηση στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου, ως  πολιτιστικά, ιστορικά ή αισθητικά σημαντική.

Στο πάνθεο των σημαντικών καλλιτεχνών που ερμηνεύουν τις επιτυχίες τους βρίσκεται και η A. Franklin, που αποδίδει το Think στις πλάτες των πρωταγωνιστών Dan Aykroyd & John Belushi.

Το κάνει με εκείνη τη αλησμόνητη φωνή, με ξεχωριστό μπρίο, με κινηματογραφική άνεση, σε μια μιούζικαλ έκδοση που θυμίζει και λίγο τα gospel τα οποία αποτέλεσαν την καλλιτεχνική της αφετηρία. Περνάει στο θεατή, αυτό ακριβώς που προστάζει το κομμάτι: Σκέψου.

Κάτι που μάλλον δεν έκανε ο Belushi τη νύχτα της 5ης Μαρτίου του 1982.

 

 

 

 


Το 1968 κυκλοφορεί το διπλό άλμπουμ των Cream, Wheels of Fire. Είναι η τρίτη δισκογραφική δουλειά τους.

Πενήντα ένα χρόνια αργότερα, ο Τοdd Phillips γυρίζει το Joker, μια ταινία που δίχως άλλο έκανε αίσθηση. Ίσως το πιο δυνατό και συνάμα το πιο απειλητικό πλάνο της, είναι η στιγμή που το περιπολικό με τον Joker έγκλειστο, μέσα στις λαμαρίνες του, στρίβει από μια αριστερή στροφή και βρίσκεται σε λεωφόρο της πόλης που φλέγεται από ταραχές.

Ταυτόχρονα ακούγεται η φωνή του Pete Brown, τα τύμπανα του Ginger Baker, η κιθάρα του Eric Clapton, το μπάσο του Jack Bruce να ερμηνεύουν το White Room.

To σκοτεινό, καταθλιπτικό αυτό κομμάτι των Cream, περιγράφει με έναν πρωτοφανή μουσικό ρυθμό την απελπισία.

Aυτή είναι και η δομή, η ατμόσφαιρα στην πόλη Gotham. Απελπιστική. Μέσα εκεί ζει και ο Joker. O Arthur.

Ο ήρωας της ταινίας, που υποδύεται με περίσσιο ταλέντο ο Joaquín  Phoenix.

 

 

 

 


Τo καλοκαίρι του 1969, ο Carlos Santana είναι 22 χρονών. Αυτό δεν τον εμποδίζει να παίξει, ανάμεσα σε άλλα, το You got to change your evil ways στο διαβόητο φεστιβάλ του Woodstock.

To 2013 o David Russell, σκηνοθετεί το American Hustle μια μαύρη κωμωδία που ξετυλίγεται σε ένα σκηνικό εγκλημάτων. Εστιάζει στη ροπή, στην μανιώδη επιδίωξη για γρήγορο πλουτισμό βασισμένη σε κομπίνες. Απότοκο των συνθηκών ζωής και ανάπτυξης στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, που μπορεί να έχει ισχυρές και πολλές δικαιολογίες, όπως οι μεγάλες ανισότητες, η έλλειψη ουσιαστικής παιδείας, η απουσία ή και η υπερβολική παρουσία νόμων και ασφαλώς η κυριαρχία της νοοτροπίας του: «όλα ή τίποτα».

Το έχουμε συναντήσει και σε ομοειδείς (σχεδόν) παραγωγές, όπως το Casino, το Blow, ή το American Gangster.

Μεγαλειώδης σκηνή με πρωταγωνιστή το κομμάτι του γεννημένου στο Μεξικό καλλιτέχνη, την ώρα που η Rosalyn (Jennifer Lawrence) κατευθύνεται προς το μπαρ και στα Casino guys με την ατάκα: «they don't scare me» βηματίζοντας με αρκετό κούνημα και με περισσότερη αυτοπεποίθηση, ενώ ακούγεται μέσα από τα κρουστά ο Carlos Santana: You got to change your evil ways.

Δευτερόλεπτα αργότερα η σκοτεινή φιγούρα της Edith (Α. Adams) σέρνει τα σίγμα μουρμουρίζοντας: «she is disaster».

 

 


Το 2020 εν μέσω πανδημίας, επτά χρόνια μετά το Gravity του Μεξικανού Alfonso Cuarón, όπου συμπρωταγωνιστούσε, ο ώριμος George Clooney γυρίζει και πρωταγωνιστεί  το The Midnight Sky.

Ένα δυστοπικό κοντινό μέλλον, που τελικά αποδεικνύεται καταστροφικό για την ανθρωπότητα. Ο δημιουργός  είναι 59 χρονών, έχει χάσει σχεδόν δώδεκα κιλά για τις ανάγκες του ρόλου και εμφανίζεται εμφανώς γερασμένος.  Η παραγωγή στοίχισε 100 εκατομμύρια δολάρια και ανέβηκε στην πλατφόρμα του Netflix.

Σε ένα διαστημικό σκάφος που θα αποδειχθεί κάτι σαν την κιβωτό της ανθρωπότητας, το περιβάλλον  είναι επιστημονικό, οι συμπεριφορές είναι βάσει πρωτοκόλλων και οι πέντε κοσμοναύτες του είναι ήρεμοι, συγκρατημένοι ακόμα και στο χιούμορ τους, αφοσιωμένοι στην αποστολή τους, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις απειλές του απώτερου διαστήματος.

Σε αυτή την ατμόσφαιρα, έρχεται μια στιγμή, έτσι κάπως εκτός πρωτοκόλλου όπου τραγουδούν το Sweet Caroline του Neil Diamond και η διάθεση του θεατή ξεχνά με μιας όλα τα προηγούμενα. Ηχογραφημένο τον Μάιο του 1969, από τον Αμερικανό καλλιτέχνη, αυτό ερωτικό σοφτ ροκ τραγούδι, έγινε μια τεράστια επιτυχία.

Τον Μάρτιο του 2020, στα 79 του και πάσχοντας από πάρκινσον, ο N. Diamond το ερμήνευσε αλλάζοντας ελαφρά τους στίχους σε μια προσπάθεια να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της πανδημίας.

 


Μετά την επταετή στρατιωτική δικτατορία και όλο το ασήκωτο πέπλο κάθε είδους νοσηρότητας που είχε απλώσει πάνω στην Ελλάδα, έρχεται ένα πελώριο κύμα καλλιτεχνικής δημιουργίας που επιχειρεί να καλύψει το αντίστοιχο κενό που είχε δημιουργηθεί.

Έτσι ο Παντελής Βούλγαρης γυρίζει, το 1976, την ταινία Happy Day μια σαφή αναφορά για τον «νέο Παρθενώνα», το Μακρονήσι, αν και πουθενά δεν αναφέρεται το όνομα.

Εκεί λοιπόν μια απρόσμενη συνεργασία δημιουργεί ένα τραγούδι που επίσης χωρίς να κατονομάζει κάτι, λέει τα πάντα. Ο Διονύσης Σαββόπουλος γράφει τους στίχους και συνθέτει τη μουσική και ο Μιχάλης Μενιδιάτης ερμηνεύει το κομμάτι Λαϊκός τραγουδιστής. Κανείς στον κόσμο δεν θα μπορούσε να πει πληρέστερα, πιο αισιόδοξα και ταυτόχρονα πιο απαισιόδοξα, πιο λαϊκά και ασφαλώς πιο γνήσια εκείνα τα λόγια.

Τέσσερα τετράστιχα γεμάτα με ανεξιχνίαστες αλήθειες, σε  μουσική που θυμίζει το μοτίβο του καραγκιόζη. Τρία λεπτά, όλη η Ελλάδα. Μια πολύ  - πολύ ξεχωριστή σταγόνα στον ωκεανό της ελληνικής μουσικής σκηνής.

 

Το όχι ευρύτερα γνωστό τριμελές ροκ γκρουπ από την Νέα Υόρκη The Jon Spencer Blues Explosion κυκλοφορεί το 1994 άλμπουμ με τίτλο Orange.

Πρώτο κομμάτι από τα έντεκα που περιλαμβάνει είναι το  Bellbottoms. Είκοσι τρία χρόνια αργότερα, το 2017, ο Βρετανός σκηνοθέτης Edgar Wright, γυρίζει το Bay Driver μια ταινία δράσης με έντονα μουσικά χαρακτηριστικά.

Πρωταγωνιστής του είναι ο Αnsel Elgort γεννημένος τη χρονιά που κυκλοφόρησε το Orange. Υποδύεται το ρόλο ενός ιδιόρρυθμου μικρής ηλικίας, εξ ού και ο τίτλος της ταινίας, οδηγού διαφυγής σε ληστείες τραπεζών.

Σε μια εκρηκτική αρχή διάρκειας σχεδόν έξι λεπτών ο πρωταγωνιστής πίσω από το τιμόνι ενός κόκκινου Impreza περιμένει τους τρεις ληστές που έχουν χτυπήσει τράπεζα στην Ατλάντα.

Υπό τους ήχους από το Bellbottoms, ένα περίεργο κομμάτι που αναφέρεται στα παντελόνια τύπου καμπάνας και δίχασε τους κριτικούς, ο οδηγός θα ξεφύγει των διωκτικών αρχών με ένα όργιο τεχνικής, θάρρους και επιδεξιότητας.

Σε ότι αφορά το ίδιο το κομμάτι,  ιδού και δυο απόψεις κριτικών: «Η προκύπτουσα διασταύρωση μεταξύ rock ‘n roll και παραφροσύνης μπορεί να είναι συναρπαστική» ή ακόμα «είναι μια παράλογη έκρηξη κομπασμού και λίμπιντο, όπως αποδίδεται από τρεις ολότελα ειδικούς μουσικούς».