Σε τόνους του γκρι – (Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019) Print

Τέσσερις εικόνες, πριν από τριάντα, είκοσι, δέκα χρόνια, τέτοια εποχή, αρχές του χρόνου, και μια από φέτος.

Εικόνες μαυρόασπρες, χωρίς κάποιο κοινό μεταξύ τους στοιχείο, πέρα από τους τόνους του γκρι, που μας προσφέρουν την ευκαιρία για λίγα σχόλια.

To ελληνικό δαιμόνιο της πατέντας αναδεικνύεται πάνω σε μεταφορική εφαρμογή. Σε πλαίσιο παλιού λεωφορείου, κόπηκαν και αφαιρέθηκαν τα δυο τρίτα της καμπίνας και προστέθηκε μια καρότσα. Δεν είναι άμεσα κατανοητό αν είναι ανατρεπόμενη. Σε κάθε περίπτωση εξυπηρετούσε τόσο την μεταφορά μεγάλων φορτίων όσο και μικρού αριθμού επιβατών.

Για την μετατροπή χρειάστηκε να κοπεί η καρότσα πάνω από τους τροχούς, ώστε να μην βρίσκουν όταν είναι φορτωμένο, ενώ διακοσμήθηκε με τις τρείς πλάγιες ρίγες. Το σύνολο που θα μπορούσε να λάβει τον ορισμό Λεωφορτηγό, φωτογραφήθηκε στην Ομβριακή Φθιώτιδας, μια βροχερή μέρα του Φλεβάρη του ’89.

 

Τον Φλεβάρη του ’99, η Ελλάδα ζούσε σε μια κατάσταση προμέθης. Με τους 28ους σύγχρονους Ολυμπιακούς αγώνες να έχουν κατοχυρωθεί μόλις προ 16μήνου, τον ισχυρό ούριο άνεμο της οικονομίας, που μετουσίωνε τα όνειρα σε πραγματικότητα και τις πρόβες του Ευρωπαϊκού κοστουμιού, να πηγαίνουν από το καλό στο καλύτερο.

Στην πρωτεύουσα, όπου το μετρό ήταν στην τελική φάση της κατασκευής του και ετοιμαζόταν να παραδοθεί στο κοινό, οι αναπλάσεις των δημόσιων χώρων ήταν γενναίες, αλλά η ταλαιπωρία προσωρινή και το έργο μόνιμο, όπως συνηθιζόταν να λέγεται. Οι οδηγίες των εργολάβων χρήσιμες, και των ποιητών ονειροπόλες. Ο λογαριασμός ήταν ακόμα μακριά.

 

Ιανουάριος 2009. Το άγαλμα του Νίκου Σκαλκώτα, κοσμεί μικρή πλατεία της Χαλκίδας στην πλευρά της πόλης που βρίσκεται στην Εύβοια και σε απόσταση λίγων μέτρων από την  παλιά γέφυρα. Στην ηλικία των πέντε ετών, άρχισε να παίζει βιολί και ένα μόλις χρόνο αργότερα, το 1910, μετακόμισε οικογενειακώς στην Αθήνα. Αργότερα βρέθηκε στο Βερολίνο όπου σπούδασε και συνέθεσε.

Αποτελεί μια χαρακτηριστική Ελληνική περίπτωση, όπου το έργο του πνίγηκε από το κατεστημένο. Έζησε στο περιθώριο. Πέθανε 45 χρονών και άγνωστος. Αναδείχτηκε μετά θάνατον. Θεωρείται παγκοσμίως  ένας από τους πιο σημαντικούς συνθέτες του 20ου αιώνα. Σωστή η παρατήρηση ότι θα έπρεπε κάθε πρωτοχρονιά να ακούγονται οι δικοί του 36 Ελληνικοί Χοροί και όχι κάποια Βιενέζικα βάλς.

 

Γενάρης 2019. Πενήντα χιλιόμετρα προς δυσμάς από την Ελληνική πρωτεύουσα. Οι θάμνοι έχουν περιορίσει το μικρό γήπεδο, οι βροχές το πλημμυρήσαν, τα γκολπόστ έχουν παραμορφωθεί και στα νερά καθρεφτίζεται ο νεφελώδης ουρανός. Στο βάθος η αγροικία με τον φοίνικα, τον ηλιακό θερμοσίφωνα. Διάσπαρτες στο φόντο, οι κολώνες και οι εναέριες γραμμές του ηλεκτρικού ρεύματος.

Η εικόνα, σαν μια απόπειρα αντιγραφής των θαυμάτων του  Henri Cartier-Bresson, αντικατοπτρίζει κάτι από το σήμερα. Όπως την επιτυχία της αποτυχίας, τα όνειρα που χάθηκαν στην πρώτη μπόρα, τις χαρές που χάνονται, τα λάθος μοντέλα. Μια εικόνα, που δυστυχώς ή ευτυχώς μπορεί ο καθένας σχεδόν πια να κάνει, με ένα κινητό τηλέφωνο. Κάνοντας έναν H.C.B. και μια Leica, σχεδόν, περιττούς.