Λεωνίδας Κύρκος (31.08.2011) Print

Οι απουσίες, είναι, που σημαδεύουν

O Λεωνίδας Κύρκος γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης 12 μόλις χρόνια μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1924. Στην Ελλάδα του Μεσοπόλεμου ζούσαν αντάμα ελπίδα και απογοήτευση, προσδοκία και απελπισία. Όπως και στα χρόνια του δεύτερου μεγάλου πολέμου, όπως και αργότερα τις μέρες των πιο οδυνηρών συγκρούσεων, εκείνες του εμφυλίου.

Όπως και στη ζωή του Λεωνίδα, που είχε μια σπάνια πληρότητα, έναν καταιγισμό γεγονότων, απότοκο όχι μόνον εκείνης της εποχής αλλά και των επιλογών του. Σε ότι αφορά αυτές, τις επιλογές, δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια, αν είχε πολλές. Γιος του πολιτικού Μιχαήλ Κύρκου, ίσως να μην αντιμετώπισε πολλά σταυροδρόμια στη ζωή του, από την άποψη ότι η αριστερή ιδεολογία και η αγωνιστική πρακτική ήταν εκ των ων ουκ άνευ.

Το σφαγείο της κατοχής και η λαίλαπα του εμφυλίου γίνονται οι εικόνες των νιάτων του, σμιλεύοντας τόσο την προσωπικότητά του, όσο και την επιθυμία για αγώνα. Όταν από τα 22 σου γνωρίζεσαι με το περιβάλλον των φυλακών και στα 25 σου καταδικάζεσαι σε θάνατο οι εναπομένουσες επιλογές είναι ελάχιστες. Ο Κύρκος διάλεξε την πλέον υποσχόμενη αλλά ταυτόχρονα και την πλέον δύσκολη. Εκείνη της αντίστασης και της διεκδίκησης.

Από τις φυλακίσεις και την θανατική καταδίκη στην διεύθυνση της «Αυγής» και τρεις φορές βουλευτής με την Ε.Δ.Α.. Με την εκδήλωση του πραξικοπήματος του ’67 ξαναβρέθηκε στο γνώριμο σε αυτόν περιβάλλον των φυλακών για ακόμα μια πενταετία απ΄ όπου βίωσε και τη διάσπαση του Κ.Κ.Ε.

Η μεταπολίτευση σηματοδότησε την επαναλειτουργία του πολιτικού κόσμου και την επανείσοδο του Κύρκου στη Βουλή με την «Ενωμένη Αριστερά» και τη «Συμμαχία», σχηματισμούς στους οποίους το Κ.Κ.Ε. εσωτερικού είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ότι ίσχυε για το κόμμα, ίσχυε και για τον Λεωνίδα. Όπως έχει επισημανθεί για το Κ.Κ.Ε. εσωτερικού ότι: «η πολιτική του επιρροή ήταν πολύ μεγαλύτερη από την εκλογική του καταγραφή», έτσι και για τον Κύρκο οι πολιτικές του «επιτυχίες» ήταν μικρότερες από την κοινωνική απήχησή του. Υπό αυτήν την έννοια, ήταν ένα ακόμα θύμα της δικομματισμού, της πόλωσης, ένας ακόμα χαμένος από αυτό που ο Χρ. Μίσσιος όρισε σαν την απώλεια της μετεμφυλιακής προίκας της Αριστεράς λέγοντας: «…Ο Αντρέας, ως μέγας δημαγωγός, πήρε όλη τη γκάμα των συνθημάτων της αριστεράς, τα υιοθέτησε, τα απαξίωσε μέσα από την εξουσία του και η Αριστερά έψαχνε να βρει την προίκα της...»

Ενδεχομένως, αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που λίγα χρόνια αργότερα συναίνεσε στην παραπομπή του Α. Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο. Ήταν όμως μια πράξη που μετάνιωσε και με παρρησία τη χαρακτήρισε ως «το λάθος της ζωής μου».

Με το ίδιο θάρρος αναφέρθηκε σε μερικούς από τους πρωταγωνιστές του εμφυλίου από τη δική του παράταξη: «…άνθρωποι γελοίοι, χωρίς καμιά παιδεία φιλοδοξούσαν να παίξουν ένα ουσιαστικό ρόλο. Κι’ όμως εκείνη την εποχή τους έβλεπα σαν γίγαντες...» έγραψε στο βιβλίο του «Στιγμές» αναφερόμενος στους Βαφειάδη, Στρίγγο, Μπαρτζώτα, Βλαντά κ.α.

Έτσι το σενάριο συνέχιζε να επαναλαμβάνεται και σε ένα μεγάλο βαθμό να επαληθεύει τη Μαρξιστική ρήση περί επαναληψημότητας της Ιστορίας ανάμεσα στην τραγωδία και τη φάρσα. Η Αριστερή ιδεολογία δεν κινδύνευε από την «συντήρηση», ούτε από την πολεμική της δεξιάς παράταξης. Η κομμουνιστική αριστερά έχανε από τις διαδικασίες της εσωτερικής λειτουργίας της, από τους ηγέτες της που σε κρίσιμες καμπές δεν φάνηκαν αντάξιοι των συνθηκών και έτρωγε τα παιδιά της με έναν απίστευτο αμοραλισμό σαν ένας σύγχρονος πολιτικός Κρόνος.

 

Ο Λεωνίδας, από ένα σημείο και μετά, ακολούθησε έναν δρόμο ήπιο, συναινετικό, ποιητικό και ανθρώπινο. Αυτό δεν συνέβη επειδή φοβόταν τις συγκρούσεις, επειδή είχε κουραστεί. Συχνά η αντοχή των στελεχών της Αριστεράς στις συγκρούσεις, στους βασανισμούς στην απώλεια κάθε ίχνους αξιοπρέπειας ήταν τα παράσημα στον αγώνα τους. Ήταν τα διαπιστευτήρια στην οργάνωση. Λογικό. Άλλο τόσο συχνά όμως, η αλάνθαστη θεότητα του κόμματος δεν φάνηκε το ίδιο αυστηρή στην κρίση στελεχών της ιντελιγκέντσιας που κάμφθηκαν από το πρώτο χαστούκι, όσο σε αφανείς αγωνιστές που βρέθηκαν με μιας με τη ρετσινιά του «σπασμένου στοιχείου» του «τροτσκιστή» του «λούμπεν». Ο Λεωνίδας λοιπόν δεν είχε αποκάμει. Είχε καταλάβει ότι το «μοντέλο» χώλαινε τόσο πολύ, ώστε θυσίαζε περισσότερα από όσα πρόσφερε, ώστε κατανάλωνε ψυχές χωρίς να παράγει προοπτικές.

Έτσι χρόνο με το χρόνο, εμπειρία με την εμπειρία ο πολιτικός του πολιτισμός περνούσε σε ανώτερο επίπεδο.

Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις ήταν παραπάνω από βέβαιο ότι θα «αποτύγχανε», να μετατραπεί σε πολιτικό εξουσίας. Πλην όμως, όπως έχει επισημανθεί και παλιότερα, οι αποτυχίες δεν είναι παρά τα δίδακτρα της επιτυχίας.
Ατυχώς οι εποχές μας είναι τόσο αποπροσανατολιστικές, τόσο στεγνές και άδειες που το μήνυμα των επιλογών και της ζωής του Κύρκου είναι ακόμα πιο δύσβατο, ακόμα πιο επίκαιρο.

Ο Κύρκος δεν κατάφερε ποτέ να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Ιατρικό του Πανεπιστημίου Αθηνών λόγω αλλεπάλληλων πολιτικών διώξεων. Το 1949 έζησε σαν μελλοθάνατος, αλλά είχε την «τύχη» να είναι καταδικασμένος μαζί με τον Μανόλη Γλέζο που, σαν πρώτος παρτιζάνος της Ευρώπης, συγκέντρωσε τη διεθνή προσοχή και την αντίστοιχη αντίδραση. Γλίτωσε την εκτέλεση, έζησε άλλα 62, κάθε άλλο παρά εύκολα, πλην όμως πλούσια σε εμπειρίες, χρόνια.

Η απώλεια του, υπογραμμίζει την ευρύτερη απόσυρση μιας γενιάς με μοναδικά χαρακτηριστικά. Λίγοι είναι οι εκπρόσωποι της, ανώνυμοι ή επώνυμοι, που βρίσκονται ακόμα ανάμεσά μας και είναι τόσο μελαγχολικό, τόσο θλιβερό γιατί η παρουσία τους, η μαχητικότητά τους είναι χρήσιμη όσο ποτέ.

Από την άλλη όμως αρκετά δεν τους ταλαιπωρήσαμε όσοι τους συμπαθήσαμε και ποτέ δεν το δηλώσαμε; Όσοι τους αγαπήσαμε και δεν τους ακολουθήσαμε;

Οι δηλώσεις των πολιτικών του «αντιπάλων», που εξέφρασαν, στο σύνολό τους, τη θλίψη για την απώλεια αλλά και το θαυμασμό για το έργο του, έρχονται να συναινέσουν στα παραπάνω θέτοντας ταυτόχρονα ένα ακόμα πρωτόλειο ερώτημα: Γιατί δεν εφάρμοσαν, όταν μπορούσαν, αυτά που τώρα, τόσο πολύ φέρονται να θαυμάζουν;

 

αναρτήθηκε και στο ethnos.gr