Αργαλειοί, μοτοσυκλέτες, οχήματα - (Πέμπη 30 Ιουνίου 2016) Print

Τον Οκτώβριο του 1909, ο Μικίο Σουζούκι, στα 22 του χρόνια, ιδρύει μια βιομηχανία κατασκευής αργαλειών, στο μικρό παραθαλάσσιο χωριό Χαμαμάτσου.  Καθώς οι ανάγκες της ανθούσας βιομηχανίας μεταξιού απογειώθηκαν, αντίστοιχη επιτυχία σημείωναν και τα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρείας του.

Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1929, ο Σουζούκι εφηύρε ένα νέο είδος μηχανής ύφανσης, με την οποία πέτυχε μεγάλο πλήθος εξαγωγών. Τι πρώτες τρεις δεκαετίες της, η εταιρείας επικεντρώθηκε στην ανάπτυξη και την παραγωγή αυτών των μηχανών.



Παρά την επιτυχία των αργαλειών του, ο Σουζούκι, πίστευε ότι η εταιρεία του είχε πολλά να ωφεληθεί αν παρήγαγε και άλλα προϊόντα. Ερευνώντας τη ζήτηση της αγοράς, αποφάσισε ότι η κατασκευή ενός μικρού αυτοκινήτου θα είχε πολλές πιθανότητες επιτυχίας.

Η προσπάθεια ξεκίνησε το 1937, και μέσα σε δύο χρόνια είχε καταφέρει να παρουσιάσει μερικά πρωτότυπα αυτοκίνητα. Εκείνες οι  πρώτες αυτοκινητικές  απόπειρες ήταν εφοδιασμένοι με κινητήρες, που στην εποχή τους ήταν τεχνολογικά καινοτόμοι. Ήταν υδρόψυκτοι, τετράχρονοι, τετρακύλινδροι. Χρησιμοποιήθηκε μάλιστα χυτό αλουμίνιο για την κατασκευή του στροφαλοθάλαμου αλλά και περιβλήματος του κιβωτίου των ταχυτήτων. Με χωρητικότητα  κάτω από  800 cc  παρήγαγαν 13 ίππους.

Ενώ όλα ήταν έτοιμα ώστε να αρχίσει η παραγωγή, ξέσπασε ο δεύτερος Παγκόσμιος  Πόλεμος.  Η Ιαπωνική κυβέρνηση αποφάσισε ότι τα επιβατικά αυτοκίνητα ήταν ένα «μη απαραίτητο βασικό αγαθό» και όλα σταμάτησαν.

Μετά το πέρας του πολέμου, και την αποκαρδιωτική, ατιμωτική για τους Ιάπωνες άνευ όρων παράδοση, το εργοστάσιο άρχισε πάλι την παραγωγή αργαλειών, στην οποία δόθηκε μια ώθηση όταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ ενέκρινε την αποστολή του βαμβακιού στην Ιαπωνία. Οι δουλειές ξανάνοιξαν, αφού οι παραγγελίες από τις εγχώριες κλωστοϋφαντουργικές άρχισαν να αυξάνονται αλματωδώς. Το κλίμα αισιοδοξίας όμως ήταν βραχύβιο, καθώς η αγορά βαμβακιού κατέρρευσε το 1951.

Την παραμονή της Πρωταμαγιάς του '70, με φόντο την Αγία Φωτεινή της Ν. Σμύρνης βλέπουμε ένα Fronte σε μια από τις πρώτες του αγωνιστικές εμφανίσεις στην Ελλάδα. Σε δεξιοτεχνία. Τον Οκτώβρη του ίδιου έτους με τον ίδιο οδηγό τον Αλεξανδρόπουλο, θα κατάφερνε να τερματίσει στο τρίωρο Τατόι.

Έτσι, 42 χρόνια μετά την ίδρυσή της, η βιομηχανία του Μικίο Σουζούκι, ο οποίος ήταν τότε ήδη 64 ετών, αντιμετωπίζει αυτή την κολοσσιαία πρόκληση και πραγματοποιεί το τολμηρό βήμα της επιστροφής, στην παραγωγή μηχανοκίνητων οχημάτων.
Μετά τον πόλεμο, υπήρχε μεγάλη ανάγκη για προσιτή, αξιόπιστη προσωπική μεταφορά. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το πρώτο δίτροχο Suzuki ήταν ένα ποδήλατο εφοδιασμένο με έναν δίχρονο κινητήρα 36 cc, ισχύος ενός ίππου. Σχεδιασμένο για να είναι φθηνό και εύκολο έφερε ένα νέο σύστημα μετάδοσης που επέτρεψε στον αναβάτη την κίνηση είτε με πεντάλ και τον κινητήρα να βοηθά, είτε με πεντάλ χωρίς κινητήρα, ή μόνον με την ισχύ του κινητήρα. Το ευφυές της σχεδίασης, ώθησε την κυβέρνηση να προσφέρει χρηματική επιδότηση στο εργοστάσιο για να συνεχίσει την έρευνα στον τομέα της μοτοσικλέτας.

Στις αρχές της δεκαετίας του '70, ένα Suzuki Fronte στοίχιζε από 62.000 έως 72.800 Δρχ.

Το επόμενο σκαλοπάτι επιτυχίας είχε έρθει. Από το 1954, η Suzuki παρήγε 6.000 μοτοσικλέτες ανά μήνα και είχε αλλάξει επίσημα το όνομά της σε Suzuki Motor Co., Ltd. Μετά την επιτυχία του πρώτου δικύκλου της, το εργοστάσιο δημιούργησε ένα ακόμη πιο επιτυχημένο αυτοκίνητο το 1955. Ήταν το Suzulight με κίνηση στους εμπρόσθιους τροχούς, ανεξάρτητη ανάρτηση και σύστημα διεύθυνσης με κρεμαγιέρα. Ήταν τεχνολογικές εφαρμογές που προηγούνταν της εποχής τους.

Το Alto ήταν μια τεράστια επιτυχία για το ελληνικό μέτρο της δεκαετίας του '80. Ήταν ένα έντιμο και αξιόπιστο μικρό αυτοκίνητο.

Τα SJ κόσμησαν, με την παρουσία τους, με την συμπεριφορά τους και με τις διακρίσεις τους, τα πρώτα ράλι  4Χ4 που διοργανώθηκαν στον τόπο μας.  Εδώ από αγώνα του Σεπτεμβρίου του '87.

Μέσα στο μακρύ καυτό καλοκαίρι, όχι του William Falkner, αλλά της Ελλάδας της δεκαετίας του '80 ένα προσεγμένο LJ 410 αναπαύεται, αν και φορτωμένο, στην πλατεία Ξάνθου της Χώρας της Πάτμου.

Έναν αιώνα μετά την ίδρυσή της, η Suzuki, είναι μια πολυεθνική εταιρεία που εδρεύει στο Μιναμικού Χαμαμάτσου της Ιαπωνίας. Ειδικεύεται στην κατασκευή αυτοκινήτων, σε οχήματα με κίνηση στους τέσσερις τροχούς, μοτοσικλέτες, οχήματα παντός εδάφους (ATVs), σε εξωλέμβιους κινητήρες, αναπηρικές καρέκλες και σε μια ποικιλία μικρών κινητήρων εσωτερικής καύσης. Στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, η Suzuki ήταν η ένατη μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία σε παγκόσμιο επίπεδο, με περισσότερους από 45.000 υπαλλήλους παγκοσμίως. Διατηρεί  εργοστάσια  παραγωγής σε 23 χώρες και 133 διανομείς σε 192 χώρες. 

Μεταξύ 2009 και 2015 η Volkswagen κατείχε το 19,9% των εταιρικών μεριδίων της Suzuki. Το διεθνές διαιτητικό δικαστήριο διέταξε το Γερμανικό εργοστάσιο, να πουλήσει το μερίδιο του, στη Suzuki. Τον Σεπτέμβριο του 2015, το Ιαπωνικό εργοστάσιο εκταμίευσε το ποσόν των 3,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων προκειμένου να αγοράσει το μερίδιο που κατείχε η VW.

Στούς αγώνες.
Οι επιτυχίες στον πολύ ανταγωνιστικό κόσμο των δύο τροχών, είναι λίγο πολύ γνωστές. Με την  RG500 και τον ανυπέρβλητο Βρετανό Barry Sheene, κατέκτησε το '76, μετά την καταιγίδα του Giacomo Agostini και της Mv Agustaτο, τον πρώτο παγκόσμιο τίτλο στην κορυφαία, τότε, κατηγορία των 500cc.

Ο έκτος και τελευταίος μέχρι στιγμής τίτλος σε αυτήν την κατηγορία, ήταν το 2000 με τον Keny Roberts jr, αφού είχε προηγηθεί  η συνεργασία και ο τίτλος με ένα θρύλο από την Αμερική, τον Τεξανό Kevin Schwanz. Να μην λησμονούμε και τον παγκόσμιο τίτλο σε επίπεδο Superbikes το 2005 με την GSXR και τον Troy Corser.

Σεπτέμβριος του 1987. Με τον Τ.Α. στο Β΄ράλυ 4Χ4.

Στα τετράτροχα να θυμηθούμε το πρόσφατο ταξίδι του εργοστάσιου στο παγκόσμιο πrωτάθλημα ράλυ ως  World Rally Team Suzuki. Η ομάδα έκανε το ντεμπούτο της το 2007 με τον  Nicolas Bernardi στο βολάν ενός SX4 WRC, στην Κορσική. Μετά από μόλις μία πλήρη σεζόν, εκείνη του 2008, όπου τερμάτισε πέμπτη στο πρωτάθλημα των κατασκευαστών, η Suzuki ανακοίνωσε την αποχώρησή της. Η απόφαση αυτή οφείλεται κυρίως στην πτώση των πωλήσεων που προκλήθηκε από την διεθνή οικονομική κρίση.

Η καλύτερη θέση που απέσπασε στο θεσμό ήταν η 5η με τον Per Gunnar Andresson τόσο στον Ιαπωνικό, όσο και Βρετανικό αγώνα, τους δυο τελευταίους του 2008, που τον έφεραν στην 5η θέση του πρωταθλήματος των οδηγών. Ο Σουηδός οδηγός είχε κερδίσει δυο φορές,. το '04 και το '07, τον παγκόσμιο τίτλο του junior WRC με Swift S 1.600.

Ας μην λησμονούμε και τις μεγάλες διακρίσεις που έφερε στο εργοστάσιο ο Τobuhiro Tajima, συμμετέχοντας με διάφορα πρωτότυπα, σε έναν ιστoρικότατο και εξίσου σημαντικό αγώνα, την ανάβαση στο Pikes Peak του Κολοράντο. Σημείωσε την ταχύτερη επίδοση σε εννέα αγώνες από το '92 έως το 2011, αναμφίβολα ξεχωριστό κατόρθωμα.

Στην Ελλάδα.
Η πορεία του Ιαπωνικού εργοστασίου στην Ελλάδα, ξεκίνησε το 1967, όταν η «Στρατής Μ.  Σφακιανάκης Α.Ε.» με έδρα στο 180 της λεωφ. Συγγρού, ανέλαβε την αποκλειστική εισαγωγή των προϊόντων Suzuki. Πρέπει να αναφερθεί, ότι η  Ελλάδα έγινε η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που ανέλαβε την αντιπροσώπευση του Ιαπωνικού εργοστασίου.  Η ίδια εταιρεία πριν αναλάβει τις τύχες της Suzuki αντιπροσώπευε στον τόπο μας τα Β.Μ.W.
Σχεδόν 30 χρόνια αργότερα, το 1996,  η Suzuki Motor Corporation την βράβευσε σαν την καλύτερη αντιπροσωπεία Suzuki στην Ευρώπη και την ανακήρυξε πρότυπο οργάνωσης και λειτουργίας για όλες τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές αντιπροσωπείες.

Είτε μέσα σε χιονισμένους χειμώνες, είτε στις ακρογιαλιές τους θερινούς μήνες, είτε με τα 800 κέκ ενός τετράχρονου LJ είτε με τα 1.000 ενός SJ η Suzuki είχε απόλυτα ταιριαστές προτάσεις για την Ελληνική πραγματικότητα.

Στο μεσοδιάστημα, γνώρισε τεράστια ώθηση στις πωλήσεις από την παρουσία και τη διάθεση του Alto, το οποίο άρχισε να εισάγεται μετά το σοκ του θέρους του '79. Ήταν ένα μικρό, δίπορτο ή τετράπορτο, οικονομικό και κυρίως αξιόπιστο αυτοκίνητο. Στο ίδιο μοτίβο ακολούθησε η τετρακίνητη σειρά LJ για να ακολουθήσει η SJ που κατέκτησε την ελληνική ύπαιθρο σαν ένα άθραυστο όχημα που έκανε καριέρα τόσο σαν νοικιάρικο στους τουριστικούς προορισμούς, όσο και σαν όχημα για όλες τους δουλειές. Η έλευση του Vitara μεγάλωσε ακόμα περισσότερο την εμπορική επιτυχία.

Στις μέρες μας, τις δύσκολες μέρες μας η πρωτόλεια εταιρεία, έχει μεταβληθεί σε όμιλο, έχει εισαχθεί στο Χ.Α.Α., περνάει τις τραπεζικές δυσκολίες της και ελπίζει, όπως σχεδόν οτιδήποτε σε αυτόν τον τόπο, στην ανάκαμψη.