The cruel sport – Τετάρτη 13 Μαίου 2015 Print

Robert Daley: The cruel sport. Επανέκδοση του 2005. Κυκλοφόρησε το '63, έκανε δεύτερη έκδοση το '91 και τρίτη πριν δέκα χρόνια.
Ο συγγραφέας ξεκινά την αφήγησή του, με έναν πρόλογο διαμορφωμένο ειδικά για αυτήν την τελευταία έκδοση. Το 2005 είναι ήδη 75 ετών. Η πρώτη παράγραφος έχει ως εξής:
«Το πρώτο G.P. που είδα ήταν στον Μονακό τον Μάιο του '58. Από τους 16 οδηγούς που ξεκίνησαν, οι οκτώ έχασαν τη ζωή τους την ώρα που οδηγούσαν. Οι τέσσερις από αυτούς πριν κλείσει η χρονιά.  Άλλοι δυο θα έχουν ατυχήματα, από τα οποία θα επιβιώσουν αλλά δεν θα μπορέσουν να αγωνισθούν ξανά.»

Έτσι είχαν τα πράγματα. Ο λογαριασμός του συγγραφέα ήταν σωστός. Βέβαια, όπως πολλά πράγματα που συμβαίνουν στην άλλη ακτή του Ατλαντικού, έτσι και όλη η ζωή του Daley είναι κάπως ασύμβατη με την Ευρωπαϊκή και πολύ περισσότερο με την Ελληνική πραγματικότητα.

Ο R.D. αποφοίτησε από το Fordham University, υπηρέτησε την πολεμική αεροπορία στον πόλεμο της Κορέας και ακολούθως εργάστηκε ως διευθυντής επικοινωνίας στους New York Giants και στην National Football League. Μετά βρέθηκε εξωτερικός συνεργάτης των New York Times, με έδρα το Παρίσι και την Νίκαια.

Στις αρχές της δεκαετίας του '70 βρίσκεται στο αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης, όπου υπηρέτησε ως βοηθός επιθεωρητή(!), σε μια άκρως ταραχώδη περίοδο, αναφορικά με την εγκληματικότητα της πόλης.

Στη συνέχεια αφοσιώθηκε στο συγγραφικό του έργο. Εξέδωσε 30 τίτλους, 16 από τους οποίους ήταν νουβέλες. Δύο από αυτές έγιναν κινηματογραφικές παραγωγές από δυο πολύ σημαντικούς δημιουργούς, τον Michael Cimino ο οποίος το '85 γύρισε το Year of the Dragon και τον Sidney Lumet που το '97 γύρισε το  Night Falls on Manhattan.

Το τέταρτο, χρονολογικά, βιβλίο του ήταν το Cruel sport, όπου περιγράφει την επαφή του με το μότορσπορ και ειδικά με την F1. Η καριέρα του ως stringer (αμερικάνικος όρος για τον ανταποκριτή που δεν ανήκει στον τακτικό προσωπικό της εφημερίδας), όπως ομολογεί ο ίδιος, ξεκίνησε τον Ιανουάριο του '56 στους έβδομους χειμερινούς Ολυμπιακούς αγώνες που διοργανώθηκαν στην  Cortina d'Ampezzo.

Εκεί γνωρίζει τον Μαρκήσιο Alfonso de Portago που συμμετείχε στην κατάβαση με Bobsleigh. «Ήταν ακραία πλούσιος, μιλούσε τέσσερις γλώσσες. Ήταν οδηγός αγώνων με συμβόλαιο στην Ferrari και εκείνα τα κρύα πρωινά μου έδωσε εξωφρενικά ενδιαφέρουσες απαντήσεις, σε κάθε ερώτημα που του έκανα.»

Ο Μαρκήσιος ζούσε τη ζωή ενός ευγενή της δεκαετίας του '50 με υπερβολικές δόσεις κινδύνου και ο R.D. πάλευε για να εισπράξει τα 50 δολάρια για κάθε κομμάτι που θα δημοσίευαν οι N. Y. Times.
Ξαναβρέθηκαν 14 μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του '57, στη Φλώριδα, στις 12 ώρες του Sebring. Συζήτησαν πάλι. Εκεί έγινε η δήλωση του Μαρκήσιου περί του Fangio και των ορίων:
«Δεν νομίζω όμως ότι θα υπάρξει άλλος πρωταθλητής εφ’ όσον τρέχει ο Fangio. Αν το απόλυτο όριο μιας στροφής είναι 151,5 χλμ/ώρα, ο γέρος θα στρίβει κάθε φορά, μα κάθε φορά με 151. Εγώ θα στρίψω είτε με 149 είτε με 152 οπότε θα βγω από το δρόμο»

Σε εκείνον το αγώνα ο δεύτερος οδηγός της Ferrari 315 S με το νο. 15 που αγωνιζόταν ο Μαρκήσιος, ήταν ο Luigi Musso.  Συντετριμμένος, από τον προ εννέα ημερών θάνατο του 26χρονου συμπατριώτη του, Eugenio Castellotti, ο Musso, δεν μπόρεσε να οδηγήσει περισσότερο από τρεις ώρες. Στις υπόλοιπες εννέα ο de Portago έκανε ότι  μπορούσε αλλά περιορίστηκε στην πέμπτη θέση.

Ιταλικό G.P. Σεπτέμβριος '57. Με το νο 24 η Maserati του J. Bonnier, με το 2 η Maserati  του J. M. Fangio και με το 4 η Maserati του Harry Schell.

Για τον Daley ήταν το βάπτισμα του πυρός. Ήταν η πρώτη φορά που παρακολουθούσε αγώνες.  Στον Μαρκήσιο απέμεναν λίγες εβδομάδες ζωής. Την έχασε το απόγευμα της 12ης Μαίου 1957, στα τελευταία 30 μίλια του περίφημου, του παράλογα επικίνδυνου Mille Miglia, όταν πιθανόν από κλατάρισμα ελαστικού, η 335S που οδηγούσε, έχοντας δίπλα του τον φίλο και συνοδηγό του Ed Nelson, βγήκε από το δρόμο, συνετρίβη σε παρακείμενο χαντάκι, παρασύροντας στο θάνατο, άλλους εννέα θεατές. Ήταν το τελευταίο Μ.Μ. της ιστορίας. (Περισσότερες πληροφορίες, γεγονότα και εικόνες από τη ζωή του Μαρκήσιου,  εδώ: Don Alfonso. Χθες, 12 Mαίου, συμπληρώθηκαν 48 έτη από τον θάνατό του)

Σε αυτό το κλίμα, στο βαρύ πέπλο του Θανάτου που τότε σκίαζε το διεθνές μότορσπορ, κινείται η έκδοση του R.D. Είναι χωρισμένη σε οκτώ μέρη: 1. Οι άνδρες, 2. Οι μηχανές, 3. Τα εργοστάσια, 4. Δοκιμές, 5. Η μέρα του αγώνα, 6. Ο αγώνας, 7. Η τιμή: Ατύχημα, 8. Γιατί αγωνίζονται;

Είναι γραμμένο με τρόπο να προσεγγίσει μια ευρύτερη μάζα αναγνωστών, δεν απευθύνεται σε ειδικευμένους, αν και για τους τελευταίους παρέχει ενδιαφέρουσες και όχι απαραίτητα γνωστές πληροφορίες, αποκύημα των επαφών του συγγραφέα με το χώρο. Στο πορτρέτο του R. Rodriguez π.χ. φιλοξενεί μια δήλωση του P. Hill: «Αν επιζήσει θα εκπλαγώ», ενώ σε λεζάντα του νεαρού Μεξικανού αναφέρεται πως οι τελευταίες του λέξεις πριν ξεψυχήσει την πρώτη  Νοεμβρίου του ΄62 στις δοκιμές του G.P. της πατρίδας του ακούστηκε να λέει: «Μην με αφήσετε να πεθάνω». Ήταν 20 ετών. Ο πρόεδρος του Μεξικoύ παρέστη στην κηδεία του.

Αργεντίνικο G.P. Ιανουάριος '57. Ο Σουηδός Jo Bonnier (αριστερά) και με το γκρενά πουκάμισο ο Γερμανός von Trips. Οκτώ μήνες αργότερα ο Γερμανός κόμης ήρθε στην Ελλάδα και πήρε την νίκη στην ανάβαση Πάρνηθας που προσμετρούσε στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα.  (foto: Carlos Alberto Navaro)

Έχω την εντύπωση πως ο συγγραφέας, συντηρεί έναν φοβικό χαρακτήρα για το παράλογο του σπορ. Ο R.D. έζησε εννιά χρόνια στην F1, σε μια εποχή που οι απώλειες ήταν δεδομένες και σε μεγάλο βαθμό αποδεκτές και δικαιολογημένες. Δεν ενεπλάκη στο σπορ με την ιδιότητα του αγωνιζόμενου. Η προσέγγιση του είναι κοινωνική, σε κάποιο βαθμό ακόμα και κοσμική και τελικά κάπως απόμακρη από μια καθαρά αγωνιστική ματιά.

Το βιβλίο, είναι διακοσμημένο με χαρακτηριστικές μαυρόασπρες εικόνες, φιλοτεχνημένες από τον συγγραφέα, για τις οποίες απέσπασε κολακευτικά σχόλια από δυο πρωταθλητές. Τον Phill Hill και τον Jim Clark. Ίσως να μην είναι τυχαίο που δεν υπάρχει σχόλιο για το κείμενο.