Λατρεία, πρόληψη, κουταμάρα, αφέλεια – (Τρίτη 7 Μαίου 2019) Print

…έτερον μικρόν σημείωμα προς επίρρωσιν του: Πίστη & Γνώση


Ο πολυγραφότατος, πολυτάλαντος Νίκος Τσιφόρος ανάμεσα στο πλούσιο έργο του, μας άφησε και την δική του εκδοχή για την Ελληνική Μυθολογία.

Ένα μεγάλο σε όγκο έργο, δοσμένο με τρόπο ευχάριστο, εύπεπτο αλλά όχι επιφανειακό.

Ο συγγραφέας, που πέθανε στα 61 του, το ’70, κάνει συχνά παραβολές στην εποχή του, κινείται ελεύθερα, πολύ ελεύθερα σε σχέση με το πότε έγραψε και πότε εξέδωσε.

Στην εποχή του, όπου πάρα πολλά πράγματα λέγονταν πολύ πιο απρόσεκτα από σήμερα και άλλα τόσα δεν λέγονταν καθόλου.

Δύσκολο να εστιάσεις τι ακριβώς είναι πρόοδος σε αυτό το ταμπλό.

Τέλος πάντων, στο κεφάλαιο: «Γιατί μας λένε Έλληνες»  κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα, σκαμπρόζικη παρ’ όλα αυτά βαθύτατη ανάλυση και ξεκινά γράφοντας για τους ναούς και την λατρεία:

«Κάθε Θεός έχει και τον Ναό του. Αμ τι;… Είναι να πούμε το «μαγαζί» του. Με καταστηματάρχες που φοράνε χρυσά και χτυπητά και τα κανονίζουν όλα – τιμές, εκπτώσεις, κυρώσεις και νόμους – με κατώτατο προσωπικό, με όλα τα σέα του από τον Πάπα μέχρι τον καντηλανάφτη.

Ο πρωταθλητής, το λοιπόν, «παγκόσμιον θεϊκόν τσάμπιον» ο Δίας, δε γινόταν να πέσει ένα παρά πίσω… Εδώ ένας κουραδομαρκήσιος κι έχει μαρκιζάτο με παλάτια και οικοσήματα και φανφάρες, ο πατέρας ανδρών τε και Θεών θα έμενε άστεγος; Αστεγοι μένουν οι διανοούμενοι – εν Ελλάδι – οι εργαζόμενοι τιμίως – και τα κορόϊδα… ‘Ολ’ οι άλλοι τη γαζώνουνε μια χαρά και κάνουνε και τον μισοκακόμοιρο».

Ακολούθως αφού περιηγείται περί του μαντείου της Δωδώνης και της λατρείας γενικώς, καταθέτει:

Έτσι κινείται σε όλο το ογκώδες έργο για να φτάσει στην τελευταία 642η σελίδα (εκδοτική Ερμής, ανατύπωση του ’84), όπου αφηγείται ότι σε μια επίσκεψη του στην Ολυμπία, ένιωσε ντροπή από τις γνώσεις ενός Ελβετού που ήξερε την ελληνική μυθολογία ως την τελευταία λεπτομέρεια και «τότε κατάλαβα ότι είμαι ένα ζώον και μισό». Στρώθηκε, διάβασε, έμαθε  και έγραψε την δική του εκδοχή. Ολοκληρώνει δε το πόνημά του, σημειώνοντας:

«Δεν έχει σημασία αν η θρησκεία των προγόνων μας πέθανε ή αν την δολοφόνησε το σκοτεινό Βυζάντιο… Σημασία έχει ότι τούτη τη γη που μας τρέφει και που πάνω της ευλογάμε τον σημερινό Θεό, έχει γαλουχηθή και μεγαλώσει η ίδια με τους κάμπους, τα βουνά, τα δάση, τον ουρανό και τη θάλασσά της, με την μαρμάρινη θρησκεία των πατέρων μας που πρέπει να την ξέρουμε πριν από κάθε άλλη».