Μιχάλης Ράπτης: Η πολιτική μου αυτοβιογραφία - (Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018) Print

Στα μάτια ενός σημερινού νέου, η ζωή του Μ.Ρ. θα μοιάζει σαν ένα απέραντο λιβάδι ουτοπίας. Ως ένας λυρικός, πολιτικός δονκιχωτισμός. Όλα τούτα εκ του αποτελέσματος βέβαια. Το οποίο εν προκειμένω, δεν ήταν το ποθητό για τον Μ.Ρ. και τους συνοδοιπόρους του.

Όχι ότι όλη η ζωή του προχώρησε σε μονοπάτια αποτυχιών, αλλά ο τελικός στόχος δεν επετεύχθη. Όλα όσα του πιστώθηκαν όμως, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία, ότι αποτελούν σπάνιες, μοναδικές σχεδόν, εμπειρίες.

Από την Αλεξάνδρεια που γεννήθηκε, στην Αθήνα του μεσοπολέμου όπου το καθεστώς της 4ης Αυγούστου θα τον στρέψει αριστερά και από εκεί στο Παρίσι, η έκρηξη του Πολέμου, οι κακουχίες, η απελευθέρωση και η ξέφρενη πορεία σε κάθε τόπο, όπου θα μπορούσε να πυροδοτήσει την επανάσταση.

Σε μια περίοδο που πολλά από όσα σήμερα είναι αδύνατα, τότε φαίνονταν πιθανά. Σε μια συγκυρία όπου οι αδυναμίες και οι θωπείες του τρόμου, στον υπαρκτό χαλούσαν ήδη την εικόνα της ιδεολογίας.

Βαθιά αντισταλινικός, όχι μόνον ως ιδεολογική θέση αλλά και από αντίστοιχες εμπειρίες, μας δίνει τον τόνο, το βάθος της αντιπαράθεσης εκείνης της εποχής στο ελληνικό πλαίσιο:

«Ο Αδραμιτίδης επέζησε και αγωνίστηκε σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, για να εκτελεστεί άνανδρα και ποταπά ως τροτσικιστής από τους σταλινικούς της ΟΠΛΑ στα Δεκεμβριανά». (σ.38).

«…ήξερα επίσης ότι οι τροτσικστές στην Ελλάδα αλλά και οι αρχειομαρξιστές και άλλοι αρτιστεροί αντιπολιτευόμενοι είχαν περάσει δια πυρός και σιδήρου, ιδίως κατά τα Δεκεμβριανά, από τα φανατισμνένα όργανα της ελληνικής Γκεπεού, όπως είχε καταντήσει πρακτικά η ΟΠΛΑ». (σ.119)

Κριτικάρει τους «ένοπλους δήθεν αντιστασιακούς της τελευταίας στιγμής» που εκτέλεσαν Γερμανούς φαντάρους που είχαν παραδοθεί όταν απελευθερώθηκε το Παρίσι (σ.114), ενώ καταθέτει ότι η τεράστια καταστροφή της Γερμανίας κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν εσκεμμένη (σ.116)

Μας θυμίζει τις εθνικιστικές απόψεις του σοσιαλιστή Fr. Mitterand όταν ως υπουργός εσωτερικών το  ’54 – ’55 δήλωνε: «Η Αλγερία είναι Γαλλία» (σ.150), ενώ περιγράφει την ιδιομορφία της Αλγερινής επανάστασης: «Θαυμαστοί, απλοί παρισινοί εργάτες, μέλη μας, που κατοικούσαν σε άθλια δωμάτια υπηρεσίας, είχαν συνηθίσει να κοιμούνται επί εβδομάδες, και ενίοτε επί μήνες, δίπλα σε βαλίτσες γεμάτες εκατομμύρια φράγκα, περιμένοντας να τα παραδώσουν στους υπευθύνους, για την παραλαβή, Αλγερινούς» (σ.155)

Καταγράφει μια ιδιαιτερότητα της Αλγερινής εξέγερσης: «Για πρώτη φορά μια αποικιακή επανάσταση κατόρθωσε να κατασκευάζει, όχι σε χειροτεχνικό, πρωτόγονο εργαστήριο, αλλά σε βιομηχανικά, τελειοποιημένα εργοστάσια, τα όπλα της νίκης». (σ.170).

Χρησιμοποιεί συχνά τον αγαπημένο του όρο αυτοδιαχείριση και  ομολογεί ότι ο λόγος για τον οποίο απέτυχε στην Αλγερία η αυτοδιαχειριζόμενη δημοκρατία, ήταν επειδή φάνηκε «ανεδαφική, πρόωρη και δεν ανταποκρίθηκε στις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες». (σ.192)

Αναφέρεται στις συναντήσεις του με τον Che,  τον Μακάριο, τον Μπεν Μπέλα (βάζει τον τόνο στην παραλήγουσα), τον Σαλβαδόρ Αλλέντε, τον Otelo de Carvalho,  τις αντιθέσεις του με τον Μπουμπεντιέν, τις ομοιότητες του Παρισινού Μάη με την άνοιξη της Πράγας, όπου «και εκεί οι φοιτητές και οι διανοούμενοι πρωτοστατούν σε πρώτη φάση, πριν ενεργοποιηθούν οι καθαυτό εργάτες της χώρας». (σ.217)

Περιγράφει τη συνάντηση που είχε, στην Πράγα, με τον Ανδρέα Τζίμα (Σαμαρινιώτη), ο οποίος δικαίωσε –εκ των υστέρων-  την γραμμή του Άρη που «αν την συνειδητοποιούσε περισσότερο και την υπεράσπιζε σθεναρά θα οδηγούσε την αντίσταση σε αποτέλεσμα αντίστοιχο με εκείνο της Γιουγκοσλαβία» (σ.218)

Γράφει για την Κούβα που επισκέφτηκε: «…είδα την ταχύτατη μεταμόρφωση των επαναστατών στην εξουσίασε νέο κοινωνικό στρώμα γραφειοκρατών, με όλα τα επακόλουθα που μια τέτοια ηγεσία συνεπάγεται σε μια ατομικοποιημένη κοινωνία, χωρίς πραγματικά ελεύθερη συμμετοχή των πολιτών στη διαχείρισή της». (σ.220)

Τις εντυπώσεις από την Ελλάδα που άφησε στον μεσοπόλεμο και ξανασυνάντησε με την μεταπολίτευση: «Νέες σχέσεις, βασιζόμενες κυρίως στο χρήμα, είχαν εισχωρήσει ως τα πιο μικρά τόσο φιλόξενα άλλοτε χωριά». (σ.255)

Ξεχωρίζει την κρίση του Μαρξισμού από την κρίση των Μαρξιστών και παραμένει έως τέλους διεθνιστής, θέση για την οποία εξάλλου φυλακίστηκε. Κι΄αν σήμερα ο όρος διεθνισμός, ακούγεται ξενικά και φοβικά, πόσω δε μάλλον την εποχή που έδρασε.

Γραμμένο στα μέσα της δεκαετίας του ’80 με ένα φρεσκάρισμα δέκα χρόνια αργότερα αποτελεί την πολιτική βιογραφία μιας φυσιογνωμίας που κινήθηκε με όλες τους τις δυνάμεις,  προς εκείνο που πίστευε.

Δηλώνει Μαρξιστής, διευκρινίζοντας ότι ο Μαρξισμός είναι μια πειραματική επιστήμη και όχι ένα δόγμα.

Μιχάλης «Πάμπλο» Ράπτης. Κάποιοι τον χαρακτήρισαν ως τον τελευταίο των Μοϊκανών.