Διονύσης Χαριτόπουλος: Πειραιώτες - (Κυριακή 12 Ιουνίου 2016) Print

Με υπότιτλο «Ιστορίες & Ειδήσεις 1947-1967» ο Διονύσης Χαριτόπουλος, μας κάνει μια γνωριμία του Πειραιά, τότε που τα πράγματα ήταν ζόρικα, αιχμηρά και επικίνδυνα.

Είναι η τρίτη δουλειά του Δ. Χ. που διαβάζω, μετά το «525» και τον «Άρη» του.

Σε κάποιο βαθμό αυτοβιογραφική, ή έστω βγαλμένη μέσα από προσωπικές εμπειρίες, η έκδοση αυτή έρχεται να προσφέρει πηγαίες δόσεις πληροφοριών για τις συνθήκες της ζωής, της βιοπάλης στο λιμάνι του Πειραιά αυτή την συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Εμφανίζεται ένας ξεχασμένος κόσμος. Δεν είναι η πρώτη φορά που φιλοξενείται τούτος ο κόσμος στις σελίδες αυτού του site. Σχεδόν τρία χρόνια νωρίτερα είχε ξανασυμβεί, μέσα από τη «Χαμοζωή» του  Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου

Ο εκπαιδευτικός, κατέθεσε τις εντυπώσεις του αμέσως μετά την Γερμανική Κατοχή, για τον Πειραιά του 1913. Ο Χαριτόπουλος μας ξεκινά από τον Εμφύλιο και μας φτάνει μέχρι την χρονιά που εκδηλώθηκε το πραξικόπημα. Μια εποχή σαφώς πιο οικεία, για όσους γεννήθηκαν μέσα στη δεκαετία του '50 ή λίγο νωρίτερα.

Το κοινό τους στοιχείο πάντως, είναι η φτώχεια. Κι ότι παράγεται από αυτή. Απόγνωση ή ελπίδα. Κουράγιο ή ήττα, μα και πως όλα αυτά χωρούν σε μια μίζερη πραγματικότητα.

Oι «Πειραιώτες» είναι μια σύνθεση από ειδήσεις εποχής, αλιευμένες από τα φύλλα των εφημερίδων ή το αστυνομικό δελτίο και μια σειρά από αφηγήσεις όπου ο Δ.Χ. σκύβει με επιμέλεια. Αληθινές ή φανταστικές, ακριβείς, ή στο περίπου, μικρή σημασία έχει.

 

Αυτά που βεβαιώνονται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου είναι η αδιαμφισβήτητη σκληρότητα, των συνθηκών της ζωής σε εκείνον τον Πειραιά και το ταλέντο του συγγραφέα το οποίο μας αναδεικνύει με τρόπο άμεσο, κοφτό, ρεαλιστικό, την ιδιαιτερότητα των συγκεκριμένων συνθηκών.

Ενδιαφέρον έχουν οι ειδήσεις και ο τρόπος που επιχειρούν να περάσουν μηνύματα στον πληθυσμό, όπως π.χ. για το πώς:

«ο 5χρονος Ζαφειράκης εκ γενετής κωφάλαλος επιστρέφων από την Τήνον ανεύρεν φωνήν και ακοήν»

ή πως:  «ο Ιωάννης Τ.  ετών 43 λεμβούχος, έθεσεν πυρ εις τα ιμάτια της ενδιαστάσει συζύγου του,  διότι την συνέλαβεν να συνδιασκεδάζει μετά του εραστού της με χρήματα που της είχε δώσει με τον σκοπόν να συμφιλιωθούν»,

ή «...παρά την περιοχήν της Ευαγγελιστρίας, ευρέθη, περιτετυλιγμένον εντός τεμαχίου υφάσματος, νεκρόν στραγγαλισθέν θήλυ βρέφος ολίγων ημερών.»

μα ακόμα: «Γκαγκστερική απαγωγή ιεροδούλου περί την 10ην πρωινήν, έμπροσθεν του Δημοτικού Θεάτρου, εκ δύο σεσημασμένων κακοποιών του...».

Εύκολα συνάγει κανείς τόσο από τα λίγα προαναφερθέντα, όσο και πολύ περισσότερο από τις υπόλοιπες αναδημοσιευμένες ειδήσεις ή το αστυνομικό δελτίο της εποχής, ότι βρισκόμαστε σε ένα κόσμο άγριο, ασυμβίβαστο, σχεδόν ανεξέλεγκτο.

Οι κώδικες τιμής, που συγκροτούν την κοινωνική συνοχή είναι σκληροί, απαραβίαστοι και κρινόμενοι με τα σημερινά μέτρα παράλογοι. Τότε όμως, όριζαν τις ισορροπίες.

Κομπιναδόροι, βαρύμαγκες, νταβατζήδες, μαχαιροβγάλτες, τζογαδόροι, πάσης φύσεως περιθωριακοί, όλοι αυτοί που η καλή κοινωνία ανέκαθεν περιφρονούσε, συγχρωτίζονται στο πολύβουο μωσαϊκό του λιμανιού. Κι ο Χαριτόπουλος έρχεται να μας μεταφέρει τις εικόνες, τα γεγονότα, τα φονικά, τα αδιέξοδα.

«…Ο Ολυμπιακός είναι σαν το Ρεμπέτικο.
Αυτά τα δυο πάνε μαζί ξεκίνησαν την ίδια εποχή από τον Πειραιά και λατρεύτηκαν από τους φτωχούς και κατατρεγμένους όλης της χώρας ο Θρύλος τους έδωσε περηφάνια και το Ρεμπέτικο παρηγοριά».

«…Τελευταία ανακάλυψαν, γούσταραν και μπήκαν στο κόλπο και φραγκάτοι, ακόμα και χοντροί λεφτάδες. Καλοδεχούμενοι κι αυτοί, αφού φτιάχνονται με τις ζεμπεκιές και χτυπιούνται στο γήπεδο για το Θρύλο.
Αλλά δεν είναι κι αυτά δικά τους.
Καλεσμένοι είναι

Και βέβαια υπάρχει πολύς έρωτας:

«Μέχρι το αγόρι να αλλάξει σπίτι, οι δυο χήρες θα του μάθουν απέξω κι ανακατωτά πως «του φτωχού η χαρά είναι το γαμήσι».

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια γλώσσα με αρκετούς ιδιωματισμούς στοιχεία από αργκώ και για όσους δυσκολεύονται υπάρχει στις τελευταίες σελίδες γλωσσάρι για να κατανοήσουν το περιεχόμενο.

Ο Δ.Χ. μας φωτίζει έναν κόσμο μακρινό, για τους περισσότερους άγνωστο, για άλλους ξεχασμένο. Μας γνωρίζει ή μας θυμίζει μια ράτσα, λιμανίσια. Τους Πειραιώτες. Και το κάνει καλά!