Περί της Ολυμπιακής ιδέας (31.07.2012) Print

Διαβάζοντας τον απόηχο των κρίσεων για την τελετή έναρξης των 30ων Ολυμπιακών αγώνων, κάμω μια μικρή αναδρομή ερευνώντας την Ολυμπιακή ιδέα. Ούτως ή άλλως, το μεγαλείο του αθλητισμού συνυπήρχε ανέκαθεν, στις εικόνες της μνήμης μου, με αλλότρια θέματα.

Στις 2 Οκτωβρίου 1968,

δέκα μόλις 24ωρα πριν τη γιορτή της συναδελφωμένης ανθρωπότητας, τους 19ους Ολυμπιακούς αγώνες, στην πλατεία των «Τριών Πολιτισμών» της πόλης του Μεξικού στρατιωτικές δυνάμεις, μετά από όργιο προβοκάτσιας, βάλλουν με καταιγισμό πυρός σε 15.000 συγκεντρωμένους άοπλους φοιτητές και ολοκληρώνουν το έργο τους με έφοδο εφ’ όπλου λόγχη. Η κυβερνητική καταγραφή έκανε λόγο για 4 νεκρούς και 30 τραυματίες. Αργότερα, μια λιγότερη καθοδηγούμενη καταγραφή έκανε λόγο για 257 νεκρούς και χίλιους τραυματίες. Ήταν το τελευταίο μέρος ενός δράματος που ξεκίνησε από το καλοκαίρι, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού ήταν εγκλωβισμένο σ’ ένα βαθύτατα προβληματικό πολιτικό αλλά και οικονομικό περιβάλλον. Το κυρίαρχο σύνθημα των διαδηλωτών ήταν: «Δεν θέλουμε Ολυμπιακούς, θέλουμε επανάσταση». Με ένα προϋπολογισμό της τάξεως των 150 εκατομμυρίων δολαρίων, κολοσσιαίο νούμερο για τα μέτρα της εποχής και την οικονομική δυναμική του Μεξικό, οι Ολυμπιακοί πήγαιναν για πρώτη φορά σε αναπτυσσόμενη χώρα, για πρώτη φορά στην Λατινική Αμερική, για πρώτη φορά σε Ισπανόφωνη χώρα, χωρίς μάλιστα να τους θέλει το σύνολο των πολιτών. Η γιορτή της συναδέλφωσης θα γινόταν πάνω σε πτώματα και οι αγώνες θα διεξαχθούν στη σκιά της σφαγής. Θα χρειαστούν άλλα τριάντα χρόνια ώστε η 2η μέρα του Οκτωβρίου να κατοχυρωθεί ως ημέρα εθνικού πένθους.

Στο αθλητικό επίπεδο, περιείχε εκείνο το εξώκοσμο 8.90 του Bob Beamon, αλλά και τις υψωμένες γροθιές των Αμερικανών σπρίντερς, στην απονομή των 200 μέτρων. Ο νικητής Tommie Smit h και ο τρίτος John Carlos ανυπόδητοι εκφράζουν την αγωνία τους για το καθεστώς ρατσισμού που επικρατεί στην πατρίδα τους. Οι δυο αθλητές, με αυτή τη διαμαρτυρία, καταστρέφουν καριέρα και ζωή. Το σύστημα θα φανεί απέναντί τους ανελέητο. Στο τελικό των 100 μέτρων και οι οκτώ αθλητές είναι μαύροι. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία των Ολυμπιακών αγώνων όπου συμβαίνει κάτι τέτοιο. Είναι επίσης η πρώτη φορά που γίνεται ηλεκτρονική χρονομέτρηση. Τη νίκη αποσπά με νέο παγκόσμιο ρεκόρ ο Αμερικανός Jim Hines με 9.95.


Σχεδόν τέσσερα χρόνια αργότερα,

στ ο Ολ υ μπιακό χωριό του Μονάχου το ιδεώδες θα καταρρεύσει στα διασταυρούμενα πυρά των απαίδευτων ακόμα, για τέτοιες περιπτώσεις Γερμανών αστυνομικών και των αποφασισμένων για αιματοκύλισμα Παλαιστίνιων. Έμεινε στην ιστορία ως η σφαγή του Μονάχου. Οι αγώνες θα συνεχιστούν και οι 18 νεκροί ώθησαν την αστυνομία της Δυτικής τότε Γερμανίας, τον Απρίλιο του ‘73, στην ίδρυση της GSG9, της αντιτρομοκρατικής και ειδικών αποστολών δύναμης. Παράλληλα, η πρωθυπουργός του Ισραήλ, Golda Meir, που συναίνεσε στη συνέχιση των αγώνων, στα 74 της χρόνια έδωσε εντολή στην Mossad να κινηθεί, να ανακαλύψει και να «εξουδετερώσει» κάθε Παλαιστίνιο που είχε εμπλοκή στα γεγονότα του Μονάχου. Έτσι δικαίωσε τον προκάτοχό της, Ben Gurion που κάποτε είχε δηλώσει ότι ή Meir ήταν ο μόνος άνδρας που είχε στο υπουργικό του συμβούλιο. Τριάντα δυο χρόνια αργότερα, ο St. Spielberg θα γύριζε το “Munich” μια πιστή αναπαράσταση, μια βαριά ταινία, για το πώς προχώρησαν οι Ισραηλινοί, εκτελώντας την πρωθυπουργική εντολή.

Στο αγωνιστικό κομμάτι τα επτά χρυσά του μυστακοφόρου Mark Spitz, ο επεισοδιακός τελικός στο μπάσκετ όπου οι Η.Π.Α. έχασαν για πρώτη φορά το χρυσό, με καλάθι του Alexander Belov της Σ. Ενώσης, τα δυο χρυσά του Φιλανδού Lasse Viren σε 5 και 10 χιλιόμετρα και του Ουκρανού V. Borzov σε 100 και 200 μέτρα ήταν μερικά από τα πιο σημαντικά συμβάντα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το ’78, πριν από τα 26 του ο Belov θα έφευγε από τη ζωή με μια εξαιρετικά σπάνια μορφή καρκίνου, το καρδιακό σάρκωμα.


Με αυξημένα μέτρα προστασίας,

διεξήχθησαν οι επόμενοι Ολυμπιακοί αγώνες στο Μόντρεαλ του Καναδά. Για τους διοργανωτές ήταν μια τεράστια οικονομική αποτυχία τις συνέπειες της οποίας κατέβαλαν για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Το κόστος κατασκευής του Ολυμπιακού σταδίου έφθασε το ένα δις δολάρια ξεπερνώντας κατά τρεις φορές τον προϋπολογισμό χωρίς να έχει ολοκληρωθεί μέχρι την έναρξη, φτάνοντας στην τελική του μορφή, μετά από έντεκα χρόνια, το 1987! Εικοσιδύο από τις Αφρικανικές χώρες αποφάσισαν λίγες ώρες πριν την τελετή έναρξης να αποχωρήσουν σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την συμμετοχή της Ν. Ζηλανδίας, η οποία είχε στείλει την εθνική της ομάδα ράγκμπι, σε τουρνουά της Ν. Αφρικής.

Η Ολυμπιακή φλόγα είχε μεταφερθεί για πρώτη φορά ηλεκτρονικά, μέσω δορυφόρου από την Αθήνα στην Οτάβα και από εκεί στο Μόντρεαλ με λαμπαδηδρόμους. Κατά τη διάρκεια των αγώνων η βροχή έσβησε τη φλόγα, την οποία άναψε πάλι, με αναπτήρα, υπάλληλος του σταδίου!

Τα 10άρια της Nadia Comaneci, της 14χρονης Ρουμάνας με τις αφέλειες, που άγγιξε την τελειότητα επτά φορές, κερδίζοντας τρία χρυσά, η επανάληψη των θριάμβων του L. Viren και οι νίκες του Κουβανού Alberto Juantorena, του πρώτος και ο μόνου μέχρι στιγμής αθλητή που έχει κερδίσει τα 400 και τα 800 μέτρα σε Ολυμπιακούς, ήταν οι σημαντικότερες στιγμές των αγώνων.


Η πρώτη φορά

που φιλοξενήθηκαν οι Ολυμπιακοί αγώνες στη Σοβιετική Ένωση, το 1980, σημαδεύτηκε από ευρύ μποϋκοτάζ. Με αφορμή την εισβολή της Σ.Ε. στο Αφγανιστάν το 1979, οι Η.Π.Α. και 64 άλλες χώρες, αρκετές από αυτές ισλαμικές, αποφάσισαν να μην λάβουν μέρος σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Μόλις 80 συνολικά χώρες έδωσαν το παρόν, η χαμηλότερη από το 1954 προσέλευση. Το Ολυμπιακό κίνημα δεχόταν το επόμενο μεγάλο πλήγμα και η πιο δημοφιλής μασκότ στην ιστορία των αγώνων, ο Μίσα η μικρή αρκούδα, δεν μπορούσε να περισώσει ούτε τα προσχήματα.


To 1984,

όταν η πόλις των Αγγέλων στη δυτική ακτή των Η.Π.Α. διοργάνωσε τους 23ους Ολυμπιακούς, σύσσωμο το «σοσιαλιστικό μπλοκ» (της Ρουμανίας, Γιουγκοσλαβίας, Κίνας εξαιρουμένων), αποφάσισε αποχή, επικαλούμενο θέματα ασφαλείας και την αντισοβιετική υστερία που κυριαρχούσε στην Αμερική. Επί της ουσίας ήταν μια κίνηση καθαρά πολιτική, «χρωστούμενο» των αγώνων της Μόσχας. Οι οργανωτές έχοντας υπ’ όψιν τους την οικονομική καταστροφή των αγώνων του Μόντρεαλ χρησιμοποίησαν αρκετές από τις εγκαταστάσεις που υπήρχαν ήδη αποφεύγοντας τα υπερβολικά έξοδα και δεν ήταν τυχαίο που σημείωσαν κέρδη. Αθλητής των αγώνων ο Carl Lewis που σχεδό ν μισό αιώνα αργότερα από τους Ολυμπιακούς του Βερολίνου, ισοφάρισε την αστραφτερή επίδοση του Jesse Owens με τέσσερα χρυσά.


 

Στη δεύτερη φορά

που οι αγώνες θα τελεστούν στην Ασία, μετά το Τόκυο το ’64, δεν αποφεύχθηκε το τέταρτο συνεχόμενο μποϋκοτάζ αν και αυτή τη φορά ήταν πολύ περιορισμένης έκτασης. Η διαμάχη ανάμεσα σε Βόρεια και Νότια Κορέα οδήγησε τις συμμάχους της Βόρειας σε αποχή. Έτσι η Κούβα, οι Σευχέλλες, η Μαδαγασκάρη και η Αλβανία (η τελευταία για 4η συνεχή φορά), μαζί με την Νικαράγουα και την Αιθιοπία (για άλλους όμως λόγους), αποφάσισαν να απόσχουν.

 

 


Το 1992 ο κόσμος έχει αλλάξει.

Για πρώτη φορά, μετά από το Μόναχο, δεν θα υπάρξει καθεστώς μποϋκοτάζ στους Ολυμπιακούς, της Βαρκελώνης. Δεν υπάρχει πια Σοβιετική Ένωση. Ούτε Ανατολική Γερμανία. Μήτε Γιουγκοσλαβία. Δεν υπάρχει «ψυχρός πόλεμος». Μολοντούτο η πρώην Σοβιετική Ένωση χωρίς τη συμβολή των χωρών της Βαλτικής, άτυπα αποκαλούμενη «Κοινοπολιτεία» θα αποσπάσει για μια ακόμα φορά το μεγαλύτερο πλήθος μεταλλίων. Η πόλη της Μεσογείου υποδέχεται του αγώνες φιλόξενα μεγαλόπρεπα. Ο Freddie Mercury δεν ζει, αλλά η φωνή του ακούγεται στο ομότιτλο μουσικό κομμάτι μαζί με την Montserrat Caballé

 

 


Στην Ατλάντα

ο Ολυμπισμός μουλιάζει σε ποτήρια Cola και οι αγώνες αποκτούν τον τίτλο των πιο εμπορευματοποιημένων της ιστορίας. Υπολογίστηκε ότι η οργανωτική επιτροπή συγκέντρωσε περισσότερα από 2 δις δολάρια από τηλεοπτικά δικαιώματα, εισιτήρια, χορηγούς αφήνοντας κέρδη περισσότερα από μισό δις δολάρια.

 

 

 

 

 

Μια από τι μεγαλύτερες εκπλήξεις

όλων των εποχών, λαμβάνει χώρα στο Σίδνεϋ. Σε ένα αγώνισμα που όχι μόνον είχε να επικρατήσει λευκός από το ’72 (Το ’80 στη Μόσχα που κέρδισε ο Ιταλός P. Mennea, δεν συμμετείχαν Αμερικανοί) αλλά από το ’84 και μετά όλο το πόντιουμ έχει χρώμα μαύρο, ένας Έλληνας θα επικρατήσει πέρα από κάθε προγνωστικό και λογική.

Πετυχαίνοντας δυο φορές Πανελλήνιο ρεκόρ, τόσο στα προημιτελικά όσο και στον τελικό, έχοντας τον ταχύτερο χρόνο απόκρισης στην κούρσα του τελικού θα αποσπάσει το χρυσό μετάλλιο. Ήταν ο Κώστας Κεντέρης από την Μυτιλήνη. Ότι συνέβη τέσσερα χρόνια αργότερα, μια μέρα πριν την έναρξη των αγώνων της Αθήνας, ήταν μια ανορθογραφία, που δεν μπορεί να αλλάξει το αποτέλεσμα της νίκης του, εκείνο βράδυ της 28ης Σεπτεμβρίου 2000 στην μακρινή Αυστραλία.


Από αυτό που γλύτωσε η Ελλάδα,

στις 18 Σεπτεμβρίου του 1990 στο Τόκιο, όταν ανατέθηκε η διοργάνωση των 26ων αγώνων στην Ατλάντα, δεν το γλύτωσε στη Λοζάνη στις 5 Σεπτεμβρίου 1997. Έτσι χρεώθηκε τους 27ους Ολυμπιακούς. Έτσι προστέθηκε, άλλο ένα πελώριας κλίμακας γεγονός, σε μια μικρή αλλά ισχυρή λίστα πραγμάτων για τα οποία ο Ελληνικός λαός ούτε ενημερώθηκε, ούτε ρωτήθηκε. Πρόχειρα να θυμηθώ την Ευρωπαϊκή ένταξη, και πως τα πολιτικά συνθήματα «Ε.Ο.Κ. και Ν.Α.Τ.Ο. το ίδιο συνδικάτο» άλλαξαν από το «κίνημα» μόλις ανέλαβε τα ηνία της εξουσίας και της διαχείρισης ασφαλώς, καθώς και την ένταξη στη Ευρωζώνη που έγινε μετά βαίων και κλάδων από τον «εκσυγχρονιστή».

Ακολουθώντας τα ένδοξα βήματα της ιστορίας του, το έθνος, που δανειζόταν και πλήρωνε πλέον σε €, δημιούργησε νέο ρεκόρ κόστους διοργάνωσης Ολυμπιακών αγώνων και με κεντρικό σύνθημα: «Καλώς ήλθατε σπίτι» στήνει τη γιορτή. Πέρσι το καλοκαίρι το αμερικάνικο περιοδικό Forbes δημοσίευσε ρεπορτάζ σύμφωνα με το οποίο, το κόστος των Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας ανήλθε στο ποσόν των 10, 5 δις €, και ήταν 4 φορές ακριβότερο από τους αμέσως προηγούμενους, στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας.

«Η Ελληνική τραγωδία των Αγώνων της Αθήνας συνίστατο στο τεράστιο χρέος που φορτώθηκαν οι Έλληνες μετά τους αγώνες»,

αναφέρει το ρεπορτάζ, ερευνώντας ταυτόχρονα και τους λόγους του υπερβολικού κόστους:

«Με δεδομένο ότι ήταν οι πρώτοι αγώνες μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, το κόστος για την ασφάλεια οδήγησαν τις δαπάνες σε εκρηκτική άνοδο. Ως αποτέλεσμα, το εθνικό έλλειμμα ανήλθε στο 5,3 % του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, ποσοστό που ήταν σχεδόν διπλάσιο από το όριο (3%) που ήταν επιτρεπτό από την Ε.Ε. Το δε συνολικό χρέος ανήλθε στο 112% του Α.Ε.Π. επιβαρύνοντας κατά 50.000 € το κάθε νοικοκυριό.»

Ο θαυμασμός για την διοργάνωση των “καλύτερων ολυμπιακών αγώνων”, το εύρυθμο της λειτουργίας του κράτους, και όλη η φιλολογία για το πόσο είχαμε προοδεύσει, πόσο “γίναμε Ευρώπη” και τα τοιαύτα θα χρειαστούν λίγα μόλις χρόνια για να πνιγούν στα τοξικά απόβλητα της ύφεσης. Τότε που ο τόπος άρχισε να φλερτάρει ανοικτά με την χρεοκοπία και αρκτικόλεξα όπως Ε.Κ.Τ., Δ.Ν.Τ. μπήκαν στην καθημερινότητά μας.


Κάτω από αυτό το πρίσμα

τι θέση μπορεί να έχει μια κουβέντα για το επίπεδο της τελετής έναρξης των αγώνων του Λονδίνου; Για το πόσο φτωχή ή ανέμπνευστη ήταν η Λονδρέζικη σε σχέση με τη δική μας. Για το πόσο ρηχά αντιμετώπισε ο Danny Boyle το θέμα; Για το πόσο πιο πλήρες, πιο εκλεπτυσμένο πρόγραμμα παρουσίασε ο «δικός μας» Δημήτρης Παπαϊωάννου; Προφανώς και ο Έλληνας σκηνοθέτης είχε περισσότερες ευκαιρίες να παρουσιάσει πληρέστερο έργο. Κυρίως διότι η ιστορία, του έδωσε καλύτερο και πλουσιότερο υλικό και φρόντισε να το αξιοποιήσει.

Ασφαλώς και το πολιτιστικό θέμα έχει και την πολιτική του προέκταση. Όσοι ασκούν κριτική στους καλλιτέχνες που συνεργάστηκαν με το απριλιανό καθεστώς (δικαίως ή αδίκως άλλη κουβέντα), γιατί να αφήσουν στο απυρόβλητο όσους έλαβαν μέρος στην ολυμπιακή φιέστα; Τέλος πάντων δεν μπορώ να έχω άποψη, πια ήταν καλύτερη. Δεν έχω δεί ούτε την μια ούτε την άλλη. Θεωρώ δε, τη συζήτηση αυτή σαν την εικόνα της ορχήστρας στον Τιτανικό που συνέχιζε να παίζει ενώ το βαπόρι βυθιζόταν. Βρισκόμαστε σε σύγχυση. Είναι σαφές. Έχει χαθεί το μήνυμα, η ουσία. Ο Ολυμπισμός δεν είναι μέσο, είναι σκοπός. Αντίθετα από το χρήμα που δεν είναι σκοπός, αλλά μέσον για να ζεις καλύτερα, η Ολυμπιακή ιδέα δεν αποτελεί διαβατήριο για οτιδήποτε άλλο ή καλύτερα δεν θα έπρεπε να αποτελεί. Ζούμε μια εποχή στρεβλώσεων. Ναι, ζούμε την εποχή της τηλεοπτικής κυριαρχίας, των μεγάλων, των χρυσών, των περήφανων χορηγών της ασύμμετρης προβολής. Όχι δεν μπαίνω στον πειρασμό να σχολιάσω τον αποκλεισμό της νεαρής αθλήτριας από την Ελληνική Ολυμπιακή ομάδα, ούτε και τον αθλητή που βρέθηκε, σε πρώτο δείγμα, “φαρμακωμένος”. Αυτά είναι μείζονα γεγονότα μόνον για τους ίδιους.


Προτιμώ

να ρίχνω μια κλεφτή ματιά στις μαυρόασπρες εικόνες με το ματωμένο πρόσωπο του Ervin Zador, με τις γυμνές πατούσες του του Αbebe Bikila, με τις υψωμένες γροθιές των Smith και Carlos, τότε που θαρρώ ότι τα πράγματα ήταν περισσότερο ισόρροπα, τότε που ήταν περισσότερο αθλητισμός και λιγότερο οικονομία, τηλεοπτικά δικαιώματα, φάρμακα, χορηγίες, τελετές, πόζες, πρόζες και φανφάρες.

Τότε που αθλητισμός και ο Ολυμπισμός ήταν σκοπός και όχι μέσον.