outfit που λεν’ – (Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019) Print

Όπερ μεθερμηνευόμενος ο όρος εις την ελληνικήν, σημαίνει ένα σύνολο από ρούχα που φοριούνται για συγκεκριμένη δραστηριότητα ή σκοπό. Σε μια πολύ επίσημη πρόσκληση, π.χ., ένα tuxedo, σμόκιν εις την ελληνικήν, σχεδόν επιβάλλεται. Υπάρχουν και περιπτώσεις όπου μια ορισμένη περιβολή επιβάλλεται αυστηρά. Μια από αυτές, είναι οι  αγώνες αυτοκινήτων όπου οι συμμετέχοντες, ακόμα και σε τοπικούς αγώνες εθνικού επιπέδου, είναι υποχρεωμένοι να φορούν άφλεκτες φόρμες, συγκεκριμένων προδιαγραφών.


Δεν ήταν έτσι πάντα. Από τους οδηγούς κινούμενες, διαφημιστικές πλατφόρμες της σήμερον, με δεκάδες χορηγούς πάνω στην παρδαλή, συχνά καλόγουστη φόρμα, αν ρυθμίσουμε το ρολόι του χρόνου λίγο πίσω, θα φθάσουμε στους οδηγούς που συμμετείχαν με ρούχα της καθημερινότητας. Ενίοτε μάλιστα με ένα τσιγαράκι, ανάμεσα σε δείκτη και μέσο, όπως ο Achim Warmbold στον τεχνικό έλεγχο του 21ου Δ.Ρ.Α.

Για προϊόντα καπνού σήμερα ούτε λόγος, καθότι είναι τουλάχιστον απρεπές ως δημόσια εικόνα. Για το σήμερα, μας δίνει μια ιδέα και η απαστράπτουσα εικόνα του Andreas Mikkelsen. Ο Γερμανός Warmbold και ο Νορβηγός Mikkelsen, πέρα από τη συγκεκριμένη χορευτική κίνηση των χεριών τους, έχουν ένα κοινό σημείο. Το ράλυ της Πολωνίας. Το έχουν κερδίσει και οι δυο. Ο πρώτος το 1973 ανάμεσα στους δυο αγώνες του παγκοσμίου πρωταθλήματος που έχει νικήσει, ο δεύτερος το 2016 ανάμεσα στις τρείς, μέχρι τώρα, νίκες του.

Μιλώντας όμως για αγωνιστικό ρουχισμό, ας δούμε μερικές άγνωστες ή ξεχασμένες εικόνες από την δεκαετία του ’70, τόσο από το Δ.Ρ.Α., όσο και από ημεδαπούς εθνικούς αγώνες.

 

Μάιος του ’71. Τατόι, τελευταία δοκιμασία του 19ου Δ.Ρ.Α. Εννέα μόλις πληρώματα έχουν καταφέρει να τερματίσουν. Ανάμεσά τους, στην 4η θέση της γενικής κατάταξης, ο εικονιζόμενος Giuseppe Ceccato. Ιταλός με το ανάλογο στυλ, με Ιταλικό όχημα. Μας ποζάρει με το κράνος μπροστά από το 124 Spider, με παντελονιά στην ίδια περίπου απόχρωση με το όχημα με το κόκκινο ιταλικό κουπέ, λευκό πουκάμισο και έτοιμος να ξεκινήσει τον ημίωρο αγώνα ταχύτητας.

 

Μάιος ’72. 20ο Δ.Ρ.Α. Νυκτερινός τερματισμός  στην Διον. Αρεοπαγίτου για τους Γιώργο «Gear» Αργύρη - Νάκο «El Nak» Πανουργιά. Δεκατρία πληρώματα έφθασαν στην Ακρόπολη, δυο μόνον Ελληνικά. Στην όγδοη θέση οι «Σιρόκο» - Ανδριόπουλος και στην 13η, οι ενδεδυμένοι με πολιτικά εικονιζόμενοι, που δέχονται τα συγχαρητήρια των παρευρισκόμενων. Η κυρία με το καρώ φόρεμα είναι η Έφη Δαρδούφα και ο κύριος με τα γιγάντια μπαρμπετόνια, ο επιθεωρητής Ιαβέρης. Αριστερά με την γραβάτα ο, εκ των διοργανωτών, Σπύρος Παραμυθιώτης.

 

Μάιος ’73. 21ο Δ.Ρ.Α. Καρώ σημαία και νίκη για τον Jean Luc Therier. «Το φαινόμενο αυτό, που τρώει τα νύχια του, έχει θεόστραβα πόδια και φαίνεται για Γάλλος από χιλιόμετρα έκανε ότι ήθελε. Η κλάση του ήταν δυσβάστακτη για το συναγωνισμό.» Έτσι τον είχε  περιγράψει ο, εξαιρετικός, Τάκης Πιρπιρής και έτσι ήταν. Ο Νορμανδός ανέβηκε στην ράμπα θριαμβευτής με αυτό το καρώ ερυθρόλευκο κοντομάνικο πουκάμισο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε επικρατήσει στο Δ.Ρ.Α. Το είχε καταφέρει και το '70 στα 25 του χρόνια.

 

Μάιος ’75. 22ο Δ.Ρ.Α. Η πρώτη νίκη του Γερμανού σημειώθηκε εδώ, στην Ελλάδα. Ο Walter Röhrl με συνοδηγό τον Jochen Berger, έχοντας στην μέση τον κοστουμαρισμένο Αλέξανδρο Δαρδούφα, πάνω στην ράμπα του τερματισμού. Μπλουτζινιά για τον μέλλοντα παγκόσμιο πρωταθλητή, σορτσάκι για τον συνοδηγό και κοινό τους γνώρισμα το κίτρινο μακώ της Opel Euro Händler Team. Θα επαναλάβει την επιτυχία τόσο το '78 με 131, όσο και το '83 με 037. Ο μόνος, μαζί με τον Carlos Sainz, με τρείς νίκες με τρία διαφορετικά εργοστάσια.

 

Μάιος ’76. 23ο Δ.Ρ.Α. Λασπωμένος, ακόμα πιο σφικτός αγώνας, στο βόρειο κομμάτι του. Στην ευθεία των Θηβών οι «Σιρόκο» - Ανδριόπουλος, έχουν σταματήσει για σέρβις. Η Α110 έχει σηκωθεί από την ουρά για να δουλέψει ο Θέμης Μυτάκος. Η Μαρία μιλά στο σύζυγο της, ο οποίος φορά πουκάμισο και πουλόβερ. Την επόμενη μέρα θα τερμάτιζαν δεύτεροι, για δεύτερη συνεχή χρονιά. Ακόμα και επί Stratos, ο Τάσος θα φορούσε στα ράλυ, τα προσφιλή του κοτλέ παντελόνια, συνήθως καφέ ή μπεζ με γαλάζια πουκάμισα.

 

Μάιος ’78. 25ο Δ.Ρ.Α. Με λευκό κοντομάνικο μακώ, και γρήγορο τέμπο, ο Achim Warmbold στρίβει στα τελειώματα της ετάπ Λουκίσια το ομάδας 2 GTE του. Τέσσερες μέρες αργότερα θα τερμάτιζε στην 5η θέση, μισή ώρα πίσω από τον Harry Källström και δέκα λεπτά μπροστά από την βαριά λαβωμένη Stratos του «Σιρόκο». Έξι χρόνια νωρίτερα είχε ολοκληρώσει στην τρίτη θέση με την δυο δυο. Μια καθυστέρηση από κλαταρισμένο ελαστικό στην Αρναία, του κόστισε την νίκη, όπως έγραψε ο Τύπος, το '72.

 

Σε εθνικό επίπεδο, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία για το ελαφρότερο ντύσιμο οδηγού, ειδικά τους ζεστούς μήνες. Ο Μηνάς Βουρδουμπάκης και το φανελάκι του, υπήρξαν σημείο αναφοράς. Σε μια εικόνα από το Τατόι των 90 λεπτών του Αυγούστου του ’70, ο Κρητικός οδηγός στρίβει το δύστροπο Glass στην παρακαμπτήριο, με παραμορφωμένο το εμπρόσθιο δεξί ελαστικό. Ευδιάκριτο το φανελάκι, καθώς και το πλήθος κόσμου που παρακολουθούσε τότε τον αγώνα, μέσα στο κατακαλόκαιρο, στην άχαρη, από πλευράς θέασης, ευθεία του αεροδρομίου.

 

Ιούλιος 1971. Χανιά.

Η μοναδική φορά που διοργανώθηκε αγώνας του πρωταθλήματος ταχύτητας,  στους δρόμους της Κρητικής πόλης.

Ο Σπύρος Τσινιβίδης, ένας φαντεζί και τολμηρός οδηγός, εικονίζεται λίγο πριν δέσει το κράνος του για να φτάσει στην γραμμή εκκίνησης.

Το κοντομάνικο, κάπως see through μπλουζάκι, θα τον δροσίσει αρκετά ώστε να τερματίσει με την δυο – δυο που οδηγούσε, στην τρίτη θέση της γενικής κατάταξης.

Παρά το γεγονός μάλιστα, ότι ξεκίνησε τελευταίος, αφού δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στις δοκιμές κατάταξης λόγω τεχνικών προβλημάτων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πρώτη Κυριακή Οκτωβρίου 1971.

Ρόδος.

Λίγο πριν την εκκίνηση του τελευταίου, ως απεδείχθη, αγώνα ταχύτητας στους δρόμους της πόλης.

Εύθυμοι εικονίζονται (από αριστερά) ο Γιώργος Μοσχούς με racing outfit, o Σπύρος «Νταϊνάμικ» Πλατής και ο Giovanni Ragusa από την ομάδα του Γιώργου, με τον άριθμό 4 στις «σαλιάρες» που έδινε τότε η Λέσχη για το προσωπικό των pits, όσων συμμετείχαν. Δεξιά στο άκρο, ο Γιάννης «Μαύρος» Μεϊμαρίδης.

Στα 27 του χρόνια, ο Έλληνας πρωταθλητής φορά κάτω από το λαχούρι πουκάμισο, το αγαπημένο του λευκό μακώ με τις μπλέ μπορντούρες, σημείο κατατεθέν των αγωνιστικών εμφανίσεων του.

Κανείς δεν φαντάζεται το τραγικό της συνέχειας.

 



 

Ιούλιος ’77. Πλατεία λαού Λαμία. Εκκίνηση 8ου ράλυ Φθιώτιδος. Χρονιά ενιαίου με τα Abarth A112. O Παύλος «Παύλος» Μοσχούτης με τον Τίμο «Σόμιτ» Τζάνες, ετοιμάζονται να εκκινήσουν. Με πολιτικά εννοείται. Αριστερά διακρίνεται δίπλα στον οργανωτή Μίλτο Ανδριόπουλο, ο Σπύρος Αναλυτής με το λευκό Koni μακώ, συμμετέχων και αυτός. Πίσω δεξιά με την κάμερα ανά χείρας ο Νίκος Γραμματικόπουλος. Πέρα από τα σχεδόν 20 Abarth που συμμετείχαν, άλλες  55 συμμετοχές τίμησαν με την παρουσία τους, τον ασφάλτινο αγώνα.

 


Πρώτο Σάββατο Δεκεμβρίου 1977. Ισθμός Κορίνθου. Εκκίνηση Μαύρου Ρόδου. Σε ένα αγώνα που οι συνεχείς, καταρρακτώδεις βροχές ανέβασαν κατακόρυφα τον βαθμό δυσκολίας του, οι Γιάννης Λέκκας – Μάκης Βλάχος, ετοιμάζονται να πάρουν εκκίνηση από τον «Ίκαρο» ο οποίος συνομιλεί με τον συνοδηγό. Μέσα στο R5 το πλήρωμα με την συνηθισμένη εμφάνιση της εποχής. Πουκάμισο, πουλόβερ. Δεν κατάφεραν να βρεθούν στα μόλις πέντε αυτοκίνητα που τερμάτισαν το επόμενο πρωινό. Εγκατέλειψαν όταν το γαλικό αυτοκίνητο έχασε τον πίσω αριστερό τροχό του.

 

Τελευαία Κυριακή Οκτωβρίου του ’77. Ριτσώνα, ψιλόβροχο, Ρ33Τ3 με ατρόμητο Γιώργο Μοσχού δεν είναι συνθήκες που απαραίτητα ταιριάζουν. Ο πολυτάλαντος οδηγός το έχασε και το σπάνιο μα και δύστροπο Ιταλικό πρωτότυπο έχει κάτσει με την κοιλιά στην άκρη του γλιστερού δρόμου, χωρίς σοβαρές ζημιές, αλλά ανήμπορο να συνεχίσει. Ο Γιώργος ανάμεσα στον εκνευρισμό και την απογοήτευση, με καμπάνα παντελόνι και κομψό μπουφάν για να αντιμετωπίσει την ψύχρα της βροχερής Φθινοπωρινής μέρας, περιμένει το συνεργείο για να απεγκλωβίσουν το Ιταλικό πρωτότυπο.

 

Όλες τούτες οι εικόνες, όπως και πάμπολλες άλλες ανήκουν αναπόσπαστα στο παρελθόν. Τα κοντά, οι βερμούδες, τα μακώ, τα φανελάκια και οι φανέλες, έχουν κλείσει αμετάκλητα τον κύκλο τους στο χώρο των αγώνων. Μαζί με την εποχή τους. Για κάποιους, αυτή η συνθήκη εκφράζεται και από τους στίχους του Κυριάκου Ντούμου, που μελοποίησε ο Λάκης -με τα ψηλά ρεβέρ- Παπαδόπουλος και ερμήνευσε τόσο ο Γιώργος Μαργαρίτης, όσο και ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας. Έστω, με έντονο και εμπνευσμένο το ποδοσφαιρικό περιεχόμενο, ακουμπά  μια χαρά και την περίπτωση μας. Σαν ένα ταιριαστό outfit.

«Παίζουμε για τη φανέλα,
για το έτσι, για την τρέλλα,
για την πάρτη μας, για την πάρτη μας,
δε γουστάρουμε καπέλα
και σεντόνια πουλημένα
στο κρεβάτι μας, στο κρεβάτι μας».