Λίγο πριν τις δέκα βράδυ και ενώ το τελευταίο φως έχει χαθεί, έχουμε καταφέρει να συνεννοηθούμε με τους Μολδαβούς τελωνειακούς. Τυπικά είχαν το δίκιο με το μέρος τους. Ασφαλώς και μας έλειπε ένα “χαρτί”, καλώς έκαναν και μας απαγόρευαν την είσοδο στη χώρα τους αλλά ο εκνευρισμός και κυρίως η ειρωνεία από ένστολους με εξουσία είναι μια συμπεριφορά περιττή. Η βάρδια που μας απέπεμψε είχε αλλάξει, όπως είχε αλλάξει και η συμπεριφορά της επόμενης βάρδιας.
Ευγενείς, καταδεκτικοί, συνεργάσιμοι πια, καθώς είχαν ενημερωθεί από τον Μολδαβό πρέσβη στην Ουκρανία, μέσω του Έλληνα πρέσβη στην Ουκρανία, αφού στην Μολδαβία δεν υπάρχει Ελληνική πρεσβεία, παρά μόνο άμισθο προξενείο. Τι μαθαίνει κανείς, αν έχει ανάγκη!
Τα επόμενα 250 περίπου χιλιόμετρα
μέχρι την πρωτεύουσα της χώρας, το Κισινάου, ήταν πολύ διαφορετικά. Η πρώτη εικόνα ήταν αποκαλυπτική. Μερικά φορτηγά παρατημένα δεξιά και αριστερά του δρόμου. Κάτι που έμοιαζε με Καντίνα, ελάχιστος, ισχνός φωτισμός και ένα οικισμός που έμοιαζε νεκρός. Η ποιότητα του οδοστρώματος κακή, ειδικά στα πρώτα χιλιόμετρα αθλία, με συχνά νεροφαγώματα, η σήμανση ανύπαρκτη, ο δρόμος στενός. Αν όλα αυτά ακούγονται αρνητικά, πως μπόρεσε αυτή η διαδρομή να μείνει χαραγμένη στη μνήμη μου σαν κάτι το εξαιρετικό, το μοναδικό;
|