Ολίγον ενοχικά, άφησα στη μέση το τελευταίο πόνημα του Christopher Hithens (Ηitch 22), που ευχάριστα με ταλαιπωρεί πολλά βράδια των τελευταίων εβδομάδων και σε λιγότερο από 24 ώρες ολοκλήρωσα την αυτοβιογραφία του Νίκου Αλέφαντου.
Γεννημένος στις τρεις Ιανουαρίου του '39 (τριάντα ακριβώς χρόνια πριν τον Michael Schumacher), στο κέντρο των Αθηνών, αφιέρωσε ολάκερη τη ζωή πάνω και γύρω από το ποδόσφαιρο. Στις 287 σελίδες του βιβλίου ξεδιπλώνονται οι γνωστές και άγνωστες πτυχές αυτής της πορείας και ο αφηγούμενος δεν κάνει καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια να εξωραΐσει, να στρογγυλέψει τα γεγονότα.
Δυο λόγια κατ' αρχήν για το πως αντιλαμβάνεται την “μπάλα”. Ο Αλέφαντος δεν ήταν σπόρτσμαν, ή τουλάχιστον δεν ήταν πρώτα σπόρτσμαν. Δεν διάλεξε το ποδόσφαιρο για να περάσει καλά, για να διασκεδάσει. Ήρθε στο σύμπαν της μπάλας για να επικρατήσει. Ήρθε αποφασισμένος, προφανώς διότι αντιλαμβανόταν ότι δεν είχε άλλες επιλογές. Παιδί φτωχής οικογένειας, «φτώχεια και των γωνέων» όπως επισημαίνει (σ.14).
Έπρεπε λοιπόν να επιβιώσει, κι’ αφού με τα «γράμματα», όπως ομολογεί και ο ίδιος δεν είχε στενές σχέσεις, έπρεπε να το κάνει μέσω του αθλήματος. Σε αυτή τη διαδικασία υπάρχει ένας στόχος και και ένας τρόπος. Ο στόχος είναι η νίκη και ο τρόπος είναι η σύγκρουση. Μαρτυρίες πολλές:
|
Read more...
|
O Λεονάρντο Σάσα (Leonardo Sciascia) υπήρξε μια πολυσχιδής προσωπικότητα. Τα σπουδαιότερα προσόντα του, ήταν η ευαισθησία και η καλλιέργεια. Πάνω σε αυτές τις αρετές, στοίχισε την πολύτιμη λογοτεχνική, πολιτική, φιλοσοφική κληρονομιά του.
Ένα μικρό τμήμα αυτού του μεγάλου και σπουδαίου έργου που άφησε πίσω του, είναι το βιβλίο: «Η υπόθεση Μόρο» που εκδόθηκε στην Ιταλία το ’78.
Στην Ελλάδα, μεταφράστηκε από την Σώτη Τριανταφύλλου και κυκλοφόρησε πριν 11 χρόνια.
Με την συμπλήρωση 35 ετών από την εκτέλεση του Aldo Moro, έχει ενδιαφέρον να σκύψουμε πάνω στο πόνημα του Σάσα.
Γραμμένο ευθύς μετά το καθεστώς της ομηρίας και το τέλος του Χρηστιανοδημοκράτη ηγέτη, διακρίνεται για την νηφαλιότητα, την ευκρίνεια, την διεισδυτικότητα του κειμένου. Το ’78 ο Σάσα είναι 57 ετών.
Έχει ήδη να επιδείξει ένα λαμπρό, δημιουργικό παρελθόν και μια τολμηρή διδασκαλική, δημοσιογραφική, πολιτική πορεία. Με μια λέξη είναι έμπειρος. Η δε εμπειρία του είναι σκληρή. Είναι Σικελική.
Για αυτό και θεωρείται ο συγγραφέας της «Σικελικότητας» (sicilitudine). Ταυτόχρονα όμως είναι και ο συγγραφέας της «Ιταλικής συνείδησης».
Στα μικρά του χρόνια, διέφυγε τον πειρασμό του Φασισμού, έτσι η εικόνα των άπορων Σικελών που ο Μουσολίνι έστελνε στην Ισπανία να πολεμήσουν στο πλευρό του Φράνκο, ήταν το υλικό, το ερέθισμα πάνω στο οποίο συνέγραψε το πρώτο του διήγημα.
|
Read more...
|
|
Οι περισσότεροι Έλληνες που κρίνουν τον Θεοδωράκη, γνωρίζουν κατά τεκμήριο λιγότερα για την μουσική και για την πολιτική, από αυτόν. Όπως επίσης έχουν λιγότερες εμπειρίες και σε πολιτικό και σε πολύ περισσότερο, σε μουσικό επίπεδο. Τον κρίνουν όμως.
Ασφαλώς και είναι δυσνόητη η πορεία του Μίκη. Είναι δυσερμήνευτη η τροχιά του από το Μακρονήσι στον υπουργικό θώκο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, όπως επίσης και από την ίδρυση των «Λαμπράκηδων» στη ρήση του: «Καραμανλής ή τάνκς». Ο ίδιος έχει ερμηνείες για όλα. Στο τέλος, ούτε τον έζησε ούτε έγινε διάσημος από την πολιτική, ενώ η εμπλοκή σε με τα κοινά όχι μόνο δεν αφαιρεί τίποτα το πελώριο μουσικό μέγεθος του, αλλά προφανώς υπήρξε η κυρίαρχη πηγή έμπνευσης και δημιουργίας.
Όλα τούτα εμπεριέχονται στο βιβλίο του Γιώργου Αρχιμανδρίτη που κατ’ ουσίαν αποτελεί μια επιμέλεια των αυτοβιογραφικών μονόλογων του συνθέτη, διανθισμένη με τις απόψεις του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, του Κώστα Γαβρά, της Ντανιέλ Μιττεράν, του Ζορζ Μουστακί και της Μαρίας Φαραντούρη. Απόψεις που εμκυστηρεύτηκαν στον συγγραφέα ο οποίος γράφει και τα εισαγωγικά σημειώματα για κάθε ένα από τα δεκαέξι κεφάλαια. Την έκδοση προλογίζει ο Ζακ Λανγκ.
Στις τριακόσιες, σχεδόν, σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης αντικρίζει δεκάδες μαυρόασπρες φωτογραφίες, άλλες γνωστές άλλες σπάνιες, που δίνουν έναν πρόσθετο πλούτο.
|
Read more...
|
Περισσότερο από 20 χρόνια, “αποσπασμένος” αποκλειστικά, στα γράμματα, ο Δ. Χαριτόπουλος, επιστρέφει με το “μυθιστόρημα” εκ Πειραιώς”. Μετά από τέσσερα χρόνια εκδοτικής παύσης, επανέρχεται και καταγράφει τα παιδικά, τα εφηβικά του χρόνια μέχρι του σημείου που ολοκλήρωσε, με κάποια καθυστέρηση, τον κύκλο των εγκυκλίων του σπουδών.
Μας αποκαλύπτει την πατρίδα των παιδικών του χρόνων, από το '47 που γεννήθηκε ως το '67 που “τελείωσε την τελευταία τάξη σε ένα μικρό ιδιωτικό γυμνάσιο στο Πασαλιμάνι απέναντι από τον ανηφορικό κηπάκο που είναι και το Άγαλμα της Μητέρας.” όπως σημειώνει στην προτελευταία παράγραφο του πονήματός του.
Μας παρουσιάζει τον κόσμο που πρωτογνώρισε, έναν κόσμο απροκάλυπτα και συχνά, τουλάχιστον επιφανειακά, αδικαιολόγητα βίαιο, σε μια συνοικία του μεταπολεμικού Πειραιά όπου «όλα μπορείς να τα δεις και να τα κάνεις, όλα εκτός από ένα, να κάνεις το ζόρικο». Τα Μανιάτικα. Αυτές είναι οι πρώτες εικόνες του, τα πρώτα βιώματα. Ήρωάς του είναι «το παιδί». Πάνω του τρέχει το χρόνο, διηγείται τα συμβάντα, περιγράφει την άγρια πλευρά της ζωής και είναι βίαιη, είναι άγρια, είναι ζούγκλα, διότι δεν περισσεύει ούτε χώρος, ούτε χρόνος, ούτε χρήμα. Διότι είναι ένας αγώνας επιβίωσης.
Περιγράφει κατατοπιστικότα, την μορφή της κοινωνίας, υπερασπίζεται συνθήκες και ανθρώπους που πριν 40 χρόνια ήταν βαθιά κατηγορούμενοι και αμαρτωλοί, όπως οι ρεμπέτες, απαλλάσει τις πουτάνες, περνώντας μας την εικόνα της σχεδόν ευτυχισμένης πόρνης χωρίς να θυμίζει τη αντίστοιχη φιλμογραφία του Ντασέν. Παραθέτει εκατοντάδες ονόματα. Ονόματα εμπορικών και πολεμικών βαποριών, δρόμων, ρεμπετών, προσωπικοτήτων, συνοικιών, καλλιτεχνών. Στις παραγράφους του παρελαύνουν, πολιτικοί, μαγκίτες, φονιάδες, κουτσαβάκια, γνήσιοι και δήθεν, χασικλήδες, καμπαρετζούδες, ποδοσφαιριστές, στριπτιζούδες ντόπιες και αλλοδαπές, μαγαζάτορες της νύκτας, παρελαύνει ένα ολόκληρο λιμάνι για 20 χρόνια.
|
Read more...
|
|