Ο Αμερικανός συγγραφέας Ambrose Bierce (1842 – 1914), ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που έζησαν και επέζησαν μέσα από φονικές μάχες και μεγάλα δράματα. Πολλές από αυτές τις εμπειρίες τις κατάγραψε και με το ύφος του συνέβαλε στη δημιουργία ενός ενδιαφέροντος, ιδιότυπου λογοτεχνικού είδους. Εκείνου όπου το πραγματικό αναμιγνύεται με το υπερφυσικό. Απαιτούνται όμως ιδιαίτερες δεξιότητες ώστε να αποτέλεσμα να φτάσει στις αριστουργηματικές διαστάσεις της «γέφυρας» και να μην ολισθήσει σε οτιδήποτε λιγότερο. Η ιστορία του "An Occurrence at Owl Creek Bridge" έχει περιγραφεί ως «μια από τις πιο διάσημες και συχνά ανθολογημένες ιστορίες στην αμερικανική λογοτεχνία».
Ο πλούτος των εμπειριών του ήταν το όχημά και η χρήση του γραπτού λόγου, το καύσιμο για το μακρύ λογοτεχνικό του ταξίδι. Έχοντας γνωρίσει από κοντά τον αχό του πολέμου, την ανεξέλεγκτη βία της ένοπλης συμπλοκής, έχοντας πολεμήσει σε δεκάδες μάχες ως υπολοχαγός με τις δυνάμεις της Συνομοσπονδίας στον Αμερικανικό εμφύλιο, βιώνοντας την απώλεια δυο παιδιών του από αλλότριες αιτίες, και πηγαίνοντας ενάντια σε πολλά καθεστηκυία θεμέλια της κοινωνίας δημιούργησε ένα κόσμο ειλικρινή και αιχμηρό.
Το σύντομο αυτό πόνημα, αναπτύσσεται σε τρία κεφάλαια και αποτελεί ένα αντιπολεμικό μανιφέστο, αλλά ταυτόχρονα επιχειρεί και μια υπόκλιση στον ένοπλο και υπό όρκο πολίτη.
|
Read more...
|
Τέτοια εποχή ήταν πριν από μισό αιώνα, και λίγο περισσότερο. Αρχή σχολικού έτους, σε νέο περιβάλλον, με άλλους διδάσκοντες και συμμαθητές. Εις από αυτούς, συνονόματος μάλιστα, διέφερε από τους άλλους. Ντύσιμο που παρέπεμπε σε πενηντάρη και όχι σε μαθητή, σκούρα μακριά παλτουδιά, διοπτροφόρος με μαύρο χοντρό σκελετό, χωρίς κανένα διαθέσιμο χιουμοριστικό κεφάλαιο στην καθημερινότητά του, δίχως οποιαδήποτε ζωντανή απόχρωση στο πρόσωπο και τέλος με φανερή αντιπάθεια σε κάθε αθλητική δραστηριότητα, εκτός, …εκτός από θεατής και παίκτης στις ιπποδρομίες.
Στις φαρδιές τσέπες της παλτουδιάς φώλιαζε κάποιο μικρού σχήματος έντυπο με τα προγνωστικά των ιπποδρομιών που τότε διεξάγονταν στο περίφημο φαληρικό δέλτα. "Τζακ Ποτ", "Γκανιάν", "Κούρσες", κάτι από αυτά ο τίτλος του εντύπου. Η άλλη αγαπημένη του αθλητική του δραστηριότητα ήταν το Σαββατόβραδο αυτοσχεδιάζοντας πάνω στην πράσινη τσόχα. Δεν άργησαν να συγκροτηθούν καρεδάκια με άλλους μαθητές όπου παίζονταν στην πόκα όχι ασήμαντα ποσά, μέσα σε πυκνούς καπνούς των άφιλτρων Hellas Special που στέκονταν ανάμεσα στα κίτρινα ακροδάκτυλα έτερου συμμαθητή και άλλων προσώπων που επικοινωνούσαν με λίγες, κοφτές, συγκεκριμένες λέξεις επί ώρες.
|
Read more...
|
Κατέφθασε από φίλο, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ως πληροφορία για βιβλιοπωλείο που το είχε προσφορά και συνέχιζε με την εντολή: «να αναγνωσθεί απαραιτήτως», όπερ και εγένετο αν και με μικρά καθυστέρηση. Και ήταν έτσι ακριβώς. Νομίζοντας ότι κάτι κατείχα από τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, έπειτα από την μελέτη στο δίτομο πόνημα του Giles Milton, αλλά και στο «νούμερο» του Ηλία Βενέζη, ξεκίνησα την ανάγνωση.
Να σημειωθεί ότι η πρώτη έκδοση χρονολογείται το 1963, είχαν ήδη περάσει 41 χρόνια από τα γεγονότα, συνεπώς η κρίση του συγγραφέα ήταν κάπως απόμακρη από τη σκιά της καταστροφής και κοιτούσε το θέμα με περισσότερη ψυχραιμία. Επίσης ήταν τουλάχιστον 60 ετών, τουλάχιστον διότι δεν είναι σαφές πότε ακριβώς γεννήθηκε, άρα και η ηλικία του συνηγορούσε προς μια ωριμότητα. Αναφέρονται όλα τούτα καθώς αποτελούν θετικά πρόσημα στην αντικειμενικότητα της αφήγησης,
Εξ ίσου σημαντικά θετικό στοιχείο, είναι η παράθεση πολλών επισήμων εγγράφων, καθώς και καταθέσεων προσώπων που βρέθηκαν στην δύνη των γεγονότων, έχοντας κάποιο ρόλο. Αυτό που συνάγεται με πολύ βαρύ συναισθηματικό φορτίο από την τόσο πλούσια σε στοιχεία και καλοδουλεμένη αφήγηση είναι ότι το ελληνικό στοιχείο εγκαταλείφθηκε στην τύχη του. Η έκφραση προδόθηκε ίσως να μην είναι και τόσο ακραία ή άστοχη.
Και όταν γίνεται λόγος για τύχη, ήταν εκ των προτέρων γνωστό ότι θα ήταν η χειρότερη δυνατή. Η απόβαση της πρώτης μεραρχίας του Ελληνικού στρατού στην Σμύρνη στις 2 Μαΐου του 1919, έγινε δεκτή με τόσο ενθουσιασμό ώστε τίποτα δεν προμήνυε ότι σε 40 μήνες οι ελληνικές δυνάμεις θα υποχωρούσαν, με κάποιες από αυτές να εγκαταλείπουν στους δρόμους της πόλης οπλισμό, ρουχισμό, πολεμοφόδια στην προσπάθεια να σωθούν, μετά από την επέλαση προς την Άγκυρα και την κατάρρευση του μετώπου.
|
Read more...
|
Το να αφορίσει η εκκλησία το έργο σου και κατόπιν δις το άτομό σου, αποτελούσε στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα στίγμα βαρύ και ανεξίτηλο. Σε ανάγκαζε σε περιθωριοποίηση και φυγή. Βεβαίως κατά παρόμοιο τρόπο είχε συμπεριφερθεί η εκκλησία και στο πρώτο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα, σε πλειάδα αγωνιστών και πρωταγωνιστών της εξέγερσης γεγονός που, για ευνόητους λόγους, δεν αποδίδεται στις σωστές του διαστάσεις μέχρι σήμερα.
Στην δίνη των αφορισμών έπεσε και ο Κεφαλλονίτης Ανδρέας Λασκαράτος για παρόμοιους «επαναστατικούς» λόγους. Ο συγγραφέας όπως σημειώνεται στο επίμετρο (σ.65), «σχολιάζει μεταξύ άλλων τον θρησκευτικό φανατισμό, την πολιτική διαφθορά και τις πελατειακές σχέσεις των ανθρώπων».
Αυτός ο σχολιασμός όπως πολύ σωστά επισημαίνεται, έρχεται με έναν πρωτότυπο τρόπο όπου ο Λασκαράτος εκθέτει δεξιοτεχνικά τις παθογένειες, τις δεισιδαιμονίες , τον οπισθοδρομισμό, την βαναυσότητα, την εκμετάλλευση που στεφάνωνε την κοινωνία της εποχής του, και τα οποία αυτά γνωρίσματα πέρασαν αυτούσια, ακάθεκτα και στις επόμενες γενεές.
Προκειμένου να πετύχει τα παραπάνω αξιοποιεί αριστουργηματικά τον ζωικό κόσμο. Του δίνει νου, στοχασμό, κρίση και φωνή. Σε μια πρακτική όπου μπορεί να ερμηνευτεί και ως πρόδρομος της ζωοφιλίας, σε μια εποχή ατέρμονης φτώχιας, όπου μοιραία τα ζώα ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, χρήσιμα εργαλεία.
|
Read more...
|
Υφίσταται μια σύντομη φράση, που στερεώνει αλλά ταυτόχρονα σοκάρει στο παράδοξο αυτό διήγημα του Η.Μ. «Θα προτιμούσα όχι», η στο πρωτότυπο "I would prefer not to." Ολοκληρωμένο πριν 171 χρόνια, γνώρισε τα πρώτα φώτα της δημοσιότητας, δημοσιευμένο σε δυο συνέχειες στο περιοδικό της Νέας Υόρκης "Putnam's Magazine". Όπως πολλά σημαντικά έργα δεν έκανε ιδιαίτερη αίσθηση τότε και χρειάστηκε χρόνος προκειμένου να πάρει τις διαστάσεις που του έπρεπαν.
Το βάθος και το πλήθος των εμπειριών της ζωής του συγγραφέα αποτέλεσαν, πέρα από το ταλέντο του στη χρήση της γλώσσας, το πιο εκλεκτό καύσιμο για να καταθέσει τέτοιου είδους ιδέες. Η παραδοξότητα, η μελαγχολία, το χιούμορ αναμειγνύονται με μια αναλογία, που έλκει άμεσα τον αναγνώστη καθώς και οι ζωντανές περιγραφές που ξετυλίγει με εξαίρετες λεπτομέρειες.
Μας προσφέρει την ιστορία ενός γραφέα, που προσλαμβάνει στη δούλεψή του ο δικηγόρος προϊστάμενος της γραμματείας του ανώτατου δικαστηρίου των Η.Π.Α. Ο γραφέας άνθρωπος ήσυχος, αθόρυβος είναι, εν αρχή, παραγωγικότατος, ακάματος, αποτελεσματικότατος.
Στο πέρασμα του χρόνου αποστασιοποιείται ολοένα και περισσότερο από κάθε είδους επαγγελματική υποχρέωση, αρνούμενος οποιαδήποτε παραγγελία, προσταγή, επιθυμία του εργοδότη του δικηγόρου, χρησιμοποιώντας τη φράση «Θα προτιμούσα όχι». Μοιραία σημειώνει ο Melville για τον ήρωά του: «Ο Μπάρτλμπυ ήταν άνθρωπος των προτιμήσεων, όχι των δεδομένων». Η στάση του προκαλεί σειρά αδιεξόδων στο δικηγόρο ο οποίος εμφανίζεται αδύναμος να εφαρμόσει οποιαδήποτε λύση.
|
Read more...
|
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης μισού αιώνα από την πτώση της χούντας, η κρατική τηλεόραση επαναπροέβαλε μια σειρά από παραγωγές που είχαν γυριστεί το 1991 και διαπραγματεύονταν την μεταπολιτευτική περίοδο. Την επιμέλεια, την παρουσίαση είχε η Μαρία Ρεζάν και σε κάθε ωριαία εκπομπή, όπου είχε και έναν διακεκριμένο καλεσμένο, ανέλυε κάθε έτος ξεχωριστά.
Έτσι μετά την εκπομπή για το 1982, όπου η Βάσω Παπανδρέου είδε και σχολίασε τε συμβάντα εκείνης της χρονιάς, προσκεκλημένος ήταν ο Γιάννης Μαρίνος, η επι δεκαετίες η ηγετική μορφή του Οικονομικού Ταχυδρόμου του Δ.Ο. Λ. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 προσπαθούσα, ενίοτε επί ματαίω, να αφομοιώσω την αυστηρή γλώσσα της αρθρογραφίας του, ένιωθα την αντιπάθειά του για οτιδήποτε πράσινο ή κόκκινο και αντιλαμβανόμουν μια σχολαστική, εμπεδωμένη άποψη. Υποθέτω ότι σε αναγνώστες κάτω των τριάντα ετών, τότε, είχε μικρή απήχηση.
Στα 85 του χρόνια, το 2018, κατόπιν παραινέσεων γνωστών και φίλων συνέγραψε ένα ευχάριστο, καλοδουλεμένο πόνημα για τις ιδιαίτερες, προσωπικές στιγμές που έζησε με τρεις σημαντικούς ηγέτες ισχυρών πολιτικών σχηματισμών. Δυο από αυτούς είχαν και την ευθύνη της διακυβέρνησης του τόπου επί μακρόν. Ήταν οι Κ. Καραμανλής, Α. Παπανδρέου, Χ. Φλωράκης.
Για όσους έζησαν συνειδητά εκείνη την μεταπολιτευτική περίοδο, η έκδοση αποτελεί άλλο ένα χρήσιμο εργαλείο ακριβέστερης αξιολόγησης, ερμηνείας και αντίληψης, μέσα από τα γραφόμενα και τις προσεγγίσεις του συγγραφέα με τους πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής. Ο οποίος συγγραφέας δεν ήταν γνωστός για το μειλίχιο ή ευπροσήγορο ύφος του.
|
Read more...
|
Λίγα είναι τα βιβλία που έχουν αναφερθεί, εδώ, σχετικά με τις περιπέτειες εγκλείστων σε σωφρονιστικά ιδρύματα. Οι δε αιτίες, οι λόγοι που τους έσπρωξαν στο περιβάλλον των φυλακών, διαφέρουν. Όσο και να διαφέρουν πάντως, ο Χρόνης Μίσσιος, ο Παναγιώτης Κανελλάκης, η Anna Laura Braghetti, o Δημήτρης Κουφοντίνας, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Νίκος Κοεμτζής, βρέθηκαν μέσα σε κελιά. Σε αυτούς θα προστεθεί σήμερα και ο Βασίλης Παλαιοκώστας μαζί με το πόνημά του, που φέρει τον υπότιτλο: «Δράσεις και αποδράσεις ενός επικηρυγμένου».
Ο οποίος Β.Κ. κάνει μια τομή γράφοντας: "άλλο ο παράνομος και άλλο ο εγκληματίας". Πάνω σε αυτό το μοτίβο βασίζει όλη την ύλη και το περιεχόμενο του βιβλίου του. Παρουσιάζει, λοιπόν, τον εαυτό του ως παράνομο, ως ένα πρόσωπο που κινείται παραβατικά, αλλά δεν αποδέχεται τον χαρακτηρισμό του εγκληματία. Είναι η μυθιστορηματική αφήγηση μιας ακραία ασυνήθιστης ζωής.
Ακραία όχι μόνον διότι όσα είναι ευρύτερα και δημόσια γνωστά αποτελούν μοναδική περίπτωση, στο πάνθεο των παράνομων, αλλά και διότι αυτά που αφηγείται επαυξάνουν σε μέγιστο βαθμό την μοναδικότητα στην περίπτωσή του. Αναφέρεται σε συγκεκριμένα επεισόδια του βίου του, πολλές φορές με μεγάλη ακρίβεια, αποτυπώνοντας διαλόγους, περιγράφοντας λεπτομερώς συνθήκες. Άλλες φορές αφήνει ασαφές το πλαίσιο για ευνόητους λόγους.
Η αφήγηση δεν ακολουθεί χρονική σειρά, αλλά υπάρχουν παρεμβολές από την παιδική του ηλικία, όπου γίνεται σαφής η απόπειρά να επισημάνει την βουνίσια καταγωγή και το ανυπότακτο του χαρακτήρα του, το σμίλευμα στις κακουχίες, την ανθεκτικότητά του. Πάνω στην καταγωγή του, οικοδομεί γρήγορα και σταθερά τις οικολογικές του αξίες που προβάλλει μέσα από τις περιηγήσεις του στην ύπαιθρο, συχνά κυνηγημένος.
|
Read more...
|
Κατέφθασε ταλαιπωρημένο. Προστατεύτηκε από το μπουρίνι που σε κάποιο βαθμό ήταν αναμενόμενο, αλλά η στέγη του παραπήγματος που φυλάχτηκαν τα πράγματα μας μέχρι να περάσει ο θερινός θυμός της φύσης ήταν διάτρητη, έτσι μαζί με τις πετσέτες βράχηκαν και οι σελίδες του. «Για σένα το έφερα, αλλά…», είπε απολογητικά ο «Κιου».
Το παρέλαβα, με χαρά παραμένοντας πιστός στη άποψη ότι τα βιβλία, ειδικά όσο μας συντροφεύουν τους καλούς μήνες, πρέπει απαραίτητα να φέρουν σημάδια. Υπογραμμίσεις, σημειώσεις, τσακίσματα στις γωνίες όπου σταμάτησε η βραδινή ανάγνωση, άμμο στον μοιχό των σελίδων, τέτοια πράγματα. Στην ανάγκη και τα ίχνη μιας θερινής καταιγίδας.
Διαφορετικά θα είναι σαν μια σχέση που ήρθε, πέρασε, έφυγε, ξεχάστηκε. Αδιάφορη. Αντίθετα αν η σχέση είναι δυνατή αφήνει σημάδια. Όχι απαραίτητα όμορφα ή ευχάριστα, αλλά σχεδόν πάντα χρήσιμα. Αυτό συμβαίνει και με τα βιβλία. Η σχέση είναι αμφίδρομη. Όσο τα σημαδεύει ο αναγνώστης, άλλο τόσο τον σημαδεύουν και εκείνα.
Έτσι συνέβη και με τούτη την έκδοση. Άγνωστο το βιβλίο, όσο και ο συγγραφέας και με υπότιτλο «μια απίθανη ιστορία αγάπης», προϊδεάζει κάπως τον αναγνώστη τι θα συναντήσει, αλλά ακόμα και ο ευφάνταστος δεν θα μπορέσει να μαντέψει τις ανατροπές.
Ο J.P.D. έχει κάνει μια σχεδόν εξαντλητική προεργασία βάσης, έχει δομήσει σε ισχυρά θεμέλια το οικοδόμημά του, καθώς παρέχει σωρεία εξονυχιστικών λεπτομερειών πάνω σε κάθε είδος πραγμάτων ή δραστηριοτήτων που κάμουν οι ήρωές του. Αυτό, σε πρώτη φάση ίσως ακούγεται κουραστικό, αλλά τελικά ισχυροποιεί το σύνολο.
|
Read more...
|
Ήρθαν στο προσκήνιο τυχαία, ταυτόχρονα και στο χρονικό πλαίσιο των τριών - τεσσάρων ημερών καταναλώθηκαν. Η πρώτη κατέφθασε ως μήνυμα - προτροπή του τύπου «δες το», το δεύτερο επισημάνθηκε στο τραπέζι πολυαγαπημένου προσώπου. Για την πρώτη χρειάστηκε μια υπέρβαση καθώς τα τελευταία 50τόσα χρόνια οι μόνες σειρές που είχα παρακολουθήσει ήταν ο «Άγνωστος πόλεμος» και μια γλυκόπικρη βρετανική με τον Ricky Gervais. Το δεύτερο το αγνοούσα, το θεώρησα ενδιαφέρον και το δανείστηκα.
Η πρώτη ήταν η τηλεοπτική μεταφορά μυθιστορήματος του Amor Towles, «A gentleman in Moscow», που κατά πως μας πληροφορούν ήταν και ευπώλητο. Γυρίστηκε σε οκτώ επεισόδια με όλη την τεχνολογία και την τέχνη που μπορεί να κάνει μια σειρά ελκυστική. Το δεύτερο ήταν ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1958 από τέσσερις συγγραφείς, σε δυο κύκλους και ο κάθε ένας ξεκινούσε από εκεί που ολοκλήρωνε ο πρώτος, χωρίς καμιά προσυνεννόηση. Και οι τέσσερις ήταν της γενιάς του ΄30: Η. Βενέζης, Μ. Καραγάτσης, Σ. Μυριβήλης, Α. Τερζάκης.
|
Read more...
|
|
|