Λήμνος. Λόγια & Εικόνες – Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015 PDF Print E-mail

Ο τόπος είναι κάτι. Μα το περισσότερο είναι ο κόσμος του, η ψυχή του δηλαδή. Όλα όσα προηγήθηκαν, τα σημάδια που άφησε ο χρόνος πάνω του. Είναι η παράδοση, η ταυτότητα του. Για όλα τούτα πρέπει και ο επισκέπτης να είναι έτοιμος. Αλλιώς δεν καταλαβαίνει πολλά. Είναι και θέμα ωριμότητας. Όπως, δηλαδή, σε όλα τα πράγματα.


Με την ελληνική σημαία να κυματίζει από το ελαφρύ βοριαδάκι, πάνω στο Κάστρο το ανατολικό τμήμα της Μύρινας βρίσκεται στο υπήνεμο κομμάτι του κόλπου. Κι εκεί πάνω στις πέτρες της καστροπολιτείας έχουν παρελάσει μαζί με την Ιστορία, Μινύες, Πελασγοί, Πέρσες, Αθηναίοι, Μακεδόνες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Ενετοί, Γενοβέζοι, Οθωμανοί.
Μόλις πριν από 103 χρόνια επέστρεψε στην αγκαλιά της μητέρας πατρίδας. Κι όλους αυτούς τους αιώνες, γνώρισε ότι περίπου και η υπόλοιπη Ελλάδα. Προκοπή μα και Πείνα. Γαλήνη μα και Βία.
Δεσμώτες είμαστε όλοι μας, του παρελθόντος.



Δύσκολο να αποφασίσεις για τις θελήσεις του Θεού. Βολικό συχνά να του φορτώνουμε όλα τα δεινά. Κι όσο πιο παλιά, τόσο πιο εύκολο. Ποιόν ακριβώς λόγο είχε ο Θεός, ώστε ένα 19χρονο παιδί, κυριολεκτικά από την άλλη άκρη του κόσμου (down under), να αφήσει την τελευταία του πνοή, από τουρκικό βόλι τον Απρίλιο του '15  στην εκστρατεία της Καλλίπολης;

Δεκάδες χιλιάδες Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί, Βρετανοί κείτονταν άταφοι επί εβδομάδες στα φονικά χώματα του Τσανάκαλε. Ακόμα περισσότεροι Τούρκοι τους ακολούθησαν. Και σήμερα ένα φροντισμένο νεκροταφείο λίγο έξω από το Μούδρο, αλλά και το άλλο στο Πορτιανού, θυμίζουν αυτό το μακελειό. Θυμίζουν μια αναίτια θυσία, από παιδιά που δεν έγιναν ποτέ πατεράδες, ενδεχομένως δεν πρόλαβαν ούτε καν να αντρέψουν και ταξίδεψαν το μεγάλο δρομολόγιο, πνιγμένα στο αίμα τους.
Τίποτα δεν έχει να κάνει ο Θεός μ'αυτά. Αυτό, μαζί με άλλα, μας δίνει και το ερέθισμα της αμφιβολίας περί της ύπαρξης του.

 


Μεσημέρι.  Διαπόρι. Εικόνα Ελληνική. Όπως και το στόρυ. Περισσότερο από μισό αιώνα το δούλεψε το μαγαζί ο Μενέλαος. Κι όχι τώρα που όλα είναι εύκολα. Τότε, που δεν υπήρχε, ούτε ηλεκτρικό, μήτε τρεχούμενο νερό, τότε που η διαδρομή γινόταν με το γάιδαρο ή με το πόδι. Δηλαδή ο Μενέλαος, επί πώλου όνου καθήμενος. Η Σοφία ποδαράτο.

Επ' αυτού υπάρχει και το μαύρο, μακρινό καθότι βουνίσιο, χιούμορ για το τι άλλαξε μετά τον Εμφύλιο. Ε!, πριν τον πόλεμο, πήγαινε μπροστά ο Κύρης πάνω στο ζώο και πίσω η Κυρά. Μετά το πέρας του πολέμου πήγαινε μπροστά ποδαράτη η Κυρά και ακολουθούσε ο Κύρης πάνω στο ζώο. Γιατί; Διότι υπήρχαν νάρκες.

Τώρα δεν υπάρχουν όλα αυτά. Ούτε και ο Μενέλαος. Υπάρχει η Σοφία που περιμένει με αγωνία να αντικρύσει το δισέγγονο, στο τέλος μιας ζωής γεμάτη από κόπο, από προσπάθεια. Υπάρχει ακόμα η σκιά από τις μουριές, υπάρχει και ο άνεμος να φέρνει ριπές δροσιάς και πάνω απ' όλα υπάρχει η παράδοση που συνεχίζεται με την επόμενη γενιά.

 


Υπό την απειλή ενός μικρόσωμου, λευκού ημίαιμου κυνός, που δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει αλλά χαλούσε τον κόσμο γαβγίζοντας, το εικονιζόμενο κριάρι απομακρύνθηκε με γρήγορες κινήσεις και εξαφανίστηκε πάνω στα βράχια του κάστρου με απλησίαστες ορειβατικές ικανότητες. Τυχερός ο φωτογράφος που πρόλαβε να σηκώσει την μηχανή, να νετάρει και να εγκλωβίσει την εικόνα.


Σε όλες τις πόλεις, σε όλα τα χωριά του νησιού, υπάρχει ένα μεγάλο πλήθος από εγκαταλελειμμένα σπίτια.

Κατοικίες ανθρώπων που μετανάστευσαν και δεν γύρισαν πίσω.

Σπίτια άκληρων, κάθε είδους ιστορία χωρίς συνέχεια.

Παρατημένα από χρόνια, αδυνατούν πια να πουν την ιστορία τους.

Άλλα με στέγες πεσμένες, αλλά με πατώματα που φύτρωσαν.

Χαλάσματα ανάμεσα σε τοίχους, όπου κάποτε γεννήθηκαν, χόρτασαν, κόπιασαν, πέθαναν άνθρωποι.

Κι άλλα, σαν  μεμονωμένες πινελιές, κάποτε ίσως αδιάφορες, στις μέρες μας όμως σαν έργα τέχνης, σαν διαβατήρια μιας άλλης ζωής, που ονειρευόμαστε αλλά δεν έχουμε τα απαιτούμενα για να απεγκλωβειστούμε και να τα ζωντανέψουμε.


Η αγία Ευφημία με τη δίπορτη παραλία της, που κάποτε ήταν δύσκολη η πρόσβαση.

Αλλά τώρα, ένας εξαιρετικός χωματόδρομος μήκους 6 χιλιομέτρων, υπόδειγμα ειδικής διαδρομής, σε οδηγεί έως τα σκαλιά του ξωκλησιού.

Στο βορά η αμμουδερή παραλία.

Στο νότιο αυτή με τις στρόγγυλες κροκάλες.

Να τους χωρίζουν μόλις 30 μέτρα.

Έρημες, ακόμα, και οι δυο.



Κάποτε σιτοβολώνας της Αθηναϊκής συμμαχίας, αργότερα προμηθευτής σιταριού της αυτοκρατορικής αυλής του Βυζαντίου.

Το πεδινότερο νησί του Αιγαίου με εκτεταμένες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Σιτηρά, αμπέλια, καλαμπόκια, μποστάνια, όλα τα καλά της γης.

Με επάρκεια υδάτων μα και βοσκοτόπια για την κτηνοτροφία.

Ιούλιος μήνας με τα σιταροχώραφα θερισμένα αλλά  πλήθος από καταπράσινες καλλιεργημένες εκτάσεις.  Κι η θάλασσα παντού να παρέχει τα δικά της δώρα.

Τόπος Πλούσιος. Κι΄όμως ο κόσμος για να επιζήσει έφευγε για την Αυστραλία!

 


Καβείριο, Πολιόχνη, Ηφαιστία. Κατοικημένος τόπος από την προϊστορία, βουτηγμένος στο καζάνι των παθών της Ελληνικής Μυθολογίας και από εκεί, απ’ ευθείας μέσα στο καμίνι της Ιστορίας.

Και λίγο πιο 'κεί από ότι διασώζεται από τα άδυτα των Καβειρίων μυστηρίων, ένα άλλο εγκαταλελειμμένο μεγαθήριο εκτός κάθε Ελληνικού μέτρου. Ογκώδη κτίρια, αποδείξεις εποχών εύκολων δανείων, άστοχων προσανατολισμών και μεγάλων αποτυχιών. Δεν είναι ότι από κάποια τράπεζα χάθηκαν κάποια εκατομμύρια, δεν είναι ότι κάποιοι εκατοντάδες εργαζόμενοι έμειναν απλήρωτοι. Είναι πως ένα τεράστιο, άχαρο, άσχημο και λεηλατημένο οικοδομικό σύμπλεγμα θα παραμείνει για πάντα σαν ένα πελώριο τραύμα κοντά στην παραλία της Σαράβαρης. Εκτός κι αν άλλα περισσότερα χρήματα έρθουν να οικοδομήσουν ένα ακόμα μεγαλύτερο σφάλμα.


Οι δυο λέξεις κλειδί για τον Ελληνικό τουρισμό, είναι: Ελληνικό μέτρο. Ελάχιστη νοημοσύνη χρειάζεται για να το καταλάβουμε. Ακόμα λιγότερη για να μην αντιληφθούμε ότι το Ερείπιο στο Καβείριο είναι άλλη μια τρανή απόδειξη.

 


Καλοκαίρι χωρίς παραλία, δεν νοείται. Κι όσο πιο έρημη, όσο πιο ήρεμη τόσο πιο γοητευτική. Ειδικά την ώρα που οι σκιές μακραίνουν και το φως γλυκαίνει. Διαπόρι, αργά το απόγευμα.

 


Μαρτυρίες παλιότερων ημερών, οι επιγραφές επαγγελματιών που έχουν σταματήσει τις δραστηριότητές τους. Μαγαζιά παλιά, σφραγισμένα,, παραδομένα στη δίνη της σύγχρονης εποχής. Για μας νοσταλγικές νότες, για τους προηγούμενους, σημεία βιοπάλης.



Από τη δεκαετία του '80 το μνημόνευα όταν κάποιες «σειρές» υπηρέτησαν εκεί. Τα χρόνια περνούσαν, έφτασαν να υπηρετούν εκεί, τα παιδιά των φίλων μου και 'γω ακόμα στους λόγους είχα μείνει. Όλο κάτι προέκυπτε και από αναβολή σε αναβολή. Κι έτσι μέσα στην παραλογισμό των πιο δύσκολων, μέχρι στιγμή, ημερών των Μνημονίων ερρίφθη ο κύβος. Ασφαλώς συνέτειναν και τα τζάμπα μίλια , μα  και η πρόσκληση φιλοξενίας.


Κι όταν όλα ευθυγραμμίστηκαν, και μπόρεσα επιτέλους να φθάσω, γύρισα μερικές δεκαετίες πίσω. Κοιμόμουν με τα παράθυρα ανοικτά, γέλαγαν μαζί μου όταν έπαιρνα τα κλειδιά πάνω από το μηχανάκι, οδήγησα σε ήρεμους δρόμους, κολύμπησα σε ήσυχες παραλίες, γεύτηκα νοστιμιές. Τέσσερις μέρες και τέσσερις νύκτες αποτοξίνωσης. Διάβασα τον τόπο, άκουσα τους ανθρώπους, ένιωσα τους άλλους καιρούς. Ευχαριστώ Νίκο, Ευχαριστώ Βαγγελιώ. Ευχαριστώ Παναγιώτη, Σταύρο, Γιάννη, Ευγενία. Ευχαριστώ Σοφία και Μενέλαε που δεν σε πρόλαβα. Ευχαριστώ και σένα φρέσκιε πατέρα, Μενέλαε.