...για λίγο (ΙΙ) - Σαββάτο 20 Ιουνίου 2015 PDF Print E-mail

...όπως έλεγαν και παλιότερα, συνέχεια από το προηγούμενο, το οποίο έκλεινε έτσι:

...Κοιμήθηκα εύκολα, διχασμένος ανάμεσα σε εικόνες από κορφές περήφανων βουνών που αντίκρισα, και στις κουβέντες των ανθρώπων που έζησαν σε ένα τόσο διαφορετικό παρελθόν. Κοιμήθηκα εύκολα, σκεπτόμενος πόσο το παρελθόν, ορίζει το μέλλον.


Η ανατολή ήρθε αφήνοντας ένα πυκνό σύννεφο εγκλωβισμένο μέσα στην κοιλάδα. Χρειάστηκε λίγος χρόνος να επέμβει ο καλοκαιρινός ήλιος και ο πρωινός άνεμος να το διαλύσει. 
Αργότερα πάνω από χωματόδρομους, λιβάδια και άσφαλτο, αφήναμε τη Φούρκα στα ανατολικά, περνούσαμε από τη Σαμαρίνα για να φτάσουμε στη Βασιλίτσα.

Ζωντανό το χιονοδρομικό με δεκάδες περιπατητές, κάθε ηλικίας που εξυπηρετούνται από τους ανθρώπους που διαχειρίζονται το καταφύγιο. Τον Ζώη που πούλησε περίλυπος την μοτοσυκλέτα του, ώστε να μαζέψει χρήματα να κάνει τη δουλειά, και κοιτούσε τα δικά μας μηχανάκια με λαχτάρα μικρού παιδιού, τη σύζυγο του, το Διονύση που ξέφυγε από  τα δεσμά της πόλης, τους προϊσταμένους και τις αυστηρότητες άνευ περιεχομένου και όλους τους εργαζόμενους που σχεδιάζουν το μέλλον τους εκεί, στα ψηλά. Με τα παιδιά τους και τους φίλους τους.

Στο βράχο ριζωμένο. Αρματα, απέναντι από την εκκλησιά Παναγιά

 

Από εκεί, 28 σχεδόν χιλιόμετρα μεγάλου κάλους πάνω στις νότιες πλαγιές του Σμόλικα, από Δίστρατο, Αρμάτα, Πάδες με μεγάλες κατηφόρες και αντίστοιχες ανηφόρες.

Με λιγοστά, μικρά ευθύγραμμα τμήματα.

Από τις Πάδες αρχίζει βατός χωματόδρομος μέσα στο δασωμένο μέχρι τα 1950 μέτρα υψόμετρο.

Μια χλιαρή απόπειρα να βγούμε με τα δίτροχα στη Δρακόλιμνη απέτυχε, από ένα συνδυασμό αρνητικών δεδομένων, όπως αμφίρροπων περασμάτων, περασμένης ώρας και οριακών αποθεμάτων καυσίμων.


Μοιραστήκαμε το λιτό μας γεύμα στο οροπέδιο κάτω από την ψηλότερη κορφή και πήραμε το δρόμο του γυρισμού σβήνοντας όπου υπήρχε μεγάλη κατηφόρα.
Τα δυο τετράχρονα έφθασαν άνετα. Το δίχρονο έμεινε ένα χιλιόμετρο πριν το χωριό μας, ευτυχώς ότι είχε περισσέψει ήταν γενναίος κατήφορος και κατέφθασε στην αυλή με τρόπο ήσυχο και χαριτωμένο.



Βράδιασε και ξεκίνησε ο χορός των πυγολαμπίδων. Διάστικτα κινητά φωτεινά σημάδια, που ταξίδευαν ακανόνιστα μέσα στο σκοτάδι, μας θύμιζαν ότι το καλοκαίρι έφθανε. Κι όπως τις  αποκαλεί ο Leonardo Sciascia, με ιδιαίτερη Σικελική τρυφερότητα ως τα κεράκια του τσοπάνη, καθώς τα τσοπανόπουλα σχεδόν παιδιά, πρόσεχαν τις ατελείωτες νύχτες τα κοπάδια τους μέσα στις αφέγγαρες νύκτες. Καταγράφει αυτολεξεί : “κι έπιαναν σωρό τις πυγολαμπίδες και τις κρατούσαν λες κι' ήταν ιερές, το μοναδικό φως μες στην τρομακτική σκοτεινιά” (περισσότερα εδώ:cannileddi di picuraru)



Στο «καφενείον – ψησταριά», άλλη μια μεταμεσονύκτια κουβέντα για τις διαφορετικές αντιλήψεις που επικρατούν πέριξ της έννοιας της ισορροπίας της φύσης. Για τις όχι σπάνιες πια επισκέψεις της αρκούδας ακόμα και στα καλντερίμια του χωριού, τις καταστροφές στα μικρά μποστάνια και τις επελάσεις του λύκου στην πανίδα της μικρής ορεινής κοινωνίας. Αλλά και την αποστροφή των ντόπιων να τουφεκίσουν ένα ζαρκάδι παρά το νόστιμο του κρέας.

Η τελευταία μέρα ήταν σχεδόν τόσο σύντομη όσο και η πρώτη. Λίγα χιλιόμετρα μέσα στο ομαλό πυκνό δάσος οξιάς, ήρεμα πράσινα λιβάδια αλλά και σεληνιακοί δρόμοι ανακατεμένοι από το πέρασμα του γκρέιντερ που επιχειρεί να επουλώσει τα τραύματα ενός βαρύ χειμώνα. Ασημένιες αποχρώσεις στα βρεγμένα βράχια, επιστροφή και φόρτωμα. Η ανάποδη διαδικασία από εκείνη της άφιξης.


Μοιρασμένα τα συναισθήματα εδώ ανάμεσα στη λύπη του φεύγουμε και τη χαρά που έγινε ότι έγινε. Αποχαιρετιστήρια  βουτιά στον ορμητικό Σαραντάπορο και ευχάριστη έκπληξη για την φιλική θερμοκρασία του νερού. Το ταξίδι της επιστροφής ξεκίνησε την πιο ζεστή ώρα της ημέρας.



Περνώντας από το Επταχώρι ξεχώρισα την πινακίδα, μιας άλλης εποχής, τότε που η Ε.Ο. Ιωαννίνων - Κοζάνης ήταν ο μοναδικός οδικός άξονας ανάμεσα σε ανατολή και δύση της βόρειας Ελλάδας. Τότε που ο αυτοκινητιστής κατά τη διάρκεια του χειμώνα ήθελε ενημέρωση για το τι θα συναντήσει μέχρι τον Πεντάλοφο. Σκουριασμένη, παρατημένη και άχρηστη η ίδια πινακίδα πνίγεται από την καλοκαιρινή βλάστηση.



Το τελευταίο φως της μέρας, μετά από το δείπνο στην Ανάβρα του πάντα αγέρωχου Γιάννη Καραντάνα μας βρήκε στην τεχνητή λίμνη του Σμοκόβου. Τα καλά κομμάτια σιγά – σιγά τέλειωναν, η πόλη μας περίμενε.

Κι' είπαμε στην αρχή, ότι κατά πως φάνηκε το είχαμε περισσότερο ανάγκη, κι έτσι, ήταν όλα ακόμα καλύτερα. Όλα όμως. Από τον τρόπο που φτάσαμε και επιστρέψαμε. Διότι τι να τις κάνεις τις σπουδές και τους τίτλους του τύπου manager vehicle dynamics, σε επίπεδο WRC, αν διαλέγεις κορεάτικο όχημα με εξακύλινδρο κινητήρα και μια επινόηση για αυτόματο κιβώτιο που πρέπει να είχε τις τεχνικές του ρίζες στον 19ο αιώνα;

Έτσι λοιπόν ένα L200 αντικατέστησε την λάθος επιλογή του Μίχου, που σίγουρα κατατρέχει τα πτυχία και την πετυχημένη καριέρα του. Πάνω στη καρότσα του φορτώθηκαν δυο CRF 450 και η  περίεργη πράσινη του μηχανολόγου μας που έβγαν' γαλάζιους καπνούς.
Πλήρες φορτίου, κοντά στα 800 κιλά, μας πήγε και έφερε με δέκα λίτρα πετρελαίου στα 100 χλμ, άνετα, όμορφα. Διόλου δεν νοσταλγήσαμε τις οιμωγές του κορεάτικου αυτόματου και τα ατελείωτα πατιναρίσματα που θύμιζαν σόλα της ογκώδους Bianca Castafiore.

Αργά το βράδυ της επιστροφής ακόμα και ο Μίχος παραδέχτηκε, αναγκάστηκε δηλαδή να παραδεχτεί, την ανωτερότητα της πρότασης L200 σε σύγκριση πάντα με τη λάθος επιλογή του. Και που νάχαμε δηλαδή την πέμπτη γενιά...
Αργά το βράδυ, σχεδόν δυο ώρες μετά το μεσονύκτιο, που μπήκαμε στην πόλη, κι έκλεινε αργά η πόρτα του μαντριού πίσω μας. Ήσυχα μέσα στο σκοτάδι να ξεφορτώσουμε την δίχρονη πρασινίλα του Μίχου, να μην ξυπνήσουν οι γείτονες και μόνος επιστροφή στην εστία.
Διαφήμιση στο ραδιόφωνο που ανάμεσα σε άλλα προβάλει και: «...δωρεάν, 300 λεπτά, προς κινητά». Η κόπωση, η νύκτα και η πόλη, το μετατρέπουν σε: «δωρεάν, μια ζωή, προσκυνητά».

Αργότερα αποκοιμήθηκα προσπαθώντας να θυμηθώ πως μύριζε το σκαμμένο κοκκινόχωμα από τις Αρρένες, ανακατεμένο με το άρωμα από τα κωνοφόρα και μια δόση δίχρονου καυσαέριου. 

Κρατώ την υπόσχεση που δώσαμε. Το '17 πάλι. Τότε που η τριάδα θα είναι συνολικά 150 χρόνων, άνισα κατανεμημένα όμως σε 60, 50 και 40 έτη, ανά περσόνα.