14ο Ι.Ρ.Α. Μια σειρά από ιστορίες, ως προσωπικό εικονογραφημένο ημερολόγιο. (μέρος τρίτο) - Κυριακή 31 Μαίου 2015 |
Περί καϋμού γενικώς (ως εισαγωγή). Δυο λόγια, εν πρώτοις, όχι και τόσο άσχετα. Όπως και να το γράψεις πάντως, είναι μια ελληνική λέξη που δυσκολεύει πολύ τους μεταφραστές. Αντε τώρα να την εξηγήσεις. Ανάλογες ερμηνευτικές δυσκολίες παρουσιάζουν και οι λέξεις, φιλότιμο και κέφι, όπως και οι ελληνοποιημένες νταλκάς, μπέσα και σεβντάς. Άντε να εξηγήσεις στον Σβάμπο τι θέλει να πεί ο ποιητής γράφοντας το παρακάτω ρεφρέν: «Ποτάμι μέσα μου πικρό το αίμα της πληγής σου κι από το αίμα πιο πικρό στο στόμα το φιλί σου». Αντίστοιχες ερμηνευτικές δυσκολίες, για τον μέσο Ευρωπαίο, μεταξύ μας τώρα, δεν υπάρχει και μη μέσος, αντιμετωπίζει σχεδόν όλο το γνήσιο ελληνικό φάσμα συμπεριφοράς. Για να γυρίσουμε στον δικό μας καϋμό, ο οποίος μας πρόσφερε έναν τιμητικό τερματισμό στο 14ο Ι.Ρ.Α. αλλά πάνω απ΄όλα, μας χάρισε στιγμές χαράς και δόσεις ψυχαγωγίας. Ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι στις εποχές που ζούμε η δυνατότητα για καθαρή διασκέδαση είναι κάτι περισσότερο από επιθυμητή. Το πως ορίζεται η καθαρή διασκέδαση, είναι μια άλλη, μεγάλη κουβέντα που δεν είναι της παρούσης. Αν μου ζητούσαν όμως να ξεχωρίσω τρείς από τις καλύτερες στιγμές που γεννήθηκαν από αυτόν τον αγώνα, δεν θα δυσκολευόμουν να αναφέρω τις εξής: Πρώτη και καλύτερη: Φίλος τις, εκ του ενδόξου παρελθόντος, έχοντας, ανάμεσα σε άλλα, διαδραματίσει και το λειτούργημα του εκδότου, έχων ήδη περιέλθει εις τα σύνορα της τρίτης ηλικίας, δια να μην είπω ότι βιαίως τα έχει παραβιάσει κατέχοντας και το παράσημο του παππού, αφήνων μολοντούτο υπογένειον τύπου Λέοντος Τρότσκι, εμφανίζεται εις το service park με την παράκλησιν να καθίσει ο τριετής εγγονός του στη θέση του οδηγού του καϋμού. Βεβαίως και ευχαρίστως, ήταν η απάντηση μου. Κάθισε χαμογελαστός ο μικρούλης, ευτύχησε κρατώντας το τιμόνι χάρηκε προσπαθώντας να ακουμπήσει τα ποδωστήρια, ενθουσιάστηκε γενικώς και κάποια στιγμή κατέβηκε, δεχόμενος την ερώτηση από τον παππού του: «Μήπως πρέπει να πούμε ευχαριστώ στον οδηγό»; Με κοίταξε λοιπόν αυτό το μικρό ανθρωπάκι με την πελώρια αγαθή ψυχούλα του και σχεδόν τρέχοντας έπεσε στην αγκαλιά μου με μια ανευ προηγουμένου άνεση και δίχως καμιά αίσθηση δισταγμού που έχουν τα παιδιά για κάποιον ενήλικα που βλέπουν για πρώτη φορά. Κι όχι μόνο με αγκάλιασε αλλά με έσφιξε με τόση θέρμη και ένταση που πήγαν να με πάρουν τα ζουμιά. Το όνομα του είναι Στέφανος, του παππού Πέτρος και περνώ πάραυτα, μαζί με την εικόνα, το σχόλιο του δεύτερου από τον τοίχο του στο ...φέσιμπουκ. ...και η φωτογραφία που θα μείνει για πάντα στο μυαλό του Στέφανου. Ευχαριστεί τον άνθρωπο που τον άφησε να καθίσει στο 'μπάκετ' του αυτοκινήτου του... αγκαλιάζοντας την ιστορία, μία άλλη παιδεία, την 'άλλη όψη'... του τι σημαίνουν οι αγώνες αυτοκινήτου. Τα μικρά παιδιά... γνωρίζουν που μοιράζουν την 'καθαρή' αγκαλιά τους Δεύτερη: Οδηγώντας το βράδυ μετά τον τερματισμό στο σπίτι, μόνος μέσα στον καϋμό, μετά από τρείς μέρες που τον ταλαιπωρούσα και με δοκίμαζε, μετά από χίλια περίπου χιλιόμετρα αμέτρητες στροφές μερικές από τις οποίες εναρμονιστήκαμε απολύτως, κατάλαβα άλλη μια φορά ότι κάποιες σχέσεις μετατρέπουν τα άψυχα σε έμψυχα. Μου μιλούσε ο καϋμένος καθώς έτριζαν τα μετάλλά του, ταλαιπωρημένος από τα σκληρά χώματα, έχανε η πολλαπλή του, γουργούριζαν τα διαφορικά του, αλλά εκεί: Τέρας αξιοπιστίας, αδάμαστος, ανίκανος να εγκαταλείψει. Του ψιθύρισα και λόγου μου δυο κουβέντες τρυφερές, τον ευχαρίστησα και τον έβαλα στην αυλή να ξεκουραστεί να ξαποστάσει. Τι κι' αν δεν είναι δικός μου; Από πότε η κτητικότητα επιβάλλεται στο συναίσθημα; Τρίτη: όλο το πλήθος των ανθρώπων που συνάντησα μετά από πολλά έτη, χαμένοι μέσα στο χρόνο, σε υποχρεώσεις, σε αλλαγές, ενίοτε και σε παρεξηγήσεις. Ένας ζεστός, ανυπόκριτος λόγος, έτσι σαν μια κοινωνική προσφορά των αγώνων σε έναν κόσμο που μοιραία γίνεται σκληρότερος. Για όσους δεν βαρέθηκαν, ακολουθεί μια περιγραφή των συμβάντων, με τον συνήθη τρόπο που γίνεται εδώ, ενίοτε προσχηματικά, ώστε να φθάσουμε και κάπου αλλού. Πριν από αυτή όμως, ελάχιστες κουβέντες, για τα πληρώματα που πάλεψαν σε αυτή την μικρή περιπέτεια. Τα συγχαρητήρια μου σε όλους τους τερματίσαντες, τη συμπάθειά μου σε όλους τους εγκαταλείψαντες και να εξάρω την επίδοση των Πίτσου - Καραπαπάζη, την ασφάλτινη νίκη των Τσαλματά - Μπαμπαλή που συνοδεύτηκε από ένα φοβερό Μερκούρη και τη σπουδαία εμφάνιση των Ζήβα - «Λουκι Λουκ» στο χώμα. Οι Γιοβάς - Γρηγοριάδης ως συνήθως ταχύτατοι, η οικογένεια Παραδείση όμορφη εικόνα στα service park και λαμπρή επίδοση για τον Παναγιώτη στο χώμα, οι Πετρίδης - Πάλλας στο γνωστό γρήγορο τέμπο, ενώ οι Αθανάσουλας - «Αζετ», και οι Μαστρογιάννης - Κυριλίδης υπήρξαν για μας καλή παρέα σε όλο σχεδόν τον αγώνα, όπως και oι ζωηρότατοι Ραζής - Μωραίτης. Χαλκέντεροι όλοι τους, αναφερθέντες και μη, όπως θα έγραφε και ο Θείος Μπάμπης Διαμαντόπουλος μισό αιώνα νωρίτερα στις σελίδες του «Βολάν». Την παραμονή της εκκίνησης υποτίθεται θα ξεμπερδεύαμε νωρίς με τον τεχνικό έλεγχο, αλλά κάτι ξεχασμένα ράουλα και καπάκια τριστιμπιτέρ, με κράτησαν μέχρι τις οκτώ στους δρόμους. Στο γυρισμό από το γραφείο, για να μαζέψω τα πράγματα μου, έμαθα την είδηση του θανάτου του Erik Carlsson εισπράττοντας ταυτόχρονα το βλέμμα έμμεσης έκκλησης αγαπητού συνάδελφου τινός, του τύπου: «Μήπως να έγραφες κάτι;» Τον Σουηδό τον θυμόμουν από μικρό παιδί, όπως και το δέος που περιέβαλε την αγωνιστική του προσωπικότητα το πρώτο μισό της δεκαετίας του '60. Αρκετά αργότερα, τον Αύγουστο του 2000 είχα την τύχη να περάσουμε τρείς μέρες μαζί, στο πλαίσιο της αποστολής στο Colorado, όπου η Saab, με τον Per Eklund προσπάθησε να κατακτήσει την νίκη στην περίφημη ανάβαση Pikes Peak. Δεν θα μπορούσα να μην γράψω κάτι για το caranddriver.gr και κάπως έτσι, με έναν επιτάφιο λόγο, έκλεισε η παραμονή της εκκίνησης. Να λοιπόν, την Πέμπτη, ο καϋμός, ο Οδυσεύ και η ταπεινότητά μου εις την σκιάν του ιερού βράχου, όπως γράφουν με μια τάση λογοτεχνική. Σκιά βεβαίως δεν είδαμε, διότι ο καιρός όχι απλώς δεν υπήρξε φιλόφρων, αλλά ξέσπασε με ακραία ένταση ένα μπουρίνι που κυριολεκτικά κατέστρεψε την τελετή εκκίνησης. Θλιβερή εικόνα η ξεφούσκωτη, από το μένος του κατακλυσμού, αψίδα και η εγκαταλελειμμένη ράμπα. Κάτι ήξερε και ο Αράντες ντο Νασιμέντο (ευρύτερα γνωστός ως Pele) όταν έλεγε πως, το πιο θλιβερό πράγμα στον κόσμο είναι μια ξεφούσκωτη μπάλα. Λίγο νωρίτερα, δεκάδες πούλμαν, άδειαζαν καραβιές τουρίστες για αυτή την άτεχνη, βαριά βιομηχανοποιημένη άποψη περί τουρισμού. Ασιάτες, Αμερικάνοι, εταίροι από τας Ευρώπας, έτρεχαν να σωθούν από την μήνιν του Αττικού ουρανού, όταν ποτάμια κυλούσαν παντού και το κυκλοφοριακό χάος βρισκόταν σε έξαρση. Μοιραία επέστρεψα κάποια 36 χρόνια νωρίτερα, στο 26ο Δ.Ρ.Α. στην πρώτη και πληρέστερη συμμετοχή μου, από άποψη εμπειριών σε τούτη τη γιορτή. Λευκή βερμούδα, λευκό κοντομάνικο, λευκό αθλητικό υπόδημα, λευκή Κορολίτσα, με γαλάζιο 135 στις πόρτες, Γαλάζιο στον ουρανό σε μια λευκή, καθαρότερη πατρίδα. Όλα καλύτερα, και δεν ήταν το φίλτρο της νιότης που μιλούσε μόνον... Στο σήμερα και πάλι σε μια Αθήνα που η καταρρακτώδης βροχή, είχε κάνει την κυκλοφορία πρόβλημα, ειδικά στο ποτάμι, όπου δεν θυμάμαι τον Κηφισό πότε τόσο φουσκωμένο από αυτή την καφέ, θυμωμένη, υδάτινη μάζα. Σχετική αγωνία μέχρι την Φιλαδέλφεια, καθώς η κίνηση δεν υποσχόταν έγκαιρη άφιξη στη Ριτσώνα αλλά μετά άνοιξε και όλοι έφθασαν άνετα στην ώρα τους. Η πρώτη επάπ στεγνή, οι πρώτες εντυπώσεις από τον «καϋμό» ήταν του τύπου: Τον περίμενα καλύτερο, ζωντανότερο, σταθερότερο. Μια μικρά απογόητευσις ήρθε να καταλάβει την αχάριστη ψυχή μου. Διότι την αμέσως επόμενη στιγμή σκέφτηκα πως αν δεν υπήρχε ο καϋμος και ο ιδιοκτήτης του, την ίδια ώρα θα έκανα κάτι που θα μου άρεσε λιγότερο. Κι έτσι αντί να κάνω παράπονα, χαμογέλασα και κοίταξα τη «δουλειά» μου, που ήταν να μην τον πληγώσω και να τον φέρω πίσω. Στον Αγιο Μερκούριο, είχα να περάσω με νούμερα στις πόρτες από τον μακρινό Νοέμβριο του '79, από ένα ολονύκτιο Παναθηναϊκό επίσης βρεγμένο. Αν ήταν δύσκολος για μας φαντάζομαι ότι θα ήταν πολύ δυσκολότερος για τα ισχυρά αυτοκίνητα. Αλλού ήταν βρεγμένα, αλλού στέγνωνε, ήθελε προσοχή, καλές σημειώσεις και όχι ανδραγαθίες. Την πρώτη την είχαμε , τις δεύτερες όχι, την τρίτη τη βρήκαμε μετά τη δεύτερη φουρκέτα. Στην Πεντέλη στο ανηφορικό κομμάτι μετράγαμε τους γνωστούς μας, διαφωνήσαμε για την μάρκα του μπουφάν του Θείου Σπύρου, σχολιάζαμε γενικώς, καθώς χρόνος υπήρχε και στο κατηφορικό, πήραμε και λίγη φόρα . Τέλος πρώτης μέρας Η Παρασκευή δεύτερη μέρα του αγώνα, ηταν η μακρύτερη μα όχι η σκληρότερη για τα οχήματα. Μετά από σύσκεψη σε ανώνατο επίπεδο (όρα φωτό) ελήφθη η απόφαση ότι ήρθε η ώρα να διορθώσουμε το σφάλμα της πρώτης μέρας, να περάσουμε από τα ράντιαλ σε τρακτερωτά. Το όχημα άλλαξε έγινε πιο προβλέψιμο, πιο γλυκό, πιο ευχάριστο. Δικαιώθηκε έτσι ο ιδιοκτήτης Δημήτρης, ο οποίος μας το είχε επισημάνει ευθύς εκ πρώτης στιγμής. Οι επιδόσεις δεν άλλαξαν, αλλά αυτό μικρά σημασία έχει, πρωτεύων θέμα είναι η ευχαρίστηση του πληρώματος. Οι επιδόσεις, που θα μπορούσαν να είναι αρκετά καλύτερες αν είχαμε στοιχειωδώς δουλέψει πάνω στις αναγνωρίσεις. Σε όλα τα πονηρά κομμάτια όπου απαιτείται σωστή τοποθέτηση και σωστή περιγραφή, θέματα δηλαδή εμπειρίας, ταλέντου και διαθέσιμου χρόνου, οι σημειώσεις ήσαν ελιπείς, αν όχι λανθασμένες. Αυτό σαν μάθημα. Το μεγάλο πρόβλημα με τον καϋμό δεν είναι η αδυναμία του μοτέρ του, αλλά τα μεγάλα κενά ανάμεσα σε 2η - 3η και 3η - 4η ταχύτητα. Οι σχεδόν 2.000 στροφές των κενών, είναι ένα τεράστιο άνογμα και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε ένα αυτοκίνητο βόλτας και ένα αγωνιστικό. Επειδή νιώθω όμως ότι πάλι ολισθαίνω προς την ασθένεια της γκρίνιας (εκφραζομένης ενίοτε και δια της λέξεως: μίρλα), σταματώ εδώ και ως σημάδι αισιοδοξίας, μεταφέρω την απάντηση που έδωσα στο ερώτημα : τι κάνεις; Ερώτημα που έθεσαν δεκάδες πρόσωπαι που συναντούσα στην εξέλιξη του αγώνα τα οποία είχα να δω χρόνια: «Για να είμαι εδώ, είμαι μια χαρά». Σαββάτο νάναι μάστορα κι ας είν΄σαράντα ώρες, έλεγαν παλαιώθεν, με τη λογική ότι ήταν μέρα πληρωμής και κάπως έτσι το αντιμετωπίζαμε και εμείς καθότι Σαββάτο ήταν το χωμάτινιο σκέλος και ο καϋμός στο χώμα, ειδικά όπου κατηφόριζε, επέπρωτο να μας χαρίσει ευχαρίστηση. Όπερ και εγένετο. Το πρόβλημα με τις σημειώσεις υπήρχε και εδώ, ειδικότερα σε Κινέτα, Κεφαλάρι, Λουτράκι όπου δεν είχαμε καν τσεκάρει. Στην Κλένια όπου είχαμε, πήγαμε για το κάτι παραπάνω πήραμε την πρώτη προειδοποίηση στο αργό κομμάτι και στο γρήγορο ήρθε πιο βίαιη η δεύτερη, μα μια αγαθή δύναμη κράτησε τον καϋμό στις ρόδες του και στο δρόμο και έτσι αποφασίσαμε να αφήσουμε τους ηρωισμούς και να πάμε σε ρυθμό ότι βλέπουμε. Εξάλλου χάναμε τόσα πολλά στα ανηφόρια που ηταν μια κουτή και επικίνδυνη ματαιότητα να προσπαθήσουμε να τα πάρουμε στην κατηφόρα. Προσπαθούσα να χαρώ τις στιγμές, να μην κουράσω, χτυπήσω τον καϋμό κι έβλεπα στο πολύ βάθος έναν τερματισμό που τόσο θελαμε από πέρσι. Στην κατηφόρα της τελευταίας ετάπ (Λουτράκι) από την μιά έλεγα άντε να τελειώνουμε να μην έχουμε αναποδιές και από την άλλη παρακαλούσα να έχει λίγα μέτρα ακόμα να το χαρώ περισσότερο. Δεν χρειαζόταν να ανοίξω βιβλία να το ερμηνεύσω. Η δυαδικότητα του ανθρώπου. Εθνική, Αττική, ΟΑΚΑ, τέλος. Καρώ σημαία από τον ιδιοκτήτη του καϋμού Δημήτρη Βαζάκα που απότι ακούσαμε οργίασε και πάλι με την Στάρλετ ως προπομπός. τι ωραία! Ξέρετε, τα, κατά το επαρχιακώς λεγόμενον, ράλια είναι σχολείο. Στην περίπτωση που ευτυχήσεις να γυρίσεις τον γενικό στο parc ferme, οφείλεις να έχεις βάλει στο σακούλι της γνώσης κάτι, οτιδήποτε. Αν πάλι, για οποιοδήποτε λόγο εγκαταλείψεις, τότε η προστιθέμενη γνώση πρέπει να είναι ακόμα μεγαλύτερη Διαφορετικά δεν αξίζει να τρέχεις. Είναι μια διαδικασία που σε κάνει να καταλαβαίνεις τον κόσμο, αλλά κυρίως τον εαυτό σου καλύτερα. Όπως όλη η ζωή, όταν βεβαίως ζεις συνειδητά, ανθρώπινα, πονεμένα. Από την μεριά μου να ευχαριστήσω τον Οδυσσέα, πρωτίστως διότι το ότι συμμετείχαμε ήταν ένα θαύμα το οποίο πιστώνεται αποκλειστικά αυτός, ακολούθως διότι παραμένει μια χρυσή καρδιά μάλλον ασύμβατη με τα δρώμενα. Ήθελα επίσης να του πω να προσπαθήσει να γίνει καλύτερος συνοδηγός, μετά όμως σκέφτηκα, πως αν παρ' ελπίδα, συμβεί κάτι τέτοιο, θα πάει με κάποιον καλύτερο οδηγό, οπότε δεν λέω τίποτα. Δυο κουβέντες για τους φίλους που ταλαιπωρήθηκαν στους δρόμους για να μας κάνουν service. Κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, μια δυο μέρες πριν τον τεχνικό έλεγχο ο Δυσσέας σκέφτηκε τον Τάσο Χασάπη, που αποδείχτηκε λίρα εκατό. Αποστρέφομαι την ερώτηση: Που πας με Τσαγκάρη συνοδηγό και Χασάπη service ; Ως απάντηση μια φωτό και λίγες λέξεις: Τα 4/5 του καϋμός rally team. Από αριστερά οι μηχανικοί Μιχάλης Λουκάκης και Κώστας Ευαγγελίδης, ο συνοδηγός Οδυσσέας Τσαγκάρης και ο Τάσος Χασάπης με το τίτλο του team manager που επέστρεψε μετά από μακρά απουσία στο χώρο που αγαπά. Κλείνοντας, οφείλω να ευχαριστήσω όλους τους συντρόφους μου από το Car and Driver, για τη συμπαράσταση, τη βοήθεια και την κατανόησή τους για τις ακροπολικές αποκοτιές μου.
|